Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Κωνσταντίνος Μπόμπας

"Ουτοπικές συνιστώσες των πρωτοποριακών κινημάτων του 20ου αιώνα: Θέματα και παραλλαγές στην ελληνική νεωτερική ποίηση".

Η «Ουτοπία» αναπτύχθηκε κυρίως ως λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό είδος κατά την Αναγέννηση και στη συνέχεια (More, Bacon, Campanella), ενώ η αρχική πραγμάτευση του θέματος ανάγεται στην πλατωνική φιλοσοφία.

Η ουτοπική σκέψη θα γνωρίσει μια ιδιαίτερη ακμή κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (Fourier, Saint-Simon, Owen) με τη δημιουργία θεωριών που, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσβλέπουν σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ή, ακόμη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θέτουν τα θεμέλια για την απελευθέρωση της φαντασίας και την υπέρβαση της πραγματικότητας.

Δεν είναι τυχαίο ότι όρος εμφανίζεται στην περίοδο εκείνη που χαρακτηρίζεται ως νεώτερη (moderne), την εποχή του Ουμανισμού και της εκ νέου ανακάλυψης της ελληνο-ρωμαϊκής αρχαιότητας. Μια νέα εποχή αρχίζει, είναι προφανές ότι η σύσταση μιας άλλης κοινωνίας θα πρέπει να προταθεί η οποία να βασίζεται σε δεδομένα ή εν τέλει να εμπνέεται από τις πραγματώσεις του αρχαίου κόσμου. Εκτοτε, η ουτοπία διαμέσου της φύσης της ως διανοητικής κατασκευής, αναπτύσσεται με μια προσπάθεια προς την διαμόρφωση προτύπων τα οποία, κατά τρόπο γενικό, θα εντάσσονταν σε δύο κατηγορίες : μια κατηγορία όπου η ουτοπία προσδιορίζεται ιστορικά, πολιτιστικά και κοινωνικά σε μία ή από μία δεδομένη εποχή, και μια άλλη η οποία υπερβαίνει αυτούς τους ορίζοντες για να τοποθετηθεί σε ένα χώρο απροσδιόριστο, ασαφή, τουλάχιστον σε μια πρώτη προσέγγιση.

Η λέξη ουτοπία, ως γνωστό, είναι μια επινόηση-δημιουργία του ουμανιστή Thomas More την οποία χρησιμοποιεί στον τίτλο του έργο του : Libellus vere aureus nec minus salutaris quam festivus de optimo Reipublicae statu , deque nova insula Utopia, το 1516. Στα ελληνικά, η λέξη που θα μπορούσε εννοιολογικά και ετυμολογικά να είναι συγγενής με τη δημιουργία του θα ήταν η ατοπία η οποία μεταξύ άλλων σημαίνει φύση εξαιρετική, παράξενη, παράδοξη... σε συγγραφείς όπως ο Αριστοφάνης, ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης... Ο More επινοεί επίσης μια άλλη λέξη, ευτοπία, που χρησιμοποιεί στο ποίημα-προμετωπίδα του κειμένου του το οποίο είναι και το ιδιαίτερο όνομα του νησιού, όταν αναφερόμαστε σε αυτό γενικά, η ουτοπία δεν είναι ουσιαστικά παρά ένα τοπωνύμιο[1].

Η διττή αυτή λεξικολογική παρουσίαση του όρου θα αντιστοιχούσε, μετά από μια συνολική θέωρηση, στην εξέλιξη των ουτοπικών κειμένων και στο είδος στο οποίο ανήκουν από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας. Παρά τις δυσκολίες ενός ορισμού, η ουτοπία, από την εμφάνισή της με τον Thomas More που την προσδιορίζει ειδολογικά, αλλά και αναδρομικά, αναπτύσσεται είτε με τη μορφή ενός λογοτεχνικού είδους, είτε με τη μορφή μιας κοινωνικο-πολιτικής ή φιλοσοφικής πραγματείας ή ακόμη και με τις δυο μορφές ταυτόχρονα. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ευτοπία, ο χώρος στο σύνολό του, αναφέρεται περισσότερο στο λογοτεχνικό είδος – κάποτε και στο εσωτερικό ενός έργου, λαμβάνοντας τη διάσταση πλαισιωμένων αφήγησεων, εγκιβωτισμών – και η ουτοπία αναφέρεται κυρίως σε κοινωνικο-πολιτικές πραγματείες και στη δομή των κοινωνίων, χωρίς βέβαια να αποκλείεται, και η εμφάνιση λογοτεχνικών παρεκβάσεων-νησίδων στα πλαίσια αυτά. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τις δυο αυτές προοπτικές, λεξικολογική και κειμενική θα λέγαμε ότι η σταθερά της ουτοπίας είναι η κοινωνικο-πολιτική της διάσταση και η μεταβλητή της μορφή είναι η λογοτεχνική της διάσταση η οποία υπογραμμίζει διαφορετικά κάθε νέα έκφραση[2].

