Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Απόστολος Μπενάτσης

«Χρόνους μας ταξιδεύει…»: Το ταξίδι στην ποιητική μυθολογία του Παλαμά, του Καρυωτάκη και του Ελύτη

Η έννοια του ταξιδιού είναι γνωστή στην ελληνική λογοτεχνία ήδη από την εποχή του Ομήρου. Στην ανακοίνωσή μας αυτή, που αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, θα ασχοληθούμε με τρεις σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, αλλά ο καθένας τους έδωσε τη δική του οπτική γωνία για το ταξίδι στο ποιητικό του σύμπαν.
Ο Παλαμάς κατ’ αρχάς στην ποιητική συλλογή «Πατρίδες» ξεκινάει από την Πάτρα για να φτάσει στα πρωταρχικά στοιχεία του κόσμου και στη διαδρομή του αυτή μας δίνει ένα πανόραμα της εποχής του.[1]

Σαν των Φαιάκων το καράβ' η Φαντασία,
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,
κυλάει·….

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.

Και στο επόμενο σονέτο επισημαίνει:

Ταξιδευτής, ηύρα σ' ακύμαντα πελάγη
την Καλυψώ, και την πεντάμορφη Ελένη,
και πήγα και με πότισαν οι Λωτοφάγοι
τη λησμονιά των όλων τη μακαρισμένη.

Σημασιοδοτείται ασφαλώς εδώ ένα ταξίδι και μια αναζήτηση.[2] Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να αναλαμβάνει «μύρια ταξίδια», πράγμα που σημασιοδοτεί ότι βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκει μια αξία σ’ αυτούς τους χώρους που επισκέπτεται διαδοχικά. Η αντίθεση μάλιστα ανάμεσα στα «λιοπύρια των τροπικών» και «των πόλων … τα σάβανα» δίνει σ’ αυτή την πορεία μια διάσταση οικουμενική. Το δεύτερο ακόμη απόσπασμα συνδυαζόμενο με «των Φαιάκων το καράβ'», την εμφάνιση της Καλυψώς και των Λωτοφάγων, παραπέμπει στη μυθολογία του Οδυσσέα που γνώρισε τόπους και λαούς κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη. Επομένως δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια διαρκή μετατόπιση στο χώρο. Εμφανίζεται επίσης ένα ενεργοποιημένο υποκείμενο, που θέλει να γνωρίσει αυτούς τους τόπους. Ασφαλώς σε πραγματικό επίπεδο όλα αυτά τα ταξίδια δεν πραγματοποιήθηκαν, γιατί μνημονεύουν μια πληθώρα τόπων καθώς και χώρους της μυθικής ή ποιητικής ουτοπίας. Ο ίδιος ο αφηγητής μάλιστα επισημαίνει: «Σαν των Φαιάκων το καράβ' η Φαντασία…. κυλάει». Επομένως το ταξίδι αυτό αντιπροσωπεύει μια πνευματική αναζήτηση του αφηγητή, η οποία αρχίζει από οικείους χώρους όπως είναι η Πάτρα, η πόλη δηλαδή όπου γεννήθηκε ο Παλαμάς.

Στις «Πατρίδες» η ελιά χαρακτηρίζεται «ιερή» και η ιδιότητα αυτή παραπέμπει στη λατρεία της Αθηνάς στην Αθήνα και στη μυθολογία της ονοματοθεσίας της πόλης. Η «νησόσπαρτη λίμνη», το «φυκόστρωτο ακρογιάλι» και η «τρίκορφη Βαράσσοβα» έχουν άμεση σχέση με την τοπογραφία του Μεσολογγίου και μάλιστα αποτελούν ιδιαίτερα, μόνιμα και χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Θα παρατηρούσε ακόμη κανείς ότι ο Παλαμάς για να αποδώσει όλα αυτά τα γνωρίσματα στους τόπους που περιγράφει καταφεύγει, στην περίπτωση των επιθέτων, σε νεολογισμούς : «νησόσπαρτη», «πολυκάραβο», κτλ.

