Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Claudiu Sfirschi-Lăudat

Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
(Μυθιστόρημα Δ’, Αργοναύτες)

Έλεγες κάποτε: με ρυθμό και ανθρωπιά[1]

Το θέμα της συνοχής στο μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη

– Α, δεν ξέρεις! Η κυρία Σαλώμη βρίσκει πως είμαστε υπερβολικά σκορπισμένοι και πρέπει ν’ αποχτήσουμε συνοχή (Έξι…, 18).

Τα λόγια αυτά ανήκουν σ’ ένα από τα πρόσωπα του έργου Έξι νύχτες στην Ακρόπολη και θέτουν απαρχής το ζήτημα που θα απασχολήσει εν συνεχεία τα εφτά πρόσωπα του μυθιστορήματος[2]. Το πρόβλημα που δυσκολεύει αυτά τα πρόσωπα και αποτελεί την κύρια πλοκή του αφηγήματος είναι η ιδέα της συνοχής . Ο όρος καθεαυτός είναι ένα άπαξ λεγόμενον, αλλά το νοητικό του περιεχόμενο θα διαφανεί προσεχώς μέσα από τις έννοιες του ρυθμού, της ανθρωπιάς και του έρωτα (ή της αγάπης), οι οποίες βασίζονται στην αναζήτηση εκείνου του κοινού στοιχείου, του ικανού να ενώσει και να οδηγήσει προς την ολοκλήρωση που, στο επίπεδο της ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης, γίνεται εφικτή μέσω της αγάπης που συνδέει τους ανθρώπους και, σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο (ιστορικό ή και κοσμικό), μέσω της συμμόρφωσης στον κοσμικό ρυθμό και της κατανόησης του κοινού στοιχείου της κοσμικής ρευστότητας. Η ιδέα της συνοχής παρουσιάζει, λόγω της αγάπης, και μια μεταφυσική (ή μετα-ιστορική) όψη η οποία εκφράζεται συμβολικά μέσα από τη μυητική ερωτική πορεία του πρωταγωνιστή. Το υπαρξιακό αυτό θέμα της συνάφειας που βασανίζει ιδιαίτερα την ψυχή του Στράτη, το alter ego του Σεφέρη, αφορά όχι μόνο τις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που αισθάνονται βαθιά μέσα τους τη μοναξιά σαν μια αθεράπευτη πληγή και ψάχνουν να συμμετέχουν στον καθολικό ρυθμό του σύμπαντος[3], αλλά αφορά εξίσου και τον εσωτερικό κόσμο ενός ατόμου, την ψυχοσωματική δομή του, τη σύνδεση δηλαδή του σώματος και του νου, του παρελθόντος και του παρόντος κτλ. Το ζητούμενο είναι εν τέλει η πραγματοποίηση της ιδέας της ανθρωπιάς, που συνέχει τις έννοιες του ρυθμού και της αγάπης, στις οποίες θα επανέλθουμε συντόμως.

Για να απεικονίσει το τιθέμενο πρόβλημα της συνοχής, ο Στράτης, ποιητής των εικόνων[4] και αυτός όπως ο δημιουργός του, ο Σεφέρης, καταφεύγει στην εικόνα των ποταμών τους οποίους επηρεάζει το ουράνιο σώμα της σελήνης[5]. Οι άνθρωποι είναι σαν στεκάμενα νερά, κλεισμένα σε μπουκαλάκια που συλλέγει[6] μια οντότητα υπερβαίνουσα τα ανθρώπινα όρια κατανόησης, και έτσι, στα μάτια εκείνων που ζούνε εν αγνοία, παίζει το ρόλο της τυφλής μοίρας[7]. Απομονωμένα τα νερά των ποταμών τείνουν προς μια πρωταρχική πηγή και θέλουν να κοινωνήσουν μεταξύ τους (Έξι…, σ. 27). Για να κοινωνήσουν αυτά και να οδηγηθούν στην ενοποιητική ρεματιά και έπειτα στη θάλασσα, χρειάζεται ένας ρυθμός (το ταμ-ταμ, Έξι…, 82) που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο μια καθολική συγκοινωνία ανάμεσα στη ψυχή και το σύμπαν η οποία καθιστά δυνατή την ανεύρεση των επί μέρους ψυχών-ποταμών σε μια υπερβατική ενοποιητική μορφή. Χάριν σύγκρισης, αναφέρουμε σ’ ετούτο το σημείο και το μυθιστόρημα της Virginia Woolf, Τα κύματα, η οποία κάνει χρήση της μεταφοράς των κυμάτων για να αποδώσει την εσωτερική και εξωτερική ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης[8]. Τα κύματα, όπως οι άνθρωποι, υψώνονται στην επιφάνεια της θάλασσας και αποκτούν τοιουτοτρόπως μια εφήμερη και ψεύτικη ύπαρξη και ατομικότητα, αμελώντας την ουσιαστική ροή που τα διαπερνάει. Τα κύματα έχουν, κατ’ αυτήν την άποψη, την ίδια λειτουργία με τους ποταμούς, καθόσον βασίζονται και οι δυο εικόνες στην ιδέα της ρευστότητας. Στην απεικόνιση του διασκορπισμού των ανθρώπων συντελεί εξίσου η μεταφορά του βιβλίου με σκορπισμένα φύλλα, εικόνα που μπορεί να αποκτήσει τόσο ανθρώπινες υπαρξιακές διαστάσεις όσο και κοσμικές[9].

