Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Manuel Serrano

Το γλωσσικό ζήτημα στο έργο του Γ. Βιζυηνού

Στην Α. Zimbone

Είναι γνωστό ότι η προσωπικότητα και η λογοτεχνική δημιουργία του Βιζυηνού εξελίσσονται σε μία από τις σημαντικότερες φάσεις της γλωσσικής διαμάχης, δηλαδή στο τελευταίο τέταρτο του ΙΘ΄ αιώνα και, συνεπώς, το έργο του επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από αυτό[1].

Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης ή Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη, μικρό χωριό της Ανατολικής Θράκης το 1849[2]. Μόλις σε ηλικία πέντε ετών πέθανε ο πατέρας του εγκαταλείποντας μία οικογένεια τεσσάρων παιδιών και τη γυναίκα του έγκυο. Το γεγονός αυτό θα σημαδεύσει για πάντα τη ζωή του συγγραφέα, αφού μόλις δέκα ετών θα αναγκαστεί να μεταναστεύσει με τον αδερφό του στην Πόλη όπου θα μάθει την τέχνη του ράφτη σ΄ ένα εργαστήριο που λειτουργούσε για το Σουλτάνο. Θα μείνει τρία χρόνια εκεί και θα γνωριστεί με τον πρώτο του μαικήνα τον Κύπριο έμπορο, Τ.Γ. Γεωργιάδη, ο οποίος κάλυψε τα έξοδα των πρώτων του σπουδών. Τον στέλνει στη Λευκωσία με σκοπό να τον κάνει κληρικό[3], αλλά οι πρώτες ερωτικές του περιπέτειες τον έφεραν σε αδιέξοδο[4]. Παράλληλα παρουσιάζει τους πρώτους του στίχους, ενώ θέτει σε αμφισβήτηση τη συνέχεια των εκκλησιαστικών του σπουδών. Είναι η περίοδος που η Κουτριάνου, μελετήτρια του ποιητικού του έργου, ονόμασε φάση του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Τη δεύτερη φορά που βλέπουμε πάλι τον Βιζυηνό στην Πόλη είνα το 1872. Εγγράφεται στη Σχολή της Χάλκης και εμβαθύνει το ενδιαφέρον του για την ποίηση, ενώ τον επόμενο χρόνο εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ποιητικά Πρωτόλεια. Το γεγονός αυτό του ανοίγει αμέσως τις πόρτες των λογοτεχνικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης, κυρίως των φαναριωτών, με τους Τανταλίδη, Σούτσους, Ραγγαβή, κ. ά. Το σημαντικότερο όμως είναι η γνωριμία του με τον Γ. Ζαρίφη, τον δεύτερό του πατέρα, ο οποίος στο εξής έγινε το οικονομικό και πνευματικό στήριγμα του νεαρού ποιητή.

Αλλοίμονο! Είμαι πτωχό σ’ αυτού τού κόσμου τον τροχό. Είμ΄ ορφανό και ξένο κι αγράμματο θα μένω. Συνεκινήθην όχι ολίγον.[5]

Το 1874 κερδίζει το περίφημο ποιητικό διαγωνισμό «Βουτσιναίο»[6], έχοντας ως εισηγητή τον Ραγγαβή[7] με τη δεύτερή του ποιητική συλλογή Κόδρος[8], δημοσιευμένη την ίδια χρονιά, από την οποία ξεχώρισα ορισμένους στίχους που μας εικονογραφούν τη γλώσσα του Βιζυηνού σ’ αυτήν την περίοδο:

Ο Φοίβος τέμνων με λαμπρόν βήμα
καθαρομέτωπον ουρανόν,
φλογώδες σκάφος ελαύνον κύμα
εις σαπφειρώδη ωκεανόν, [9]

Το 1874, πάντα με τη χρηματοδότηση του Ζαρίφη, άρχισε τη δεύτερη ζωτική και λογοτεχνική του περίοδο. Ταξιδεύει στη Γερμανία για να φοιτήσει στα πανεπιστήμια της Γοτίγγης[10], Λειψίας και Βερολίνου[11], όπου θα συμπληρώσει μία περίπου δεκαετία μάθησης και λογοτεχνικής κατάρτισης, και αναμφίβολα την πιο ευχάριστη περίοδο της ζωής του. Σ΄ αυτή τη περίοδο ο συγγραφέας ξεκινά τη σχέση του με τον πεζό λόγο, τη δημιουργία του νέου διηγήματος και την ιδέα της ανανέωσης του πεζού στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας.
Το πέρασμα του Βιζυηνού από την φαναριώτικη καθαρεύουσα στη δημοτική είναι αργό αλλά χωρίς διακοπή. Το 1883 βλέπει το φως το τρίτο του έργο, Ατθίδες Αύραι, που δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο χάρη στη χρηματοδότηση Ελλήνων ομογενών του Ηνωμένου Βασιλείου[12]. Ας ακούσουμε πως αντηχεί η φωνή του ποιητή μόλις μία δεκαετία αργότερα:

’Ταίρι ’ταίρι τα πουλιά
στην βοσκή πηγαίνουν
’ταίρι ’ταίρι στην φωλιά,
σαν νυκτώση, ’μβαίνουν[13].

Δεν πρόκειται παρά για τον αντικατοπτρισμό των αλλαγών που θα γίνουν σ΄αυτή τη δεκαετία στα ελληνικά γράμματα. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σ΄ ένα τυπικό λογοτεχνικό φαινόμενο της ιστορίας της λογοτεχνίας, όπου οι αλλαγές γίνονται πρώτα στην συστατική ποιητική.
Συνεχίζοντας τη χρονολογική ροή, ο ευρωπαίος πια Βιζυηνός πραγματοποιεί στο Παρίσι την σημαντική γνωριμία με τον Δ. Βικέλα, ο οποίος τον σύστησε στη Γαλλίδα εκδότρια Juliette Lambert-Adam[14], που το 1883 εξέδωσε σε γαλλική μετάφραση το πρώτο του διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου[15]. Από την σωζόμενη αλληλογραφία, μας είναι γνωστό ότι είχε επαφές με τη λογοτεχνική και εκπαιδευτική αφρόκρεμα της Γαλλίας, μεταξύ άλλων με τον É. Légrand[16] και ίσως είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και τον ίδιο τον Γ. Ψυχάρη[17]. Το γεγονός είναι ότι γνώριζε από πρώτο χέρι τα τεκταινόμενα περί του γλωσσικού ζητήματος στους ευρωπαϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και ότι χρειάστηκε να λάβει θέση στρεφόμενος προς μία από τις δύο πλευρές.

Επομένως η δεύτερη περίοδος του συγγραφέα χαρακτηρίζεται από την ωριμότητα και με μια κάποια ρήξη με την κωνσταντινοπολίτικη και φαναριώτικη περίοδό του. Ωστόσο η γνώμη του Π. Μουλλά[18] είναι ότι η φαναριώτικη παιδεία του Βιζυηνού δεν περιοριζόταν μόνο στη γλώσσα αλλά έγινε ένα είδος «συναισθηματικής παιδείας». Ο συγγράφεας άλλαξε ριζικά ως προς τον χαρακτήρα και, το πιο σημαντικό, γνώρισε ορισμένες προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού ή του ευρωπαϊκού κύκλου που ακολουθούσαν, στο γλωσσικό ζήτημα, τις δημοτικιστικές θέσεις.

Ο Θάνατος του Ζαρίφη το 1884 σταματάει απότομα την ευρωπαϊκή περίοδο του Βιζυηνού και προκαλεί την γρήγορη επιστροφή του στην Αθήνα, όπου θα ζήσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του με τις ψυχολογικές διαταραχές του και το γνωστό τραγικό του τέλος. Όμως, από εκδοτικής απόψεως γίνεται ένας από τους πλέον σημαντικούς σταθμούς του συγγραφέα, εφόσον σε δύο περίπου χρόνια δημοσιεύονται σχεδόν όλα τα διηγήματά του[19] εκτός από το Μοσκώβ-Σελήμ που θα εκδοθεί το 1894, όταν ο συγγραφέας βρίσκεται ήδη δεμένος στις ομίχλες του Δρομοκαϊτείου Ψυχιατρείου[20].

Την εποχή αυτή ο Βιζυηνός είναι πλέον οπαδός της δημοτικής αν και εξακολουθεί να γράφει στην καθαρεύουσα για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον διότι δεν υπάρχει άλλη επίσημη γλώσσα και δεύτερον διότι, ίσως, τα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του οφείλονται μεν στη παλαιά φαναριώτικη σχολή και στην επίδραση άλλων συγγραφέων της γενιάς του 80΄, όπως ο Βικέλας και ο Παπαδιαμάντης.