Οι «Πατρίδες» δεν περιορίζονται μόνο στον έπαινο της ιδιαίτερης πατρίδας του ποιητικού υποκειμένου, αλλά το ταξίδι του λαμβάνει μια διάσταση οικουμενική και συμπαντική καθώς εκτείνεται από την Ελλάδα στον κόσμο και το σύμπαν,[3] αλλά και στον κόσμο της ποιητικής μυθολογίας. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά:

Το Αιγαίο γαλάζιος θησαυρός σμαραγδοφόρος,

Η Ρούμελ' είναι μια κορών’ από ρουμπίνι,
κ' είν' ο Μοριάς μια σμαραγδένια λαμπυράδα,

Και του Σαβά τη ρήγισσα στο θρόνο είδα,
ψυχή, στα δάχτυλα ν' αφήνη φως για χνούδι,
κι αντίκρυσαν τα μάτια μου την Ατλαντίδα

Διάχυτη είναι εδώ η εγκωμιαστική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου, που βρίσκει χίλιους τρόπους για να περιγράψει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε τόπου που επισκέπτεται.

Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο θα θέλαμε να τονίσουμε, είναι η εμφάνιση ενός ποιητικού εγώ που μιλάει με εικόνες της φύσης. Η φύση μετασχηματίζεται σε ηχείο και αναμεταδότη των διάφορων ψυχικών καταστάσεων του ποιητικού υποκειμένου. Θα πρέπει μάλιστα να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις ψυχικές καταστάσεις του αφηγητή και τις καταστάσεις των πραγμάτων.[4] Αντίθετα με άλλους ποιητές που μετασχηματίζουν το φυσικό περιβάλλον και το κάνουν εχθρικό προς τον άνθρωπο, εδώ η φύση διατηρεί τον ελκυστικό της χαρακτήρα και εμφανίζεται ως μια πρόκληση για ζωή:

Εδώ ιερός ο Βράχος φέγγει σαν τοπάζι
κι ο λευκοπάρθενος χορός των Κανηφόρων
προβαίνει και τον πέπλο της θεάς ταράζει·

και πέρ' αστράφτουν τα ζαφείρια των Βοσπόρων,

Η επόμενη φάση είναι ο έρωτας, η εμφάνιση του ποθητού αντικειμένου. Μέσα σ’ ένα σκηνικό που τοποθετείται σε επίπεδο μύθου στην έρημο, το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει τα συναισθήματά του. Μπορούμε να μιλάμε εδώ για μια συναισθηματική αφύπνιση του ήρωα. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί μια παρομοίωση: «σαν αγρίμι», πράγμα που δηλώνει ένα περίσσευμα πάθους.. Αυτό το τροπικό περίσσευμα μάς επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη συνακόλουθη εμφάνιση του θέλω και του δύναμαι. Το ποιητικό υποκείμενο θέλει και δύναται να συζευχθεί με ένα πρότυπο ομορφιάς που είναι η «ορθόστηθη Φελλάχα». Ειδικότερα μάλιστα το δύναμαι σημασιοδοτεί τη δυνατότητα του ήρωα να επιλύει αινίγματα όπως υποδηλώνει το λέξημα «σφιγγοπρόσωπη». Το βραβείο μάλιστα στην περίπτωση αυτή είναι η σύζευξη με το ποθητό αντικείμενο.

Αμαρτωλός καλογερεύω στ' Αγιονόρος,
με καίει ο Σατανάς κ' η Κόλαση με τρώει,
σε βαθύ πλάνο ρέμα πνίγομαι οδοιπόρος,
είν' η ψυχή μου χαλασμός και μοιρολόι.

… κ' εγώ; («Κύριε, γίνου
Σωτήρ μου!» Και θολώνω με τα δάκρυά μου
το θείο Βρέφος, ζωγραφιά του Πανσελήνου.

Αν ο έρωτας ανήκει στα επιθυμητά πράγματα, η αμαρτία, η εσωτερική αναστάτωση παραπέμπουν σε ένα χριστιανικό κοινωνιόλεκτο. Ο αφηγητής εμφανίζεται να συντρίβεται από την αμαρτία και να αναζητά την εξιλέωση. Μέσα όμως απ’ αυτή τη σκηνοθεσία δίνεται η ευκαιρία να εξάρει ένα από τα αριστουργήματα της χριστιανικής τέχνης «το θείο Βρέφος, ζωγραφιά του Πανσελήνου». Αυτός είναι ο στόχος. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι ο χώρος, η αναφορά δηλαδή στο Άγιο Όρος, επηρεάζει και το ιδίωμα και την εικονοποιία του αφηγητή. Ταυτόχρονα σημασιοδοτείται εδώ μια νέα σύζευξη, η επαφή με την υψηλή τέχνη.