Σε κάθε περίπτωση είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξει οριστική ταξινόμηση των κειμένων εξαιτίας των πολυάριθμων εκφραστικών δεδομένων και των κατηγορίων που προκύπτουν. Η μόνη δυνατότητα που απομένει για να ανιχνευθούν τα ουτοπικά στοιχεία ενός κειμένου είναι μια αξιωματική διατύπωση η οποία θα βασιζόταν κατ'εξοχήν σε θέματα περιεχομένου και λίγοτερo σε μορφικές συντεταγμένες[3]. Το βασικό κριτήριο θα ήταν η συμμετοχή ή μη της ανθρώπινης προσπάθειας στην δημιουργία ενός ουτοπικού περιβάλλοντος καθώς και η ύπαρξη μιας κοινωνικής διάστασης. Στην περίπτωση αυτή, η ουτοπία λειτουργεί ως προβολή ενός κοινωνικο-πολιτικο-φιλοσοφικού συστήματος στο οποίο η ανθρώπινη συμμετοχή προέρχεται εκ των έσω, από μια πραγματικότητα, από πρακτικές που δημιουργούν έναν αντικειμενικό χώρο. Αντίθετα, η ευτοπία, θα λειτουργούσε με εφαλτήριο τη λογοτεχνική-καλλιτεχνική δημιουργία της οποίας ο κινητήριος μοχλός τοποθετείται σε ένα εξωτερικό περιβάλλον, στο χώρο του φαντασιακού, προτείνοντας μια νοητική περιοχή.

Ωστόσο, υπάρχουν εκφράσεις οι οποίες συναίρουν σε μια νέα σύνθεση τα δύο αυτά πεδία με αποτέλεσμα μια υβριδική αλλά συνειδητή έκφανση της ουτοπικής διατύπωσης. Πρόκειται στις περισσότερες των περιπτώσεων για καλλιτεχνικά κινήματα ή κάποτε και για μεμονωμένα εγχειρήματα τα οποία διατυπώνουν κατά τρόπο σαφή τις κοινωνικές προεκτάσεις και διεκδικήσεις στους προγραμματικούς τους στόχους. Στην κατηγορία αυτή θα εντάσσονταν τα πρωτοποριακά κινήματα του 20ου αιώνα, όπως ο φουτουρισμός, ο ντανταϊσμός και στη συνέχεια ο υπερρεαλισμός ο οποίος αντλεί από το σύνολο προγενέστερων κινημάτων στοιχεία της φυσιογνωμίας του. Πράγματι, τα πρωτοποριακά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά, κινήματα του 20ου αιώνα εκδηλώνονται με μια κοινή επιχειρηματολογία η οποία βασίζεται στην πεποίθηση ότι το μέλλον θα μένει δέσμιο του παρελθόντος αν δεν υπάρξει μια βίαιη αλλά σωτήρια σύγκρουση μαζί του[4]. Η καταστροφική και η δημιουργική πνοή συνυπάρχουν, η ουτοπία και η νέα πραγματικότητα εμπνέονται από την απόρριψη του παρελθόντος, από την ανατροπή προγενέστερων καλλιτεχνικών δεδομένων και της τρέχουσας λογικής. Ο,τι χαρακτηρίζει τις πρότασεις αυτές είναι η ομαδική και όχι η ατομική δράση για την δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας για όλη την ανθρώπινη κοινωνία[5]. Αυτό είναι προφανές σε κάθε πρωτοποριακή έκφραση με διαφορετικές τις διαδραματιζόμενες εκδηλώσεις, ακόμα και σε εκείνες όπου μια ουτοπική διάσταση θα παρουσιαζόταν αντιφατική με τις άρχες τους. Είναι η περίπτωση του υπερρεαλισμού όπου το ουτοπικό δεν αποδίδει μια υπερχρονική, υπερβατική πραγματικότητα αλλά μια προσπάθεια να εγγραφεί στον παρόντα χρόνο ένας μελλοντικός παράδεισος[6], η υλοποίηση μιας απτής ανθρώπινης ουτοπικής κοινωνίας[7]. Στην ίδια προοπτική θα μπορούσαν ακόμη να τοποθετηθούν ζητήματα όπως οι γλωσσικές διερευνήσεις του υπερρεαλισμού, η αυτόματη γραφή, όρος για την μετάθεση σε έναν χρόνο πριν την Βαβέλ, σε μια παραδεισιακή γλώσσα κατανοητή από όλα τα όντα της δημιουργίας. Η «υπερρεαλιστική επανάσταση» ανελίσσεται με μια διπλή φορά, ριζωμένη στο παρελθόν του μύθου και της παράδοσης τείνει προς ένα συνολικό ουτοπικό μέλλον όπου τα δύο αυτά στοιχεία συνενώνονται[8]. Στον ελληνικό υπερρεαλισμό ένας από τους ποιητές που, κατά τρόπο παραδειγματικό, εκφράζει μια υλοποιημένη ή προς υλοποίηση ουτοπική σκέψη αντλώντας στοιχεία από την ελληνική παράδοση[9] είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος. Στην ποίησή του υπάρχουν ποιήματα όπου η ουτοπική σκέψη άμεσα παρούσα βεβαιώνει την ουσιαστική αλλαγή του κόσμου :