΄Οπως και να έχει όμως το πράγμα, στην πεζογραφία του το γλωσσικό πρόβλημα εξακολουθεί να είναι παρόν. Στα διηγήματα, όπως άλλωστε είναι γνωστό, ο Βιζυηνός εισάγει ένα σχήμα πολύ στοχαστικό: γράφει τις περιγραφές σε μια απλή και θαυμάσια καθαρεύουσα, ενώ στη δημοτική, τους διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών. Προσθέτοντας επίσης θρακικά διαλεκτικά στοιχεία, συντελεί στην ανανέωση της νεοελληνικής πεζογραφίας απομακρύνοντάς την από τις ακαδημαικές-σχολαστικές ρίζες της Αθηναϊκής Σχολής[21]. Από τα ποικίλα παραδείγματα επιλέξαμε το διήγημα ή μάλλον το διήγημα-μυθιστόρημα Μοσκώβ-Σελήμ για τη χρονολογική του αξία. Επειδή είναι το τελευταίο πεζογραφικό του έργο που δημοσιεύτηκε. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι στο έργο ο συγγραφέας-αφηγητής χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα, με αρκετούς αρχαϊσμούς και ρητορικά σχήματα, ενώ ο Σελήμ μια απλή δημοτική απαλλαγμένη από κάθε λόγιο στόλισμα. Ορισμένες φορές όμως, ο συγγραφέας ανακατεύει τις δύο γλωσσικές μορφές προκαλώντας περίεργες καταστάσεις. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Στο πρώτο μέρος του έργου, όπου περιγράφεται ένα θρακικό τοπίο, φαίνεται ο διαλεκτικός όρος –«ποτίσωμεν» τουλάχιστον τρεις φορές μαζί με άλλες λέξεις πολύ πιο δημοτικές όπως «λιγάκι παρά πέρα» ή το ρήμα «ξεβουρβουλά», εναλλάσοντάς τα με τη λόγια γλώσσα που περιέχει ένα σημαντικό αριθμό αρχαϊσμών, όπως π.χ. -εν τω βίω, -εν ω, -μοι εφάνη, -μοι διηγήθη, κ.λ.π. Άλλες φορές ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γνωστή κλασική έκφραση με το ρήμα + μετοχή ως κατηγόρημα: «φαίνεται κατέχουσα» ή «έλαβον άγουσαν». Επίσης ρήμα + δοτική όπως «τω είπον» ταυτόχρονα με την πιο διαδεδομένη «του είπα» ή «του λέγω», κ.λ.π. Παράλληλα χρησιμοποιεί και άλλα στοιχεία καθαρά δημοτικής προέλευσης όπως «πάνε μια», «καβαλικεύσετε», «τόσο πολύ», ή την πολύ τυπική έκφραση των βόρειων ιδιωμάτων: προσωπική αντωνυμία σε αιτιατική + ρήμα: «με είπεν» καθώς επίσης και την έκφραση «γι´ αυτό δα». Δεδομένου ότι ο πρωταγωνιστής είναι Τούρκος, χρησιμοποιεί επίσης αρκετές λέξεις τουρκικής προέλευσης όπως –χαΐρι, –ντέρτι, –κισμέτι, –τσακπίνι[22].

΄Ενα χρόνο πριν την πιθανή γραφή του Μοσκώβ-Σελήμ, ο Βιζυηνός έγραψε δύο έργα στα οποία πραγματεύται το γλωσσικό ζήτημα: το γνωστό διήγημα Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα, δημοσιευμένο ως δημοσιογραφικό άρθρο τον Ιαννουάριο του 1885 στο περιοδικό Εβδομάς[23]. Εδώ ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί την ίδια λεξη στην καθαρεύουσα και στη δημοτική. Αρχίζει, σε μορφή δοκιμίου, σημαδεύοντας καθαρά το πρόβλημα: το γλωσσικό ζήτημα είναι περισσότερο σημαντικό παρά το λεγόμενο θέμα της Ανατολής[24].

Όπως διαβεβαιώνει ο Ε. Καψωμένος σε μία πρόσφατη μελέτη του, όπου μας δίνει μία λεπτομερή σημασιολογική ανάλυση του έργου[25], ο θράκας συγγραφέας διαμορφώνει σε ειρωνικό σχήμα μία αφήγηση, στο οποίο πάλι φαίνεται ένα από τα «leit-motiv» που διαποτίζουν το έργο του: Η δυάδα φαντασία και πραγματικότητα. Καταφεύγει στις παιδικές του αναμνήσεις για να παρουσιάσει ένα πρόβλημα σε μία φανταστική μορφή, η οποία όμως έχει παράλληλα μία αληθινή βάση, όπως μας αναφέρει εξάλλου ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή. Βρισκόμαστε στη δεκαετία που θα ολοκληρωθεί Το ταξίδι μου του Ι. Ψυχάρη, και κατά την οποία θα καταστήσει σαφή τη θέση του λέγοντας:

«όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγήτε διά την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικωτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολα­στικών της Ελλάδος»[26].