Κι όλων αυτών η μνήμη τώρα κ' η φροντίδα
μού γίνεται ρυθμός και στίχος και τραγούδι.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της πνευματικής αναζήτησης είναι η εμφάνιση της ποιητικής λειτουργίας. Ο παρατηρητής έχοντας ταξιδέψει με τη φαντασία του σε όλη τη χώρα, έχοντας περιπλανηθεί σε όλο τον κόσμο και φτάνοντας ακόμη και στα βάθη του ουρανού, αναλαμβάνει ένα νέο ρόλο που τον εκφράζουν ρητά τα λεξήματα «η μνήμη» και «η φροντίδα». Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ποιητικό πρόγραμμα. Στόχος της ποίησής του είναι η διάσωση στη συλλογική μνήμη όσων συνάντησε στο ταξίδι του. Έτσι μπορεί να τα διατηρήσει στην αιωνιότητα.
Το τελικό σονέτο αλλάζει ριζικά το κλίμα:

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά ! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

……………………………………………….

Εμφανίζονται εδώ τα τέσσερα συστατικά στοιχεία της φύσης: ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά. Επομένως μεταφερόμαστε σ’ ένα κοσμολογικό επίπεδο και έχουμε μια μυθολογική αναπαράσταση του κόσμου. Πρόκειται για μια καταφυγή στον κόσμο της ποιητικής ουτοπίας. Μίλησε νωρίτερα το ποιητικό υποκείμενο για πατρίδες αναγόμενο από μια στενότερη και πιο κοντινή πατρίδα σε μια μεγαλύτερη και πιο μακρινή. Έτσι προχωρώντας και διευρύνοντας κάθε φορά τους ορίζοντές του οδηγείται στα συστατικά από τα οποία αποτελείται ο κόσμος, δηλαδή τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά. Αυτό σημαίνει τελικά πως πατρίδες είναι όλος ο κόσμος. Έτσι τελικά ολοκληρώνεται η πορεία, το ταξίδι, του υποκείμενου. Αυτό τον οδήγησε στην ανακάλυψη της βαθύτερης ουσίας του κόσμου.

Ο Καρυωτάκης από τη μεριά του είναι αυτός που δίνει στο ταξίδι την τρυφερή διάσταση της μελαγχολίας, αλλά συγχρόνως επεξεργάζεται το θέμα του με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία.[5]

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Νάμουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύη,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζης την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω !
(«Τελευταίο ταξίδι»)

Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να διακατέχεται από μια έντονη επιθυμία φυγής. Πρόκειται ασφαλώς για μια κίνηση προς τα μπρος. Χρησιμοποιώντας μάλιστα το θρησκευτικό κώδικα της λιτανείας, αναπαριστά μια περασμένη ευτυχία, τις πρώτες επιθυμίες και προσδοκίες του, οι οποίες είναι τώρα ανενεργές. Το ταξίδι μάλιστα ενέχει το στοιχείο του ελκυστικού, γιατί σημασιοδοτεί την υπέρβαση των συναισθηματικών συγκρούσεων και της εσωτερικής αναταραχής. Επομένως ο αφηγητής δε μιλάει μόνο για ένα ταξίδι στο χώρο, αλλά για τη δική του πνευματική πορεία μέσα στον κόσμο. Το υποκείμενο βρίσκεται με άλλα λόγια σε μια κατάσταση διέγερσης. Η βασική λοιπόν συνάρτηση του ποιήματος είναι η άρνηση του παρελθόντος και η κατάφαση του μέλλοντος. Μπορεί η κατάληξη του ταξιδιού να είναι άδηλη, αλλά αποτελεί ήδη μια αλλαγή και μια νέα στοχοθεσία.