Σινώπη
Είναι το όνομα
- το επίσημο -
Της «Πόλεως σύννεφο»
Της και «Πόλεως των Πυρκαϊών» λεγομένης
Που βρίσκεται κάπου κατά
Την
Νότιον Αμερική

Η υδάτινη
Και μάλλον ελληνιστικού πολιτισμού
Αυτή πόλις
Αιωρείται στους ουρανούς
Σαν σκυτάλη
[...]
Κατά την διάρκεια ανασκαφών
Ανευρέθη κάποτες αναμεσίς των ερειπίων
Κι ένα παράξενο ποίημα
- εκείνης της εποχής -
Γραμμένο επί χάρτου κοινού
Με σιδηρούς
Και χαλκούς αρμούς εναλλάξ
Και μελάνην δακρύων
[...]
Το ποίημα απεδόθη
- αρχικώς -
Στον μέγαν
Ισίδωρον Ducasse
Όπου έτυχε να κατάγεται από
Κείνα τα μέρη

Κατόπιν – όμως – ωρίμου σκέψεως
Απεδόθη οριστικά
- και αμετακλήτως
Πλέον –
Σε κάποια γυναίκα λεγομένη
Ωραία Κυρία
Γνωστοτέραν μάλλον υπό
Το ξενικόν αυτής
Όνομα
Bella donna

Οι αποσπασματικοί αυτοί στίχοι από το ποίημα «Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών»[10], γραμμένο το 1939, οριοθετούν τη φυσιογνωμία της ιδεατής-πραγματικής πόλης για τον ποιητή η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά μιας νεφελοκοκκυγίας, μιας πόλης σύννεφο ελληνικού πολιτισμού που βρίσκεται στη Νότιο Αμερική και είναι κατασκευασμένη από νερό. Επαναλαμβανόμενο θέμα στον Εγγονόπουλο είναι η γεωγραφική θέση των χώρων, πόλεων, και των γεγονότων που εκεί εξελίσσονται, στη Λατινική Αμερική με το μόνιμο συμφυρμό ελληνικών τόπων[11]. Η επιλογή αυτή δεν θα ήταν άμοιρη μιας ολόκληρης παράδοσης ουτοπικών κειμένων – Βολταίρος, Ιούλιος Βερν...[12] – και της ανάπτυξης ενός φαντασιακού πεδίου από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου ο οποίος θέλγει ιδιαίτερα τους υπερρεαλιστές στην ανίχνευση των ενστικτωδών στοιχείων μιας πρωτόγονης κοινωνίας[13]. Με τον τρόπο αυτό έχουμε μια σταθερή πολιτιστική-γεωγραφική επιστρωμάτωση η οποία οδηγεί στην χωρίς όρια διεύρυνση της τοπικής διάστασης. Επιπροσθέτως, δύο στοιχεία τα οποία διατρέχουν όλο το έργο άλλωστε του Εγγονόπουλου, συμπληρώνουν την εικόνα της ουτοπικής-πραγματικής πόλης: το θέμα της ποιητικής δημιουργίας, απαραίτητος παράγων της ζωής, και η καταλυτική παρουσία του έρωτα υπό τη μορφή μιας γυναίκας – Bella donna – εφαλτήριο για την πραγμάτωση της τέχνης[14].
Η δημιουργική συμβολή της τέχνης και του έρωτα στη σύσταση μιας νέας πραγματικότητας είναι επίσης βασικά θέματα της ποίησης του Ανδρέα Εμπειρίκου ο οποίος στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής Οκτάνα (1965) μας δίνει το συγκεκριμένο ορισμό της υπερρεαλιστικής ουτοπίας:

Οκτάνα θα πει η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη
και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και της ψυχής.
[...]

Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ,
Είναι αξιοπρόσεχτη η αναφορά, ήδη στον τίτλο, της Μπραζίλια, που για μια ακόμη φορά παραπέμπει στον υπερρεαλιστικό ουτοπικό χώρο της Λατινικής Αμερικής, παρά το γεγονός ότι και άλλες πόλεις αναφέρονται με έντονη ιδεολογική και πολιτισμική χροιά. Αλλά εδώ πρόκειται για μια άρνηση της ουτοπικής-εξωτικής ανεκπλήρωτης προοπτικής, με απόλυτη τη βεβαιότητα εκγκαθιδρύσεως της νέας παγκόσμιας πόλης. Η εμπειρίκια Οκτάνα – η οποία εμπεριέχει και τις ανάλογες αρχιτεκτονικές καταβολές[15] – κείται σε έναν ενδιάμεσο χώρο όπου όλα τα στοιχεία είναι ταυτόχρονα παρόντα:

Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο
κάνει.
[...]
Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρό-
φως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μιαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθε-
ξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκ-
στάσει συντελείται.

Το χαρακτηριστικό της παγκόσμιας αυτής πολιτείας[16] είναι η θέση της σε ένα όριο το οποίο λειτουργεί ως σημείο συγχώνευσης όλων των δεδομένων καταστάσεων. Η καινοτομία της εμπειρίκιας ουτοπίας είναι ότι υπάρχει εκεί όπου οι άλλες ουτοπίες τελειώνουν, δηλαδή στο όριο που χωρίζει τον ευτυχή χώρο από την υπόλοιπη δυστυχισμένη πλάση, μια γραμμή, ένα σημείο που εμπεριέχει το σύνολο των στοιχείων.
Δεν απαντάται πάντα στην ουτοπική προβολή της ποίησης του Εμπειρίκου η έννοια του νησιού αλλά κυρίως ενός περιχαρακωμένου χώρου με κυμαινόμενα, επάλληλα όρια όπως, αίφνης, είναι σαφές στην ποίηση του Ελύτη των αδρών υπερρεαλιστικών αρχών. Είναι γνωστή η σημασία του νησιού στον Ελύτη, ανάμεσα στα ποιήματά του θα τον αναγνωρίσουμε και ως ιδιοκτήτη ή καλύτερα δημιουργό ενός νησιού που φέρει το όνομά του : «Ελυτόνησος, κοινώς Ελυτονήσι» όπως είναι ο τίτλος ενός ποιήματος από τα Ετεροθαλή[17]. Και η ουτοπία είναι ένα πεδίο που του είναι οικείο και προσφιλές: «Ουτοπία: Μπορεί, γιατί όχι: Μια εκδοχή ανάμεσα στις άλλες είναι κι αυτή, μόνο που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες.

[...]. Ας υπάρχει κι ένας που να διατηρεί το δικαίωμα να προσβλέπει σε αυτά που δεν υπάρχουν, αλλά θα έπρεπε και θα μπορούσαν να υπάρχουν.»[18]

Ωστόσο, στην ποίησή του, στο Αξιον Εστί[19] συγκεκριμένα, υπάρχει ένας νεολογισμός που ανταποκρίνεται τόσο στην κοσμο-θεωρητική αντίληψη της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, όσο και στην ανάπτυξη μιας ορισμένης, ενδεχομένως, ουτοπικής σκέψης σε συνδυασμό με μια νησιωτική ιδιοτυπία:

Πάρετέ μου τα όνειρα, πώς να διαβάσετε;
Πάρετέ μου τη σκέψη, που να την πείτε;
Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.
Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.
Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.
Τις ιδέες μου όλες ενησιώτησα.
Στη συνειδησή μου έσταξα λεμόνι.