Για να γυρίσουμε στην εικόνα των ποταμών τα οποία είναι σε άμεση σχέση με το φεγγάρι, θα πούμε ότι τα νερά υπακούνε στην επιρροή του ουρανίου σώματος της σελήνης, η οποία με το φως της συμπεριλαμβάνει και ορίζει μια ιδιαίτερη μορφή ύπαρξης, δηλαδή μια σκοτεινή ύπαρξη την οποία διέπει η επιθυμία[10]. Το φεγγάρι λειτουργεί ως ένα σύμβολο της καθημερινής ζωής που δεν μπορεί να αποβλέπει πέρα από τα όρια των σωματικών τάσεων και να ακολουθήσει το ρυθμό του κόσμου, δηλαδή το λόγο ο οποίος στο Στράτη-Σεφέρη παίρνει το σχήμα του ποιητικού λόγου, εξαιρετικό μέσο επικοινωνίας και μετάδοσης των συναισθημάτων που μοιράζεται η ανθρωπότητα. Αυτός ο «μουσικός[11]» ρυθμός-λόγος κρύβεται βαθιά[12] μέσα στην ψυχή του ανθρώπου που επιβάλλει στον εαυτό του τη χρέωση να τον ανακαλύψει και να τον εκφέρει. Ο ποιητής Στράτης, παρόμοια με το Σεφέρη, ψάχνει να βρει το σωστό μέσο έκφρασης, το λόγο δηλαδή που θα μπορέσει να βγάλει στο φως τον ενδόμυχο κόσμο των συναισθημάτων που γενικά οι άνθρωποι φοβούνται να τα εξωτερικεύσουν. Παραδειγματικός για αυτήν την άποψη είναι ο διάλογος που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στη Σφίγγα και το Στράτη (Έξι…, 8) ή εκείνος ανάμεσα στη Σαλώμη και το Στράτη (Έξι…, 21). Αλλά σε καθε έναν από αυτούς κυριαρχεί ο φόβος του να εκφράζει το συναισθηματικό του εσωτερικό κόσμο. Εάν το κάνει, αυτό προϋποθέτει να ξεγυμνώσει τον εαυτό του και να τον παραδώσει στους άλλους με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος εύθραυστος και έκθετος στη βία των γύρω του.

Στον άνθρωπο διεισδύει λοιπόν ένας κοσμικός ρυθμός που στο Έξι νύχτες… εκφράζεται μέσα από την εικόνα του φωτός (είτε της σελήνης είτε του ηλίου). Το θέμα του φωτός διασχίζει όλο το μυθιστόρημα και σχηματίζεται ως πέρασμα από το σκότος της νύχτας (που σηματοδοτεί τον εγκλεισμό των ανθρώπων μέσα τους, την εσωστρέφεια και το ναρκισσισμό που κατέχουν το Στράτη) προς τον ήλιο. Όπως ήδη έχει διαπιστωθεί από άλλους ερευνητές, τα δύο γυναικεία πρόσωπα (η Σαλώμη και η Λάλα) αντιπροσωπεύουν συμπληρωματικές όψεις της ανόδου προς το φως-πηγή, προς την ενοποιητική αγάπη δηλαδή[13]. Η εναλλαγή σκότος-φως, νύχτα-ημέρα σηματοδοτεί[14], πέρα από την ανακάλυψη του είναι του καθενός και της αλήθειας, ακόμα και το πέρασμα του ανθρώπου, την εφήμερη ύπαρξή του και ταυτοχρόνως όλου του κόσμου. Σημαντικής σημασίας είναι, πάλι, η σύγκριση με τη Virginia Woolf[15] η οποία αναρωτιέται:

Είναι άραγε η ζωή κάτι το πολύ σταθερό ή αντιθέτως; Με απασχολούν αυτές οι αντίθετες υποθέσεις. Διαρκεί από την αρχή του κόσμου και θα διαρκέσει πάντοτε και εισδύει μέχρι τα βάθη του κόσμου – ετούτη η στιγμή που ζω. Μα αυτή είναι συγχρόνως εφήμερη, διαφανής. Θα περάσω σαν μια νεφέλη πάνω από τα κύματα. Αν και αλλάζουμε τόσο γρήγορα, πετώντας η μια μετά την άλλη, ίσως είμαστε εμείς, οι ανθρώπινες υπάρξεις, αλλεπάλληλες και παντοτινές και μας διαπερνάει το φως. Αλλά τι πράγμα είναι αυτό το φως;[16] .

Στο σκοτάδι της καθημερινής ζωής το θαύμα, δηλαδή το εύρημα του νοήματος και του καθολικού ρυθμού-λόγου, εμφανίζεται σαν μιαν εκπληκτική αστραπή της στιγμής, σαν ένα εκτυφλωτικό φως, σαν πέρασμα θεού:

Μια φορά, ένα τέλος του φθινοπώρου, μου φάνηκε πως με κεραυνοβόλα ενάργεια πέρασε ο θεός, ή η βυθισμένη τούτη μνήμη, κοντά μου. Και είπα: κατά βάθος είναι ζήτημα φωτός. Ήταν μια εμπειρία που πρέπει να έρχεται πραγματικά πολύ σπάνια στη ζωή μας και τη φωτίζει ολόκληρη. Δεν μπορεί κανείς ρηματικά να τη μεταδώσει[17]. Σε τούτη την προνομιούχα στιγμή ο άνθρωπος μεταστοιχειώνεται σε κάτι που τον υπερβαίνει και δεν μπορεί να αποδοθεί με περιγραφή (το trasumanar του Δάντη, Παράδεισος, Ι, 70-71), αλλά απλώς να ονομασθεί με ποιητικές εικόνες, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία ενός αυτοτελούς ποιητικού κόσμου αποτελούμενου μόνο και μόνο από το ρυθμό.

Η συνεχής ροή, η αστάθεια του κόσμου[18] ορίζουν ουσιαστικά τη φύση του ανθρώπου που μπορεί να αποκτήσει την ηρεμία του μόνο υπακούοντας στον εν γένει ρυθμό του σύμπαντος και στο ενοποιητικό στοιχείο της αγάπης. Παρόλο που η ανθρώπινη αγάπη δεν μπορεί να ξεφεύγει από τους νόμους του γίγνεσθαι και της ρευστότητας εφόσον δεν αποβλέπει σ’ εκείνη την οντότητα που προσφέρει σταθερότητα στον κόσμο (Δάντης), αυτή όμως μπορεί να πλησιάζει τους ανθρώπους μεταξύ τους και να τους φανερώνει την αλήθεια, παίζοντας το ρόλο του οδηγού προς το φως[19]. Επομένως, το θαύμα δεν συνίσταται να το περιμένει ο άνθρωπος σε τέλεια αδράνεια[20], αλλά να το ψάξει με τα δοσμένα σ’ αυτόν μέσα, δηλαδή μέσω της αγάπης[21]. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει, πρώτα-πρώτα, να βρεθεί σ’ αυτό τον κόσμο, τον εφήμερο, ένα κοινό λεξικό[22] που θα επιτρέψει στους ανθρώπους να μεταδίδουν στους άλλους τη συγκίνησή τους και να τους βγάλει από την υπαρξιακή και ουσιώδη μοναξιά τους.