Η αναζήτηση ενός επιθυμητού αντικειμένου ή απλά η αναζήτηση, αποτελεί μια κοινοτυπία στη ρομαντική ποίηση[6] και ασφαλώς ο Καρυωτάκης δεν είναι ο μόνος που γράφει για ένα ταξίδι χωρίς επιθυμία επιστροφής. Ήδη ο Ουράνης έχει επισημάνει:

Τι; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,
στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας
(«Πάψετε πια»)

Η σημασιακή ωστόσο πρωτοτυπία του υπό μελέτη ποιήματος συνίσταται στο ότι όλα αυτά παρουσιάζονται με έναν κώδικα ενός ταξιδιού προς μια ουτοπία. Ο ήρωας θέλει να αναλάβει το ρόλο του περιπλανώμενου, o οποίος, παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις του λεξήματος αυτού σε θρησκευτικό επίπεδο, συνεχώς προχωρά. Ασφαλώς η κίνηση αποτελεί μια πρόοδο στη στατικότητα της ανάδευσης της θυμικής μάζας.
Το ταξίδι προς την ουτοπία, γνωστό ήδη στο Ρεμπώ,[7] ενέχει ένα θετικό στοιχείο. Πρόκειται για την αναζήτηση ενός ιδεατού κόσμου. Η θετική αυτή εκδοχή που παραπέμπει σε μια ιδανική πραγματικότητα εμφανίζεται στον Καρυωτάκη:

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Πρόκειται εδώ για μια πνευματική διαφυγή. Το υποκείμενο κινείται στον άξονα διάλυση/ενσωμάτωση. Πρόκειται για την ένταξη του αφηγητή μέσα στην αέναη διαδικασία της φύσης. Γίνεται και αυτός ένα φυσικό στοιχείο. Ό,τι τον ενοχλεί εύχεται να μην υπάρχει. Έχουμε επομένως εδώ την αναζήτηση ερεισμάτων που να εξισορροπούν την ευτέλεια της καθημερινότητας. Το ποιητικό υποκείμενο επιθυμεί έναν νέο τόπο – άγνωστο. Ο οικείος χώρος είναι ενοχλητικός. Ο στίχος «Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα»είναι χαρακτηριστικός.
Το ταξίδι ωστόσο του ποιητικού υποκειμένου συνεχίζεται και στο επόμενο ποίημα:

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τόνειρο και κείθε από τη γη !
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι, σέρνοντας την αιωνία πληγή.

………………………………. Κ’ είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησαν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι νάχουμε, τι νάχω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά

Οι δυο πρώτοι στίχοι είναι γεμάτοι από προσδιορισμούς χώρου: «έρημο νησί», «στο χείλος του κόσμου», «κείθε απ’ τη γη». Όλα αυτά δείχνουν ότι το φαντασιακό ταξίδι του υποκειμένου φτάνει ως την άκρη του κόσμου, ως το υπερπέραν. Η εικονοποιία αυτή είναι ασφαλώς γνωστή. Ας θυμηθούμε σχετικά το ποίημα του Rimbaud, Une Saison en enfer, «Délires II» όπου συναντούμε το στίχο:«aux confins du monde» (= στα όρια του κόσμου)[8]. Πρόκειται ασφαλώς για ένα σύμβολο αναζήτησης.

Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι πια τα ίδια. Τα εκφωνήματα «δώθε από το όνειρο», «και μας άφησαν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο», «το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά» δηλώνουν μια ανατροπή της κατάστασης. Το όνειρο, η προσδοκία της πνευματικής διαφυγής διαψεύδεται. Δεν υπάρχει πια μέσο μετάβασης στην ποιητική ουτοπία.Ο αφηγητής παραμένει ανενεργός στην άκρη του κόσμου. Οδηγείται έτσι σε μια κατάσταση χάους και επιστρέφει ξανά στις χαοτικές εντάσεις, οι οποίες έχουν τον αντίκτυπό τους στο σώμα του.
Ο Ελύτης, τέλος, μέσα από έναν υπερρεαλιστικό λόγο, που χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνευτική προσπάθεια, θα μιλήσει για την Ελλάδα που ταξιδεύει σε όλους τους χρόνους και σε όλες τις εποχές με βοηθό τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα».

Βαπόρι στoλισμένo βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
(Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας «Το τρελοβάπορο»)

Όσοι προτιμούν τα «εύκολα», κείμενα, μάλλον θα απογοητευθούν διαβάζoντας το παραπάνω ποίημα. Το κείμενο είναι «δύσκολο», γιατί συχνά παρα­βιάζει τους κανόνες της αληθοφάνειας και της αναπα­ράστασης του πραγματικού.[9] Μια πρώτη ερμηνεία θα ήταν να υποθέσουμε ότι ο τίτλος δίνει απάντηση στο υπονοούμενο ερώτημα γιατί το καράβι συμπεριφέρεται μ’ αυτό τον τρόπο. Ένα «τρελό» βαπόρι μπορεί να βγαίνει στα βουνά και να φορτώνει φρέσκο αγέρα και από τις δυο πλευρές του. Η εξήγηση όμως αυτή δεν ικανοποιεί.