Πρόκειται, προφανώς, για τη λέξη ενησιώτησα της οποίας μια πρώτη λεξιλογική προσέγγιση θα μας οδηγούσε στη σημασία του γίνομαι νησί, μετατρέπω, μεταμορφώνω κάτι σε νησί, ίσως κατ' αναλογία με το ρήμα ζωγραφίζω[20]. Η νεολογική δραστηριότητα του ποιητή διαγράφει την πορεία των δρόμων της έμπνευσής του, όπως όταν μιλώντας για την «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων» αναφέρεται στην αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στα φυσικά και τα πνευματικά φαινόμενα[21]. Μια ιδέα που μεταπλάθεται σε νησί, σε νησί του Αιγαίου, της Μεσογείου, της θάλασσας, θα μπορούσε να είναι η υλοποίηση της ουτοπικής σκέψης του Ελύτη διαμέσου της δημιουργίας μιας νέας λέξης που αντιστοιχεί στη σύσταση ενός νέου κόσμου. Κατά συνέπεια, συναντάμε στους στίχους αυτούς την ίδια διαδικασία που οδήγησε τον Thomas More στην επινόηση της λέξης ουτοπία, ένας νεολογισμός που αντιστοιχεί σε μια αντίληψη του κόσμου, μια ιδέα η οποία πραγματώνεται με την ανθρώπινη προσπάθεια σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Και ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται η διαφορά· για τον Ελύτη, όπως καταφαίνεται και γενικότερα από τη χρήση της έννοιας του νησιού στην ποίησή του, ο χώρος δεν προσδιορίζεται, έχει αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά που πηγαίνουν βαθιά στην ελληνική παράδοση και φύση αλλά είναι στη διακριτική ευχέρεια του ανθρώπου η δημιουργία ή η επαναδημιουργία του[22]. Τέλος, η ενέργεια ή η υλοποίηση του νησιωτίζω είναι εφικτή σε ένα περιβάλλον όπου ο έρωτας και η τέχνη έχουν δεσπόζουσα θέση.

Οι ευτοπικές-ουτοπικές εκφράσεις που προσεγγίστηκαν στους τρεις αυτούς ποιητές, εκ των οποίων ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος ενστερνίζονται αμεσότερα ζητήματα που ανήκουν στις πρωτοποριακές αναζητήσεις, ο Ελύτης, κατά τρόπο πιο έμμεσο, όντας εγγύτερος σε μοντερνιστικές διατυπώσεις, παρουσιάζουν ορισμένα κοινά στοιχεία τα οποία καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Η δυναμική παρουσία της τέχνης και του έρωτα είναι αδιαμφισβήτητοι παράγοντες σε όλους τους ποιητές για τη δημιουργία ενός χώρου ο οποίος αν και θεμελιωμένος σε μια ουτοπική έμπνευση διεκδικεί ανυπερθέτως την πραγματική του υπόσταση. Οι διαφοροποιήσεις αφορούν στη σύνθεση και στην λειτουργικότητα των χώρων οι οποίοι σε γενικές γραμμές ακολουθούν τις αρχές της ουτοπίας, προτείνοντας όμως μια διάσταση η οποία διαχωρίζεται από τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και γεωγραφικές συντεταγμένες, τέμνοντας μια νέα τοπογραφία.

Η πρόταση του Εγγονόπουλου στο εν λόγω ποίημα διατηρεί το σχήμα της πόλης, μιας υδάτινης πόλης που προσιδιάζει σε μια νησιωτική επούρανια έκταση με καθορισμένο γεωμετρικό περίγραμμα. Εντούτοις, δεν είναι αυτή η ουτοπική σταθερά της ποίησης του αλλά η ταυτόχρονη παρουσία πολλαπλών γεωγραφικών δεδομένων με πολιτιστικό υπόβαθρο την ελληνική παράδοση. Ο ουτοπικός χώρος του Εγγονόπουλου κινείται γεωγραφικά παραμένοντας σταθερός πολιτισμικά, η κίνηση μιας ακινησίας — ο απτός νέος κόσμος του ποιητή βασίζεται στα γεωγραφικά επιτεύγματα μιας μετα-ποιημένης παράδοσης.

Στον Ελύτη, θα αναγνωρίζαμε μια ανάλογη μορφή, όπου η ελληνική παράδοση είναι παρούσα, αλλά η διαδικασία πραγμάτωσης της ουτοπικής σκέψης αναπτύσσεται αρχικά με ίδια μέσα για να συναντήσει στη συνέχεια το ελληνικό στοιχείο, παρουσία η οποία δεν προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα. Πρόκειται για μια συνάντηση της ανθρώπινης και της φυσικής γεωγραφίας, οι οποίες κινούνται με την ίδια ταχύτητα και στο κομβικό τους σημείο αναδύεται το νησί-ουτοπία-πραγματικότητα του Ελύτη που δρα ως κεντρομόλα δύναμη.
Αντίθετα, στον Εμπειρίκο υπάρχει μια φυγόκεντρη τάση η οποία τοποθετείται στην περιφέρεια της ιδεατής-εφικτής πολιτείας και έχει ως άμεση συνέπεια τη διαρκή της επέκταση ώστε να περικλείσει όλη την οικουμένη. Ενας χώρος του οποίου τα όρια ανατρέπονται διαρκώς, μια κατάργηση που στηρίζεται σε μια εις το διηνεκές νέα οριοθέτηση, με τό όριο να αυτοαναιρείται από τη συγχώνευση των στοιχείων που το περιβάλλουν, αν δεν υπάρχει νησί στον Εμπειρίκο είναι γιατί όλη η θάλασσα ως νησί είναι παρούσα, ένας "παφλασμός κυμάτων επαλλήλων"[23].