Και για να επιστρέψω στην προσφιλή σου παρέα, θα συμβούλευα τη Σαλώμη να παραγγείλει πριν απ’ όλα τη σύνταξη ενός κοινού λεξικού για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον εμείς οι εφτά, τι λέει ο ένας στον άλλον. (Έξι…, 25).

Η αναζήτηση της αγάπης συνδέεται ουσιωδώς με την παρουσία του φωτός[23]. Στο μυθιστόρημα που μελετάμε εδώ, το πέρασμα από το σκοτάδι της μοναξιάς και της αποξένωσης (Έξι…., σ. 54) προς το φως της επικοινωνίας και της συμμετοχής στο ζωοδόχο ρυθμό σηματοδοτείται από τη δημιουργική μεταμόρφωση[24] της Σαλώμης και το σμίξιμο της Λάλας[25] με το Στράτη. Το φως της αγάπης βγάζει τους ανθρώπους από την κατάσταση του ίσκιου[26] και τους προσφέρει στερεότητα, με τον όρο αυτοί να ατενίσουν με τα μάτια τους τη θεότητα ή, σύμφωνα με το πλατωνικό παράδειγμα, την ενοποιητική και νοηματοδοτική Ιδέα. Αλλιώς, ο άνθρωπος θα απομένει ένα «σιγιλλάριο» (Έξι…, 14) στη σκηνή του κόσμου, χωρίς να μπορέσει να συνειδητοποιήσει τι του γίνεται.

Προσπαθώ να σημειώσω τα χτεσινά, πώς να το πω; Τώρα δεν ξέρω πια να ξεχωρίσω τους ίσκιους από τους ανθρώπους. Στη χώρα που φτάσαμε θα πρέπει να το παραδεχτεί κανείς κι αυτό, μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος. (Έξι … , 251).

Τι ήμουν σαν έσερνα τα πόδια μου μέσα στις σκοτεινές μεγάλες πολιτείες; … Ένας ίσκιος. Ίσως ένα όνειρο των άλλων. (Έξι…, 100).
Η αγάπη σημαίνει επίσης συνοχή της ψυχής και του σώματος, ανάκτηση της ολοκλήρωσης:

Ξέρεις, είπε η Μπίλιω, ποτέ δεν ένιωσα τη φωνή σου όπως σήμερα. Στην Αθήνα ήσουν τόσο διαφορετικός. Πότε ένα τερατώδικο κεφάλι, πότε ένα τερατώδικο σώμα. Τώρα, καθώς διάβαζες, η φωνή σου ήταν κορμί και ψυχή, ένα πράγμα. (Έξι…, 231)[27].

Αλλά η αγάπη αποτελεί εν τέλει το προνομιούχο μέσο για να επικοινωνήσει κανείς με τους συνανθρώπους του και να επανεύρει τον ξεχασμένο του εαυτό ύστερα από την πλάτυνση της ψυχής[28] που υφίσταται μέσω των εν τω χρόνω μεταμορφώσεών του και της επαφής του με τον Άλλον. Για να γίνει εφικτή η επικοινωνία θα έπρεπε το προσωπικό είναι καθενός να συμμετάσχει (βάσει του λόγου) στην ιδέα της ανθρωπιάς και έτσι να καταλάβει βαθύτερα την ουσία του επιμέρους ανθρώπου:

Καταλαβαίνω την επιθυμία, καταλαβαίνω τη στοργή, καταλαβαίνω πολλά πράγματα που την αποτελούν, μα που δεν μπορώ να τα φανταστώ αποκλειστικά για ένα μόνο πρόσωπο. Εκείνο που κάνει τις σχέσεις μοναδικές είναι η επικοινωνία. Και όσο βαθύτερη είναι η επικοινωνία, τόσο κάνει τον άνθρωπο γενικότερα ανθρώπινο (Μέρες Β’, 57).

Ο προσωπικός αγώνας του Στράτη, όπως και όλων μας, αποτελείται από την προσπάθεια διαφυγής από την εσωστρέφειά του, από τον έμφυτο ναρκισσισμό του[29], που τον εμποδίζει να επικοινωνήσει με τους άλλους. Η αγάπη βοηθάει επομένως για να ξεπεράσει κανείς την ατομικότητά του, να χαθεί ώστε τελικά να βρεθεί (Έξι…, 228).

Σε μια Ακρόπολη ως πλαίσιο δράσης, μια Ακρόπολη που αποκτά τις διαστάσεις της Κόλασης και του Καθαρτηρίου[30], η αναζήτηση της συνοχής μεταβάλλεται στο πρόβλημα της σωτηρίας από τη μοναξιά, η οποία σπρώχνει όλα τα μυθιστορηματικά πρόσωπα προς την κατεύθυνση της επικοινωνίας. Το περιβάλλον το αποτελεί το αδιάφορο πλήθος (Έξι…, 20) σχετικά με το οποίο η Σαλώμη διατυπώνει αλλού την αμφιβολία της ως προς τη δυνατότητα βοήθειας εκ μέρους των άλλων συνανθρώπων (Έξι…, 40). Το σχήμα της ως επί το πλείστον ερωτικής επικοινωνίας του Στράτη με τα άλλα τρία γυναικεία πρόσωπα παρουσιάζει ομοιότητες με το σχήμα ατελούς επικοινωνίας που εμφανίζει η ιστορία αγάπης του Ιωάννη με την Σαλώμη τόσο στη βιβλική (Έξι…, 134-5) όσο και στη θεατρική εκδοχή (Oscar Wilde) του μύθου. Ο Στράτης επιδιώκει την αγάπη της Σαλώμης η οποία κυνηγάει τη Λάλα μέσω της Σφίγγας. Άλλωστε, η σαπφική ερωτική σχέση ανάμεσα στις πρώτες δυο γυναίκες αναδεικνύει την ατμόσφαιρα κόλασης που επικρατούσε στην τότε Αθήνα και τονίζει την έλλειψη της αμοιβαίας επικοινωνίας όπου τα δυο φύλα (αρσενικό και θηλυκό) συμπληρώνονται. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που επιδιώκει ο Στράτης δεν είναι τόσο η σωματική επαφή με το άλλο φύλο, όσο η επίτευξη της αξίας της ανθρωπιάς μέσα στους άλλους. Παρόλο που διατυπώνεται η πίστη πως κάποτε τα σώματα είναι πιθανό να συνεννοούνται καλύτερα παρά οι ψυχές[31], ο Στράτης ζητάει από την Σαλώμη όχι τη σωματική ικανοποίηση (Έξι…, 142), αλλά τον άνθρωπο που αυτή κρύβει μέσα της:

- ... όποτε έχεις ανάγκη από μια γυναίκα, μια οποιαδήποτε γυναίκα. – Σαλώμη, της είπα, χρειάζομαι έναν άνθρωπο (Έξι…., σ. 113).
Η επικοινωνία αποκτά επιπροσθέτως ιστορικές και εθνικές διαστάσεις, διότι αυτή προϋποθέτει την αφομοίωση του παρελθόντος ώστε τελικά να συμφιλιωθεί κανείς με τον εαυτό του (καρπό της εθνικής διαμόρφωσης ή και διαστρέβλωσης) και με τις αξίες που διέπουν τον γύρω του κόσμο. Η Ακρόπολη, μ’ αυτό το σκεπτικό, σηματοδοτεί το βαρύ παρελθόν που καταπιέζει την εφήμερη ύπαρξη και προκαλεί συνεχώς μια αντίδραση. Η αποξένωση του Στράτη οφείλεται στη φυγή από τη δική του χώρα και συγχρόνως στη μη-αναγνώριση του εαυτού του στον κόσμο που τον περιβάλλει. Άλλωστε, ο Νικόλας ο οποίος είχε προτείνει τη συλλογή των διασκορπισμένων νερών, κάνει μνεία άλλου μέσου σωτηρίας από τη μοναξιά:

Στην Ακρόπολη, κατά πανσέληνον, θα βρούμε την ενέργεια που θα κινήσει τα νερά μας για να κοινωνήσουν. Αλλά μπορεί να βρούμε και μιαν άλλη δύναμη που δεν είναι απίθανο να βοηθήσει το σκοπό μας. Τη δύναμη της κληρονομιάς των αθανάτων προγόνων μας…(Έξι…, 31).
Επομένως, το θέμα της μοναξιάς μπορεί να τεθεί σ’ ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο ως πρόβλημα του να βρει κανείς τις ρίζες που ορίζουν το εθνικό του είναι. Η μοναξιά συσχετίζεται με το αίσθημα της προσφυγιάς που, στην περίπτωση του Στράτη, κατόπιν του γυρισμού του από τη Γαλλία, συνεχίζει να του βαραίνει την ψυχή[32]. Ο Στράτης εμφανίζεται έτσι υπό τη μορφή ενός Οδυσσέα που οδοιπορεί προς τη δική του πατρίδα («η έρημη χώρα» του Έλιοτ) που είναι πιθανόν να έχει υποστεί τις αλλοιώσεις του χρόνου.

Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πάει να βλαστήσει. Ένας Ρωμιός που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πάει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα. Με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω ν’ αλλοιώνουνται μέρα τη μέρα, θά’ λεγα χημικά (Έξι…, 103).

Το παρελθόν παρουσιάζει και ατομικές υπαρξιακές διαστάσεις. Η ερώτηση που βασανίζει το Στράτη είναι σε ποιο βαθμό μπορεί και χρειάζεται να συμπεριληφθούν στο παρόν τα περασμένα βιώματά του ή με τα λόγια του ίδιου του Σεφέρη στον πρώτο τόμο των Μερών: τι κοινό έχουν οι διαδοχικές μας καταστάσεις; (104). Τα περασμένα τον στοιχειώνουν και απαιτούν μια θέση στην ψυχή του, στο πλαίσιο του συναισθηματικού συμπλέγματος. Ο σχολιασμός του Ομήρου στον οποίο προβαίνει ο Στράτης (Έξι…, 51 και 53) πρέπει να κατανοηθεί ως τρόπος μεταφράσεως του παρελθόντος μέσω των όρων της σύγχρονης ευαισθησίας, με αποτέλεσμα μια καινούρια ποιητική, και επίσης ως τρόπος προσωπικής αφομοίωσης του παρελθόντος. Θεωρητικά, η πάλη ανάμεσα στις δυο χρονικές διαστάσεις περιορίζεται στο πρόβλημα του χρόνου εν γένει, αφού ο άνθρωπος είναι μια κλεψύδρα[33]:

Για κοίταξε πως οι χειρονομίες μας, οι κινήσεις, οι πράξεις μαρμαρώνουν ακαριαία μόλις μπουν στο παρελθόν, σα να βυθίζουνται σε «υγροποιημένο» αέρα. Κι όλα αυτά μένουν έτσι στερεά και ακίνητα στους αιώνες των αιώνων. Τίποτε δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη στάση τους, την τετελεσμένη. Γεννούμε αγάλματα κάθε στιγμή. Αυτό με χτύπησε, σαν ένα ξαφνικό όραμα. Μπορεί να τρελαθεί κανείς αν επιμένει. (Έξι…, 73).
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς το παρελθόν του είναι, τελικά, ο λογαριασμός που χρωστάει απέναντι του δυνητικού που διέθετε και δεν επωφελήθηκε. Γιατί γεννήθηκα πολλοί και πέθανα ένας μόνο. Το παιδί που γεννιέται είναι ένα αναρίθμητο πλήθος, που η ζωή περιορίζει αρκετά νωρίς σ’ ένα μόνο άτομο, αυτό που εκδηλώνεται και πεθαίνει (Paul Valéry[34]). Ο γραπτός ημερολογιακός λόγος, αφού βοηθά στην πληρέστερη εξήγηση του πεπερασμένου βιώματος και στη σύνδεσή του με την τωρινή στιγμή, θα είναι μ’ αυτό το σκεπτικό μια προσπάθεια διάσωσης της συναισθηματικής πορείας που ορίζει την ανθρώπινη οντότητα για να αποκτήσει ο άνθρωπος την εσωτερική του ψυχική συνοχή.
Η κατανόηση της συνύπαρξης του παρελθόντος με το παρόν[35] σημαίνει το να αποκτήσει κανείς την ολοκληρωμένη ανθρώπινη υπόστασή του, να ορισθεί δηλαδή ως άνθρωπος μέσα από τα πεπραγμένα του[36]. Η ολοκλήρωση ταυτίζεται με την παραδοχή του εφήμερου και την τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο και στην καθολική του οικονομία. Μια τέτοιου είδους στιγμή ολοκλήρωσης περιγράφει και ο Στράτης στο ημερολόγιό του:

Η απόγνωση της ζωής, αισθήματα καταδικασμένα να τελειώσουν, η κακομοιριά του ανθρώπου, ο θάνατος ο αναπόφευκτος – κυκλοφορούσαν ανάμεσα στ’ ανοίγματα και δε με πείραζαν. […] Βρίσκω πως είναι σωστό να πηγαίνουμε όπου πηγαίνουμε και πως μολαταύτα – ψευδαισθήσεις, απάτες – ο άνθρωπος είναι η μόνη αλήθεια (Έξι…, 196).

Άλλωστε, η μυητική πορεία και η αναζήτηση που εξελίσσονται στο μυθιστόρημα Έξι νύχτες… κορυφώνονται με την ανεύρεση του ανθρώπου μέσα από το παρελθόν που βασάνιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή το Στράτη. Η ανεύρεση αυτή (ταυτόχρονα, ανάσταση του ανθρώπου) είναι η πραγματοποίηση του ζητούμενου ιδανικού της ανθρωπιάς:

Είδα έναν άνθρωπο ν’ ανασταίνεται μέσα από τον κόρφο των μαρμάρων[37] (Έξι…, 252).
Η αναφερθείσα κατανόηση της χρονικής διάστασης και η τελική επικοινωνία (που βασίζεται στην ανακάλυψη του κοινού στοιχείου που ενώνει τους ανθρώπους και τους προσφέρει συνοχή) συμβάλλουν λοιπόν στο να παύσει η ιδέα της ανθρωπιάς να είναι μόνο ένα ιδανικό και στο να πραγματοποιηθεί μέσω του κοσμικού ρυθμού και της ανθρώπινης αγάπης. Εν κατακλείδι, ελπίζουμε η παρούσα εξερεύνηση του θέματος της συνοχής να έχει φανερώσει τη σημασία του για τον εν γένει προβληματισμό του ανθρώπου και την αξία που έχει για τον ουμανιστή Σεφέρη.
Ρουμανία

Επιλεγμένη κριτική βιβλιογραφία

Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής: μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος, 1979.
Νάσος Βαγενάς, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: το ημερολόγιο ως μυθιστόρημα», Διαβάζω, 142, 23/4/1986, επανέκδ. στο Η ειρωνική γλώσσα, Στιγμή, 1994, σσ. 227-229.
Άρης Μαραγκόπουλοσ, «Σαλπάροντας ένα βράδυ από την Ακρόπολη», στο Γιώργος Σεφέρης. Εκατό χρόνια από την γέννησή του, Το Βήμα και Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, 2000, σσ. 65-69.
Άρης Μαραγκόπουλοσ, «Ή Ακρόπολη ως Πουργατόριο: Γ. Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: μια ‘δαντική’ μυθιστορία», στο Ο Γιώργος Σεφέρης ως αναγνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (επιμέλεια Κατερίνα Κωστίου), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002, σσ. 39-66.
Θ. Παπαθανασόπουλος, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη – Κριτικές προσεγγίσεις σ’ ένα βιβλίο-κλεψύδρα του Σεφέρη, Νέα Εστία, τόμος 103, τεύχος 1222, 1978, pp. 720-728.
Μ. Α. Σοφοκλέους, «Ρυθμολογική οργάνωση στα πεζά του Σεφέρη», στο Γιώργος Σεφέρης. Το ζύγιασμα της καλοσύνης, φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Εκδόσεις Μεσόγειος, Αθήνα, 2004.
Νάτια Χαραλαμπιδου, «Μια εξερεύνηση γύρω από το φεγγάρι, τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Μια περίπτωση διακειμενικότητας», στα Πρακτικά Συμποσίου Σεφέρη (Αγία Νάπα, 14-16 Απριλίου 1988), Λευκωσία, 1991, pp. 79-147.
Roderick Beaton, „Seferis and the novel: a reading of Six Nights on the Acropolis”, Byzantine and Modern Greek Studies, 25, 2001, pp. 156-184.
Roderick Beaton, George Seferis. Waiting for the Angel. A Biography, Yale University Press, New Haven and London, 2003.
Roderick Beaton, «Ο Σεφέρης και το μυθιστόρημα: Έξι νύχτες στην Ακρόπολη και το πρότυπο του Gide», στο Ο Γιώργος Σεφέρης ως αναγνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνία (επιμέλεια Κατερίνα Κωστίου), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002, σσ. 27-38.
Nasos Vayenas, „Seferis’ Six Nights on the Acropolis: The Diary as Novel”, in R. Beaton (ed.), The Greek Novel AD 1-1985, Croom Helm, London, 1988, pp. 54-62.