Ο αρχικός στίχος «Βαπόρι στoλισμένo βγαίνει στα βουνά» αποτελεί ασφαλώς ένα αδύνατο.[10] Το βαπόρι βγαίνει στη θάλασσα και όχι στα βουνά. Πίσω από την επιφάνεια όμως μπορούμε να ανακαλύψουμε εδώ την κυριαρχία ενός γνωστού σχήματος λόγου, της συνεκδοχής. Είναι ένα σχήμα κατά το οποίο χρησιμοποιείται το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο. Στο ποίημα λοιπόν γίνεται λόγος για ένα καράβι που βγαίνει σ’ έναν τόπο όπου υπάρχουν βουνά και θάλασσα. Το ίδιο ισχύει και στον τρίτο στίχο όπου το λέξημα «κουκουναριές» παραπέμπει στο «ήμερο πεύκο». Έτσι η εικονοποιία ολοκληρώνεται. Το καράβι βγαίνει σ’ ένα χώρο όπου υπάρχουν βουνά και θάλασσα και πάνω στα βουνά υπάρχουν πεύκα. Πρόκειται ασφαλώς για ένα γνώριμο ελληνικό τοπίο που παραπέμπει στο Αιγαίο.

Οι αμφισημίες όμως συνεχίζονται. Το βαπόρι φορτώνει «φρέσκο αέρα». Μια κυριολεκτική ανάγνωση θα μας οδηγούσε σε συμπεράσματα του τύπου: «αέρας κοπανιστός» ή «λόγια του αέρα». Εδώ όμως έχουμε μια χαρακτηριστική χρήση του επιθέτου που λειτουργεί ανεξάρτητα από το ουσιαστικό που προσδιορίζει. Το φρέσκο αντιπαρατίθεται στο μπαγιάτικο και επομένως η μεταφορά αυτή σημαίνει ότι το βαπόρι μεταφέρει καινούρια πράγματα, νέες ιδέες δηλαδή.

Ο επόμενος στίχος παραπέμπει ασφαλώς στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού: «Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι». Μα αν εκεί αποτελεί μια αναφορά στην ομορφιά της φύσης, εδώ παραπέμπει στις διαχρονικές συμφορές, που όμως αντισταθμίζονται από το «όνειρο», την προσδοκία δηλαδή ενός καλύτερου κόσμου. Όσο για το πλήρωμα του καραβιού η έμφαση πρέπει να δοθεί στην αντίθεση αθώος λοστρόμος vs πονηρός ναύτης. Μα αν το αθώος είναι αμφίσημο και μπορεί να παραπέμπει στον απονήρευτο, τον ακίνδυνο, τον αγνό, τον ανίδεο ή τον αφελή, το πονηρός ασφαλώς σχετίζεται με τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Να βλέπει άραγε μ’ αυτό τον τρόπο το ποιητικό υποκείμενο τη σχέση εξουσία vs λαός; Πρόκειται για ένα θέμα που αξίζει να διερευνήσει κανείς. Παρ’ όλα αυτά όμως το καράβι, αν και ξεκινάει από καλές προϋποθέσεις, τελικά ξεφορτώνει «βάσανα» και «αναστεναγμούς».