Ο,τι παρατηρείται στην προσέγγιση αυτών των ποιητών – η επιλογή θα μπορούσε να είναι ευρύτερη, προσθέτοντας και άλλα επιμέρους θέματα – όπου οι πρωτοποριακές αναζητήσεις εντοπίζονται εμφανώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι πώς η ουτοπική γραφή αναπτύσσεται γύρω από την έννοια μιας νησιωτικής ιδιομορφίας, ή σε κάθε περίπτωση ενός περιχαρακωμένου αλλά διαρκώς επεκτεινόμενου χώρου. Η έννοια αυτή έχει τόσο μεγάλη σημασία ώστε ήδη στο κείμενο του Thomas More, η ουσιαστική και πρώτη πράξη του Utopus, του ιδρυτή της Ουτοπίας ήταν να χωρίσει το χώρο από ό,τι τον περιέβαλε, μεταμορφώνοντάς τον σε νησί. Ομως, όλα τα νησιά και κατ'επέκταση οι απομονωμένοι χώροι δεν παρουσιάζονται και δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν εκείνα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με μια ιστορία, με μια παράδοση, με μια κοινωνία και άλλα όχι. Αν ανατρέξουμε σε γεωγραφικούς όρους, θα λέγαμε ότι διαγράφονται δύο είδη νησιών, τα ηπειρωτικά νησιά και τα ωκεάνεια νησιά. Τα πρώτα χωρίστηκαν από την ηπειρωτική χώρα μετά από ένα σεισμό ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο, τα δεύτερα αναδύονται απευθείας στη μέση της θάλασσας. Μια πράξη διαχωρισμού για τα ηπειρωτικά νησιά, μια πράξη δημιουργίας εκ του μηδενός ή μια επαναδημιουργία για τα ωκεάνεια νησιά, η οποία προσδιορίζει την φύση τους διαμέσου μιας συγκεκριμένης κίνησης[24].

Αν εγγράφαμε τον διττό αυτό ορισμό των νησιών στα πλαίσια των ουτοπικών συμφραζομένων της πρωτοπορίας θα διακρίναμε ότι ο νησιωτικός διαχωρισμός ανταποκρίνεται κυρίως σε έναν ουτοπικό χώρο ο οποίος βασίζεται σε υπάρχουσες ήδη δομές και έχει ως στόχο τη βελτίωση, την τελειοποίησή τους χρησιμοποιώντας μια κριτική, άλλοτε ήπια, άλλοτε βίαιη : είναι ο κοινωνικο-πολιτικο-φιλοσοφικός χαρακτήρας της ουτοπίας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η δυνατότητα της εκ του μηδενός δημιουργίας ή επαναδημιουργίας με στόχο εξ αρχής την τελειότητα: είναι ο ευτοπικός χαρακτήρας που πηγάζει άμεσα από το χώρο της φαντασίας και πραγματώνεται σε μια απόλυτη νησιωτική ιδιομορφία. Σπάνια όμως, αν όχι ανύπαρκτα, είναι τα ποιήματα που θα μπορούσαν να ανήκουν αμιγώς στην μια ή την άλλη κατηγορία, πρόκειται για εκφράσεις όπου διασταυρώνεται ένας μεγάλος αριθμός δυνατοτήτων διαμέσου πολλαπλών συνδυασμών, εγγενών σε κάθε ποιητική ιδιοσυγκρασία που λειτουργεί ταυτόχρονα με τις δύο αυτές προοπτικές. Κατά συνέπεια, στη νεωτερική νεοελληνική ποίηση αλλά και πέραν αυτής θα ήταν προτιμότερο να μιλούσαμε για ατοπικές συνιστώσες αντικαθιστώντας τα προθέματα ου ή ευ με αυτό το α που δεν θα είναι βέβαια το στερητικό αλλά εκείνο, το όχι τόσο συχνό, αθροιστικό α, το α της δημιουργίας. Πράγματι, τα ποιήματα αυτά δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να παράγουν ένα περιβάλλον πολυδιάστατο, πολλαπλών χώρων όπου όλα συντίθενται σε μια νέα αρμονία. Ο ποιητής δημιουργεί τους χώρους αυτούς έχοντας ως αρχή ότι η ουτοπική πραγματικότητα είναι μια παραγωγή λόγου και για να επανέλθουμε στην πλατωνική καταγωγή της ουτοπίας, είναι μία εν λόγοις κειμένη παραγωγή[25].