 

Συμπληρωματικά παραθέματα:

 

Η εικόνα των ποταμών. Το φεγγάρι και η λειτουργία του:

  • Έξι…, σ. 27: Μάλιστα, αγαπητοί μου φίλοι, ο καθένας από μας είναι ένας ποταμός, ένας αυτοτελής ποταμός, από τις πηγές του μέχρι τις εκβολές του. Ένας ακοινώνητος ποταμός μέσα σ’ ένα σφραγισμένο μπουκαλάκι. […] Ποιος θ’ αποσφραγίσει τους σφραγισμένους ποταμούς; Ποιος θα ξεβουλώσει τα βουλωμένα μπουκαλάκια; Ποιος, φίλοι μου, θ’ αναμείξει λίγες σταγόνες από το ρεύμα του Ιορδάνη […] με λίγες σταγόνες από το ρεύμα του Σκάμανδρου ….
  • Έξι…, σ. 27: Η κυρία Σαλώμη είχε την αξιέπαινη πρωτοβουλία να μας προτείνει ν’ αποχωριζόμαστε κάθε τόσο, για λίγες ώρες, τη μοναξιά μας ή την ιδιαίτερη πολυκοσμία μας, και να κάνουμε παρέα. Θα με συγχωρήσει αν σας ομολογήσω ότι έχω την υποψία πως πρέπει να έχει κάποια κρυφή συγγένεια με τον συλλέκτη που μνημόνευα.

Η έκφραση των συγκινήσεων:

  • Έξι…, 8: Και βρίσκετε πως τα παιχνίδια των ποετάστρων, αυτά έχουν βάρος; - Είναι δύσκολη η τέχνη, …, και πολλοί αποτυχαίνουν. Όμως δε βρίσκω άλλο τρόπο για να πω τη συγκίνησή μου […] . … νομίζω πως αν επιτύχει κανείς να εκφράσει αληθινά τη συγκίνηση που του δίνει ο κόσμος, βοηθεί τους άλλους να μη χάνουν την πίστη που πρέπει να έχουν μέσα τους. – Μα ποια συγκίνηση; Οποιαδήποτε; - Μου φαίνεται, οποιαδήποτε.
  • Έξι…, 21: Αλήθεια, προσπαθείτε να εκφράζετε τη συγκίνησή σας; […] – Μου φαίνεται, ναι, της είπα. […] – Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Και, πως το είπατε κάποτε; άσεμνο. Ναι, μου φαίνεται πιο άσεμνο να ξεγυμνώσω τη συγκίνησή μου παρά το σώμα μου.-.

Ο ίσκιος

  • Έξι … , 251: Προσπαθώ να σημειώσω τα χτεσινά, πώς να το πω; Τώρα δεν ξέρω πια να ξεχωρίσω τους ίσκιους από τους ανθρώπους. Στη χώρα που φτάσαμε θα πρέπει να το παραδεχτεί κανείς κι αυτό, μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος..
  • Έξι…, 100: Τι ήμουν σαν έσερνα τα πόδια μου μέσα στις σκοτεινές μεγάλες πολιτείες; Τι ήμουν σαν πηγαινορχόμουνα στενάχωρα ανάμεσα Ομόνοια και Σύνταγμα; Ένας ίσκιος. Ίσως ένα όνειρο των άλλων.

Η εσωστρέφεια και ο ναρκισσισμός

  • Έξι…, σ. 226-228: … να προχωρείς ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ανάμεσα σε φυσικές ανωμαλίες. […] –Αλήθεια, έζησες πολύ μόνος. – Δεν ξέρω αν είναι η μοναξιά. Πέρασα μια κρίση. Ίσως να ήταν της μοίρας μου. Θυμούμαι, πολύ μικρό παιδί, το ξάφνισμά μου μπροστά σ’ ένα καθρέφτη. Κοίταζα την εικόνα μου: ήταν εγώ[38]; Έπιανα το μέτωπό μου, τον ώμο μου, το χέρι μου. Έλεγα τ’ όνομά μου. Η αμφιβολία μ’ έπνιγε. Αυτός εκεί μέσα, ποιος ήταν; Κι εγώ ποιος ήμουν; […] Μπορεί να υπήρχε κάτι από το ξάφνισμα του ζώου, τότε. Όταν όμως μπόρεσα να χρησιμοποιήσω τη σκέψη του ανθρώπου, το πράγμα έγινε απάνθρωπο. Κοίταζα τον εαυτό μου, έψαχνα: ποιος είμαι; Προσπαθούσα να γυμνώσω την καρδιά μου όσο μπορούσα. Να πάω πιο βαθιά, ακόμη πιο βαθιά. Στο τέλος δεν έβρισκα τίποτε άλλο παρά μια επιφάνεια ίσια, στρωτή, λεία, χωρίς καμιά προεξοχή όπου να μπορεί να σκαλώσει το μάτι. Το απόλυτο κενό και μια φοβερή διαύγεια του μυαλού. Αισθάνεσαι, και βλέπεις τις αισθήσεις σου να πέφτουν εκεί μέσα και να χάνουνται σαν τις σταλαματιές στην άκρη ενός σπάγγου. Σε φωνάζουν, και δεν ξέρεις ποιον φωνάζουν, εκείνον που κοιτάζει, ή εκείνον που αυτός κοιτάζει. Και φτάνεις στο σημείο να παίρνει η παραμικρή σου πράξη τη σημασία μιας θανάσιμης μάχης[39]. Ξέρεις ποιος ήταν ο Νάρκισσος; Ένας άνθρωπος που έβλεπε τον εαυτό του να πνίγεται χωρίς να μπορεί να κινηθεί για να τον σώσει. [...] – Δεν γιατρεύεται κανείς εύκολα από αυτή την αρρώστια. Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει. Στην Ελλάδα έφτασα ως την άκρη. Η μοναξιά γίνεται συχνά συγκατάβαση, όπως το φεγγαρόφωτο. Αισθάνεσαι να σε βασανίζει μια ακατασίγαστη δίψα να ομολογήσεις και δεν υπάρχει τίποτε να ομολογήσεις. Παλεύεις, ή νομίζεις πως παλεύεις, γιατί δεν έχεις πια δύναμη. […] Προσπαθούσα να κρατηθώ από ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, όσο μηδαμινό κι αν ήταν. Έπρεπε να αποκοπώ από το φοβερό μέσα, σαν τα μωρά. […] Ξέρεις γιατί σ΄ αγαπώ; της είπε ακόμη. Γιατί με βοήθησες να πιστέψω στον άλλον άνθρωπο. Προχθές, όταν σμίξαμε στον Καμένο Βράχο και ήταν τόσο δυνατό αυτό που μου έδωσες, μια στιγμή δεν ήμουν τίποτε, απολύτως κανείς, κι έπειτα ξεχωριστός σαν αυτό το χαλίκι. Κοντά σου έμαθα αυτό το ρυθμό: να χάνεται κανείς για να υπάρξει.