Ο λόγος στη συνέχεια δίνεται στον αφηγητή και έτσι περνάμε από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που δείχνει συμμετοχή στα γεγονότα. Το ποιητικό υποκείμενο παραθέτει μια σειρά ενεργειών που εντάσσονται στην κατηγορία του αδύνατου. Ένα καράβι που ταξιδεύει τόσα χρόνια είναι δυνατόν κάποτε να βουλιάξει. Δεν αλλάζει συνεχώς τους καπεταναίους που έχουν πείρα, λαμβάνει υπόψη τους κατακλυσμούς και δεν ξεπερνάει κάθε δυσκολία. Για το δικό μας βαπόρι όμως δεν ισχύει τίποτε απ’ αυτά. Η εξήγηση υπάρχει στο κείμενο. Το «Κι» του προτελευταίου στίχου σημαίνει «γιατί». Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το καράβι έχει οδηγό και συμπαραστάτη τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα». Βρισκόμαστε ασφαλώς μπροστά σε ένα νεολογισμό που μπαίνει στο κείμενο για να τον προσέξουμε και να τον ερμηνεύσουμε. Το λέξημα «Ηλιάτορας», που σχηματίζεται αναλογικά προς το «βιγλάτορας», είναι δυσνόητο. Ας θυμηθούμε όμως τη σημασία που έχουν οι ήχοι για την υπερρεαλιστική ποίηση. Σε επίπεδο βάθους το «Ηλιάτορας» παραπέμπει στα ομόηχά του «Αυτοκράτορας» και «Παντοκράτορας». Ο Αυτοκράτορας αντιπροσωπεύει την ανώτατη εξουσία στον ανθρώπινο κόσμο, ενώ ο Παντοκράτορας είναι η απόλυτη εξουσία στο σύμπαν. Αν έχεις λοιπόν οδηγό και βοηθό έναν Ήλιο-Αυτοκράτορα, έναν Ήλιο-Παντοκράτορα, μπορείς να κάνεις τα πάντα και να ανατρέψεις τη φυσική τάξη των πραγμάτων.

Αν και όλες οι ενδείξεις φανερώνουν ότι το τρελοβάπορο είναι η Ελλάδα, δεν έχουμε καμιά σαφή αναφορά σ’ αυτήν. Υπάρχει όμως ένα κείμενο που μας δίνει την απάντηση. Πρόκειται για το ακόλουθο ποίημα του Αλκαίου τον οποίο, όπως ξέρουμε, είχε μελετήσει ο Ελύτης:

ασυννέτημμι των ανέμων στάσιν·
το μεν γαρ ένθεν κύμα κυλίνδεται,
το δ’ ένθεν, άμμες δ’ ον το μέσσον
νάι φορήμμεθα συν μελαίναι
χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·[11]
………………………………………………
Δεν καταλαβαίνω την πάλη των ανέμων·
γιατί το ένα κύμα κυλάει από τούτη την πλευρά,
το άλλο απ’ την άλλη, και μεις στη μέση τους
παραδέρνουμε με το μαύρο μας καράβι,
κοπιάζοντας μες σε πολύ μεγάλη θύελλα· [12]

Πρόκειται για μια αλληγορική αναπαράσταση του πλοίου της πολιτείας. Όπως τονίζει ο Herbert Weir Smyth η σύγκριση της πολιτείας με πλοίο είναι συχνή στην αρχαία ελληνική ποίηση.[13] Επομένως, σύμφωνα με τη λογοτεχνική παράδοση, η Ελλάδα εμφανίζεται ως πλοίο. Στο ποίημά μας μάλιστα το βαπόρι αυτό έχει βοηθό του τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα».

Μα αν ερμηνεύσαμε το δεύτερο συνθετικό του λεξήματος «τρελοβάπορο», δεν κάναμε το ίδιο για το πρώτο. Είναι γνωστό ότι οι στερεότυπες εκφράσεις (clichés) παίζουν σημαντικό ρόλο στη νεοτερική ποίηση.[14] Κάτι τέτοιο συμβαίνει και εδώ. Ο Ελύτης μετασχηματίζει σε ποίηση την «ελληνική τρέλα»· πρόκειται για μια χαρακτηριστική μας ιδιότητα που ταυτίζεται με την υπέρβαση της λογικής. Το βαπόρι-Ελλάδα δεν πορεύεται με βάση τη λογική, που χαρακτηρίζει άλλες ίσως κοινωνίες, αλλά με τη δική του λογική που διακρίνεται για την ανατροπή και την υπέρβαση· και γι’ αυτό προκαλεί το θαυμασμό.