Η πραγματικότητα του χώρου που δημιουργείται οφείλεται στη δύναμη του παρόντος λόγου, ένας χώρος ζωής για την ουτοπία που δεν διαφοροποιείται από μια αέναη κίνηση, στη συμβολή μιας τάσης φυγής και ενός εφήμερου χώρου.

Κωνσταντίνος Μπόμπας
Université Charles de Gaulle – Lille 3


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

BRETON A., Œuvres Complètes, III, Gallimard-Bibliothèque de la Pléiade, Paris 1999.
DELEUZE G., L’île déserte et autres îles, Minuit, Paris 2002.
MARIN L., Utopiques : jeux d’espaces, Minuit, Paris 1973.
Mélusine, τχ. 7, 1985.
ROUVILLOIS F., L’utopie, GF-Flammarion, Paris 1998.
TOWER SARGENT L. – SCHAER r., Utopie, La quête de la société idéale en Occident, BNF/Fayard Paris, 2000.
VERNE J., Les Cinq cents millions de la Bégum, Les Œuvres, XV, Rencontre, Genève s.d.
VOLTAIRE, Candide ou l’Optimisme, The Voltaire Foundation Taylor Institution, Oxford 1980.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α., Ο Εγγονόπουλος του Μπολιβάρ , Νίκος Εγγονόπουλος : Ωραίος σαν Ελληνας, Ιδρ. Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1996.
ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ Γ., Η Ελληνική Πρωτοπορία, Νικόλας Κάλας – Θεόδωρος Ντόρος, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005.
ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ Ν., Ποιήματα, Α', Ικαρος, Αθήνα 1985.
ΕΛΥΤΗΣ Ο., Εν Λευκώ, Ικαρος Αθήνα 1992.
ΕΛΥΤΗΣ Ο., Τα Ετεροθαλή, Ικαρος Αθήνα 1980.
ΕΛΥΤΗΣ Ο., Το Αξιον Εστί, Ικαρος Αθήνα 198514.
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α., Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες, Αγρα, Αθήνα 1984.
Εντευκτήριο, τχ. 5, 1988 – τχ. 23-24, 1993
ΛΙΓΝΑΔΗΣ Τ., Το Αξιον Εστί του Ελύτη, Πορεία Αθήνα 19999.
ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, Les Belles Lettres, Paris 1970.
Χάρτης, τχ. 17-18, 1985 – τχ. 25-26, 1988.

 

[1] Πρβλ. σχετικά με την προέλευση των νεολογισμών αυτών και τις σημασιολογικές τους προεκτάσεις, L. MARIN, Utopiques  : jeux d ’espaces, Minuit, Paris 1973, σ. 118 κ. εξ.

[2] Συχνά στη σχετική βιβλιογραφία για την ουτοπία, ο όρος ευτοπία εκλαμβάνεται ως η έκφραση μιας ιδεατής κοινωνίας με διαφορετικές μορφές, βλ. L. TOWER SARGENT « Utopie, thèmes et variations », Utopie, La quête de la société idéale en Occident, BNF/Fayard Paris, 2000, σ. 20.

[3] Πρβλ. F. ROUVILLOIS, L’utopie, GF-Flammarion, Paris 1998, σ. 17 και σ. 21.

[4] Πρβλ. R. SCHAER, « Avant-gardes et utopie au XXe siècle », Utopie, la quête de la société idéale en Occident, ό.π., σ. 273.

[5] Πρβλ. σχετικά με το θέμα αυτό Γ. ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ, Η Ελληνική Πρωτοπορία, Νικόλας Κάλας – Θεόδωρος Ντόρος, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σ. 11 κ. εξ.

[6] Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Μπρετόν γράφει ένα ποίημα για τον Fourier, τον Γάλλο θεωρητικό της ουτοπίας του 19ου αιώνα, με στόχο να τοποθετηθεί απέναντι στις ουτοπιστικές αρχές του. Βλ. A. BRETON, « Ode à Charles Fourrier », Œuvres Complètes, III, Gallimard-Bibliothèque de la Pléiade, Paris 1999, σσ. 349-363.