 

 

[1] Έξι…, 230. Οι περαιτέρω παραπομπές στο μυθιστόρημα του Σεφέρη ακολουθούν την έκδοση Γ. Π. Σαββίδη (ζ’ ανατύπωση, Ερμής, Αθήνα, 1998).

[2] Δεν είναι σκόπιμο να θίξουμε στην παρούσα μελέτη το πρόβλημα αν το Έξι νύχτες… αποτελεί ή όχι ένα μυθιστόρημα. Για τη συζήτηση αυτή παραπέμπουμε σε όσα έχουν γραφτεί στη σχετική κριτική (Βαγενάς, Μαραγκόπουλος, Beaton κ.ά.); βλ. την παρακάτω βιβλιογραφία.

[3] «Ο Σεφέρης συλλαμβάνει το αίσθημα του ρυθμού ως ένα ιδιόμορφο κύμα λόγου και αισθημάτων που δύναται να εκφράσει την τάξη του σύμπαντος και εξασφαλίζει τη διάρκειά του», Μ. Α. Σοφοκλέους, «Ρυθμολογική οργάνωση στα πεζά του Σεφέρη», σ. 157.

[4] Ακόμη χειρότερο, δεν μπορώ να περιγράψω. Έχω πάντα την εντύπωση πως όταν ονομάσεις κάτι, του φτάνει για να υπάρξει (Έξι…, 7).

[5] Έξι…, σσ. 28, 29.

[6] Έξι…, 26-27.

[7] Πβλ. Έξι…, 63-64.

[8] Συναντάμε επίσης εδώ έξι πρόσωπα (συν άλλο απόν) που προσπαθούν να καταλάβουν την ουσία της ζωής μέσα στην αστάθεια της ύπαρξης.

[9] Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σαν ένα βιβλίο με κενά φύλλα που περιμένουν να γραφούν (βλ. Έξι…, 109). Με τη σειρά του, το σύμπαν αποτελείται είτε από το σύνολο όλων εκείνων των βιβλίων είτε, αν θελήσουμε, από φύλλα που σηματοδοτούν τους ανθρώπους (βλ. Έξι…, 63-64).

[10] Βλ. και «Στα σκοτεινά/ πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»/ Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν. («Τελευταίος σταθμός», Ημερολόγιο καταστρώματος Β’). Βλ. σχετικά με τη επιθυμία και Έξι…, σ. 119-120.

[11] Χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο «μουσικός» με την αρχαία σημασία του.

[12] Βλ. Ηράκλειτος, Απόσπασμα 45.1-2 DK: ψυχ ή ς πείρατα ιώ ν ο υ κ α ν ε ξε ύ ροιο, π ά σαν ε πιπορευ ό μενος o δ ό ν. Ο ύ τω βαθ ύ ν λ ό γον έ χει.

[13] Νάτια Χαραλαμπιδου, «Μια εξερεύνηση…», 104, 105.

[14] Βλ. και Δάντη, Παράδεισος, I, 43 και τα εξής.

[15] Δεν σκοπεύουμε ολωσδιόλου να υπαινιχτούμε καμιά αλληλοεπίδραση ανάμεσα στους δυο συγγραφείς. Απλώς, η συγγένεια της αναζήτησης και των δύο είναι ωφέλιμη για την εξερεύνηση που επιχειρούμε εδώ.

[16] Virginia Woolf, Το ημερολόγιο μιας συγγραφέα, Παρασκευή, 4η Ιανουαρίου 1929 [A Writer’s Diary, edited by Leonard Woolf, The Hogarth Press, London, 1953, p. 141](ρουμανική μετάφραση από τον Mihai Miroiu, Ed. Univers, Bucureşti, 1980, p. 167).

[17] Δοκιμές Β’, σ.246. Βλ. και Δάντη, Παράδεισος, XXXIII, 55-57, 121-122, X, 43-45.

[18] Μα πώς το ξέχασες πως δεν μπορεί να βασιζόμαστε στις υποσχέσεις που μας δίνει ο κόσμος , αφού αλλάζει κάθε φορά που γεννιέται ή πεθαίνει ένας άνθρωπος (Έξι…, 101); Βλ. Έξι…, 119 και Μέρες Α’, σσ. 8, 10.

[19] Η Σαλώμη αντιστοιχεί στο Βιργίλιο, η Λάλα στη Βεατρίκη.

[20] Ώ σπερ κα ι το υ ς καθε ύ δοντας, ο ί μαι, ο Η ρά κλειτος ε ργ ά τας ε ί ναι λ έ γει κα ι συνεργο ύ ς τ ω ν ε ν τ ω κ ό σμ ω γινεμ έ νων(Έξι…, σ. 46). Βλ. Μέρες Α’, 72: Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη τη ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει. Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και τη μοναδική (αφού κανένας άλλος δεν την έχει), που δίνει το χυμό στα έργα μας και τα κάνει όμοια μ’ εμάς, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα.

[21] Βλ. και τους στίχους 31-36 του ποιήματος «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» (Ημερολόγιο καταστρώματος Β’). Βλ. επίσης την αρχή του ποιήματος «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» (Τετράδιο γυμνασμάτων).

[22] Οι εφτά τούτοι νέοι στην Αθήνα, γύρω στη δικτατορία του Πάγκαλου, φαίνουνταν σαν άτονη Βαβέλ. Κάθε προσάναμμα κουβέντας έσβηνε μέσα σε ιδιωτικά επιφωνήματα (Έξι…., σ. 26). Βλ. και Ηράκλειτο, Απόσπασμα 2 DK: δι ό δε ι έ πεσθαι τ ω ξυν ώ · το υ λ ό γου εό ντος ξυνο ύ ζ ώ ουσιν ο ι πολλο ί ω ς ι δ ί αν έ χοντες φρ ό νησιν .