Το ταξίδι λοιπόν στον Παλαμά είναι το μέσον με το οποίο το ποιητικό υποκείμενο ανοίγει τους ορίζοντες του και διευρύνει τους κύκλους του. Ξεκινά από το γενέθλιο χώρο και καταλήγει στα συστατικά στοιχεία του κόσμου. Πρόκειται βέβαια για ένα φαντασιακό ταξίδι που φανερώνει τις πνευματικές αναζητήσεις του ποιητικού υποκειμένου. Ο Καρυωτάκης επιθυμεί έναν άλλο χώρο, χωρίς επιστροφή στο εδώ. Η φυγή θα επιτευχθεί με το ταξίδι, μ’ ένα καράβι. Για ένα άλλο καράβι - ένα τρελοβάπορο αυτή τη φορά - μιλάει ο Ελύτης. Εδώ πρόκειται για το ταξίδι ενός έθνους που συνεχίζει να υπάρχει παρά την τρελή πορεία του καραβιού.

Είναι λοιπόν το ταξίδι στοιχείο της ελληνικής ποίησης. Βέβαια ο κάθε ποιητής το βλέπει από τη δική του οπτική και τη δική του κοσμοαντίληψη. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς; Το ταξίδι είναι κυρίαρχο στοιχείο της ζωής του Ελληνισμού από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. Ο Ελληνισμός ταξιδεύει, πορεύεται όπως ο ομηρικός Οδυσσέας, ο οποίος
πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω.


Απόστολος Μπενάτσης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

 

 

[1] Βλ. Απόστολος Μπενάτσης, «Κωστή Παλαμά: ‘’Πατρίδες’’», Θέματα Λογοτεχνίας, Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά, τεύχ. 24 (Σεπτέμβριος –Δεκέμβριος 2003), σσ. 87-98.

[2] A. J. Greimas – J. Courtés, Sémiotique, Dictionnaire raisonné de la théorie du langage, Paris: Hachette, tome I, 1979, σσ. 7-9.

[3] «Κοσμοπολίτη» χαρακτηρίζει τον Παλαμά ο Αιμ. Χουρμούζιος, Ο Παλαμάς και η εποχή του, τόμος πρώτος, Αθήνα: εκδ. «Διόνυσος» Γεωργ. Νασιώτη, 1974, σ. 121.

[4] Βλ. σχετικά A. J. Greimas - J. Fontanille, Sémiotique des passions. Des états de choses aux états d’âme, Paris: Seuil, 1991, σσ. 13-14.

[5] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Απόστολος Μπενάτσης, «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…». Κώστας Καρυωτάκης. Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2004.

[6] Βλ. Michael Riffaterre, Text production, translated by Terese Lyons, New York: Colubia Univetrsity Press, 1983, σ. 64.

[7] Βλ. σχετικά Michael Riffaterre, Text production, ό.π., σ. 64.

[8] Βλ. σχετικά Michael Riffaterre, Text production, ό.π., σσ. 64, 294 και Arthur Rimbaud, Poésies, Une saison en enfer, Illumination, Préface de Réne Char (1965), Edition établie par Louis Forestier (1973), Paris: Gallimard, σ. 145.

[9] «Η γλώσσα της ποίησης είναι μια γλώσσα δίσημη, διπλή», τονίζει ο Μ. Μερακλής, Δεκαπέντε ερμηνευτικές δοκιμές στον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα: Πατάκης, 1984, σ. 27.

[10] Για περισσότερα παραδείγματα σχετικά με το αδύνατο βλ. M. Riffaterre, Semiotics of Poetry, London: Methuen, 1980, σ. 80.

[11] Παραθέτουμε τους πέντε πρώτους στίχους από την έκδοση: Sappho and Alcaeus, An Introduction to the Study of Ancient Lesbian Poetry, by Denys Page, Oxford At the Clarendon Press, 1975, σσ. 185-186.

[12] Η μετάφραση δική μας. Βλ. Απόστολος Μπενάτσης, «Αλκαίου ποιήματα», Ηπειρωτική Εστία, τευχ. 299-300 (Μάρτιος-Απρίλιος 1977), σσ. 248-250.

[13] Βλ. Herbert Weir Smyth, Greek Melic Poets, New York: Biblo and Tannen, 1963, σ. 215, όπου και δίνονται και άλλα παραδείγματα από τον Πίνδαρο, τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και άλλους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Πβ. και Σχόλ. Αριστοφ. Σφήκ. 29 αεί οι ποιηταί τας πόλεις πλοίοις παραβάλλουσι. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο C. M. Bowra, Greek Lyric Poetry , From Alcman to Simonides, Oxford: At the Clarendon Press, 1967, σσ. 153, 154.

[14] M. Riffaterre, Semiotics of Poetry, ό.π., σσ. 39-46.