[7] Πρβλ. H. BEHAR, P. MOURIER-CASILE, « Le vent du souvenir et de l’avenir », Mélusine, τχ. 7, 1985, σσ. 9-11.

[8] Ο.π. σ. 12.

[9] Για την σημασία της παράδοσης στον Εγγονόπουλο, βλ. Δ. Ι. ΙΑΚΩΒ, Εντευκτήριο, τχ. 5, 1988, σ. 42.

[10] Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ποιήματα, Α', Ικαρος, Αθήνα 1985, σσ. 95-97.

[11] Το πλέον κλασικό παράδειγμα, είναι ο Μπολιβάρ, όπου η νοτιοαμερικανική παρουσία αντανακλά όλη τη μυθική-ουτοπική διάσταση του ποιήματος. Για τη λειτουργία χωρών και πόλεων της Λατινικής Αμερικής, πρβλ. Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, Ο Εγγονόπουλος του Μπολιβάρ, Νίκος Εγγονόπουλος: Ωραίος σαν Ελληνας, Ιδρ. Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1996, σ. 59.

[12] VOLTAIRE, Candide ou l’Optimisme, The Voltaire Foundation Taylor Institution, Oxford 1980, σσ. 187-188., J. VERNE, Les Cinq cents millions de la Bégum, Les Œuvres, XV, Rencontre, Genève s.d., σσ. 60-65.

[13] Η Λατινική Αμερική και οι προκολομβιανές κοινωνίες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην υπερρεαλιστική έμπνευση, πρβλ. A. REGIS, « Des Hommes en travers du mythe », Mélusine, τχ. 7, σ. 69.

[14] Για μια λεπτομερή ανάλυση του ποιήματος, βλ. Ι. ΖΑΜΑΡΟΥ, «Πρώτα σχόλια στην Σινώπη-Νεφελοκοκκυγία», Χάρτης, τχ. 25-26, 1988, σσ. 50-68.

[15] Για τη γεωμετρική-αρχιτεκτονική σημασία της λέξης Οκτάνα βλ. Δ. ΛΙΑΡΟΣ, «Ο ερχομός και η ανάγκη των νέων παραδείσων», Χάρτης, τχ. 17-18, 1985, σ. 600 και σημ. 8.

[16] Πρβλ. επίσης σχετικά με την ουτοπική διάσταση στην Οκτάνα το άρθρο του Γ. ΧΟΥΛΙΑΡΑ, «Οκτ[ω κ]α[ι έ]να στίγματα ενός προσωπικού χάρτη του Ανδρέα Εμπειρίκου», Χάρτης, τχ. 17-18, 1985, σσ. 722-724.

[17] Ο. ΕΛΥΤΗΣ, Τα Ετεροθαλή, Ικαρος, Αθήνα 1980, σσ. 50-53.

[18] Ο. ΕΛΥΤΗΣ, Εν Λευκώ, Ικαρος, Αθήνα 1992, σ. 345 και σ. 349.

[19] Ο. ΕΛΥΤΗΣ, Το Αξιον Εστί, Τα Πάθη, ΙΓ, Ικαρος Αθήνα 198514, σ. 56.

[20] Βλ. Τ. ΛΙΓΝΑΔΗΣ, Το Αξιον Εστί του Ελύτη, Πορεία Αθήνα 19999 , σ. 24. Για τον Λιγνάδη το ρήμα σημαίνει «έδωσα στις ιδέες μου την πνευματική τους γεωγραφία», σ. 196.

[21] Ο. ΕΛΥΤΗΣ, Εν Λευκώ, ό.π. σ. 303.

[22] Η έννοια του χαμένου παραδείσου λανθάνει στους στίχους αυτούς όπως και σε άλλα ποιήματα του Ελύτη. Πρβλ. σχετικά, Τ. ΠΟΛΙΤΗ, «Το παιχνίδι του κόσμου, το παιχνίδι της ποίησης και ο παίκτης», Εντευκτήριο, τχ. 23-24, 1993, σσ. 70-71.

[23] Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, « Ράγκα-Παράγκα ή Οταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν », Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες, Αγρα, Αθήνα 1984, σ. 95. Ας σημειωθεί ότι σχετικά με την ουτοπική διάσταση στον Εμπειρίκο, Ο Μέγας Ανατολικός, στο σύνολό του, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο ανίχνευσης με ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

[24] Βλ. G. DELEUZE, « Causes et raisons des îles désertes », L’île déserte et autres textes, Minuit Paris 2002, σ. 12.

[25] ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, ΙΧ, 592, Α-Β.