[23] Πβλ. Μέρες Β’, 107: Η αγάπη στο μεγαλύτερο φως της γης, χωρίς τον ίσκιο κανενός αισθησιακού δέντρου. Ο ουρανός είναι φως, η γη είναι φως και ο ορίζοντας είναι ελεύθερος – τίποτε άλλο. Είναι δύσκολο να φτάσει άνθρωπος σ’ αυτό το σημείο .

[24] Έξι…, 124. Υπενθυμίζουμε τις δυο μεταμορφώσεις που υφίσταται η Σαλώμη: α) αποκτά ένα καινούριο όνομα, Μπίλιω, και β) κατόπιν του θανάτου, αντικαθίσταται από τη Λάλα. Η μεταμόρφωση έχει διπλή σημασία: α) στο ποιητικό πλαίσιο (η δημιουργία) και β) στο υπαρξιακό πλαίσιο (η πλάτυνση της ψυχής).

[25] Έξι…, 167. Καθόσον η ταύτιση της Λάλας με τη Βεατρίκη είναι παραδεχτή από τους ερευνητές που έχουν απασχοληθεί μ’ αυτό το θέμα, η Λάλα σηματοδοτεί την άνοδο (μέσω της αγάπης και με αφετηρία τον κόσμο των αισθήσεων που αντιπροσωπεύει στα πρώτα στάδια η Σαλώμη) προς τη θεότητα για την απόκτηση της στερεότητας.

[26] Βλ. Δάντης, Το Καθαρτήριο, XXI, 136(με το σχόλιο του Άρη Μαραγκόπουλου, «Ή Ακρόπολη ως Πουργατόριο», 56-57). Νάτια Χαραλαμπιδου, «Μια εξερεύνηση…» σημ. 128, σσ. 144-145: «Στα σεφεριακά κείμενα, η λέξη ίσκιοι απαντά σε συμφραζόμενα που παραπέμπουν στις αισθήσεις, τις επιθυμίες, το παρελθόν και το θάνατο […]». Στον Καβάφη, οι ίσκιοι συσχετίζονται με τις επιθυμίες των αισθήσεων (Για νάρθουν). Στον Πλάτωνα, η σκιά συσχετίζεται με το κατώτερο επίπεδο των επιθυμιών και προσωποποιείται από την Ελένη.

[27] Πβλ. Μέρες Β’, 65: Το κορμί είναι ο άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι το πνεύμα, και το πνεύμα είναι ο άνθρωπος, και το κορμί είναι ο άνθρωπος και το πνεύμα. Ξέρω πως αν με δικάσουν κάποτε, θα με καταδικάσουν για την sensualité μου, όπως πολλές γυναίκες που βαρέθηκα με καταδικάσανε για την cérébralité μου.

[28] Έξι…, 125.

[29] Έξι…, 228.

[30] Άρη Μαραγκόπουλου, «Σαλπάροντας ένα βράδυ από την Ακρόπολη», σ. 66; Ο ίδιος, «Ή Ακρόπολη ως Πουργατόριο», σσ. 51, 54.

[31] Έξι…, 112: Τα σώματα ξέρουν να συνεννοηθούν καλύτερα; πβλ. Μέρες Α’, 123.

[32] Έξι…, ,16, 18, 102, 103, 111-112, 114; Μέρες Α’, 14. Βλ. και την περιγραφή στη σελίδα 56 (Έξι…). Βλ. ακόμα και τα εξής: Θε έ μου, α υ τ ά πο υ έ μαθα σ ε τ ί θ α μο υ χρησιμ έ ψουν; Α π ό γνωση ν α α ι σθ ά νεσαι π ω ς α ν ή κεις σ’ έ ναν ά λλο κ ό σμο: η σκ έ ψη πο υ σκ έ πτομαι ε ί ναι σωστ ή γι α ό λους, ε κτ ό ς γι α το υ ς σημερινο ύ ς α νθρ ώ πους τ η ς φυλ ή ς μου (Μέρες Α’, 29).

[33] Έξι…, 109. Βλ. και Μέρες Α’, 104 (σήμερα τ΄ απόγεμα στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε επίμονα το πρόβλημα της έκτασης του ανθρώπου μέσα στο χρόνο).

[34] Μέρες Α’, 42.

[35] Η μνήμη του Στράτη άγγιξε ξαφνικά ένα λαβωμένο παλικάρι, που είχε δει μικρός στο χωριό του καθώς το σήκωναν μέσα στα αίματα: «Μπορεί κι αυτό να ήταν εδώ, όλη την ώρα…». Ένα κύμα ρυθμού έσφιξε την ψυχή του: «Παράξενο, πρώτη φορά, ύστερ’ από τόσον καιρό, η μουσική… (Έξι…, 65-6).

[36] «Τα καμώματα» (Έξι…, 7).

[37] Τα μάρμαρα της Ακρόπολης χρησιμεύουν, όπως το έχουμε ήδη διαπιστώσει, για να σηματοδοτήσουν το παρελθόν. Επισημαίνουμε επίσης ότι η ιδέα της μεταμόρφωσης λειτουργεί ως το τέλος της μυητικής πορείας του Στράτη.

[38] Για το καθρέφτη, θα μπορέσει κανείς να βρει παρεμφερείς στοχασμούς και στο ημερολόγιο του Amiel. Το θέμα της ταύτισης του αντικειμένου με το υποκείμενο που στοχάζεται εμφανίζεται και στα εξής: „le sujet s’étudiant lui-même se fait objet, lequel peut rendre objet le sujet à son tour, lequel peut prendre pour objet les deux à la fois et ainsi de suite” (Jurnal intime, 20η Φεβρουαρίου 1849) και „je suis une réflexion qui se réfléchit comme deux glaces en face l’une de l’autre” (Jurnal intime, 19η Απριλίου 1876).

[39] Πβλ. Το πιο ασήμαντο πράγμα, μ’ ένα γρήγορο ειρμό εικόνων, εξισωνότανε με το πιο σημαντικό, όπως λ.χ., να βλέπεις άνθρωπο να ξυρίζεται ή έναν άνθρωπο να πεθαίνει… », Μέρες Α’, σ. 130.