Δηλαδή, συνδέει τη Μεγάλη Ιδέα με τη σχολαστική γραμματική ή «pedanti» όπως ανέφερα προηγουμένως από τη μετάφραση της Α. Zimbone, και τελειώνει με δύο παραδείγματα παιδαγωγικής και κριτικής αξίας: αυτό των καλόγερων που μας προειδοποιούν πως θα πάμε στην Κόλαση αν δεν τους δίνουμε τις περιουσίες μας και το άλλο των συγγραφέων που μας επιβάλλουν την προκαταβολική συνδρομή στα δικά τους έργα. Έπειτα, ακολουθεί την αφήγηση σε σχήμα διηγήματος, τόσο αγαπημένη για το συγγραφέα μας. Στα παιδικά του χρόνια εξοικειώνεται με τη δημοτική, δηλαδή με τη μηλιά ώσπου να φτάσει στο χωριό ένας νέος δάσκαλος με την καθαρεύουσα, δηλαδή με τη μηλέα, και τότε αρχίζει το πρόβλημα. Τελειώνει ο Βιζυηνός τη σατιρική διατριβή του όπως σε ένα «Ringkomposition» επιστρέφοντας στο σχήμα του δοκιμίου και ρίχνοντας άλλο βέλος από τη θέση του αφηγητή-αρθογράφου με μία νέα δυάδα: αυτοί που διαβάζουν ολόκληρα τα άρθρα εναντίον αυτών που διαβάζουν μόνο τον επίλογο τους για να βεβαιώσουν ότι το γλωσσικό ζήτημα είναι πιο σημαντικό από το θέμα της Ανατολής[27]. Η εξήγηση δίνεται με διάφορα φωνητικά χαρακτηριστικά της θρακικής διαλέκτου, όπως οι συνθέσεις και οι εκθλίψεις, αρκετά σχολιασμένες από τους λόγιους.

Το δεύτερο κείμενο περί του θέματος αυτού είναι ανολοκλήρωτο και δημοσιεύτηκε πρώτα από τον Γ. Βαλέτα στην κλασική πια μελέτη αφιερωμένη στο θράκα συγγραφέα[28] και αργότερα ξαναδημοσιευμένο από την Ε. Κουτριάνου στην εκτενή της εισαγωγή για το ποιητικό έργο του Γ. Βιζυηνού[29]. Πρόκειται για ένα ανολοκλήρωτο δοκίμιο που ο Βαλέτας ονόμασε ακριβώς Το Γλωσσικόν Ζήτημα. Ακολουθεί το κείμενο με διάφορα και πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα. Σημαντική είναι η συζήτηση περί της πιθανής χρονολόγησης του κειμένου. Εάν γράφτηκε το 1885, όπως υποστηρίζει η Κουτριάνου[30], ίσως να αποτελεί θεματική συνέχεια του προηγούμενου κειμένου του περιοδικού Εβδομάς. Όπως συμβαίνει στην άλλη περίπτωση, το πιο σημαντικό είναι πάλι στην αρχή. Έχει δίκιο η Κουτριάνου όταν ξεχωρίζει το επόμενο απόσπασμα στην εισαγωγή:

«Η γλώσσα κακώς συγκρίνεται προς οικοδομήματα εκ τούτου προήλθεν η συνήθεια (από Γάλλους γλωσσολόγους νο­μίζομεν) να θεωρήται η σημερινή των Ελλήνων [γλώσσα] ως τα ερείπια της αρχαίας. Η παρομοίωσις επλάνησε πλεί­στους να νομίσουν ότι δύνανται ν΄ αναστήσωσι το παλαιόν της γλώσσης οικοδόμημα»[31].

Σ΄αυτό το κείμενο ο Βιζυηνός που χαρακτηριστικά αρχίζει με τον τίτλο Το πρώτον λάθος, αποδεικνύει πως το λάθος είναι να σκεπτεί κανείς ότι η γλώσσα δημιουργείται σαν ένα γαλλικό οικοδόμημα, αναφέροντας έτσι τους Γάλλους γλωσσολόγους και κλασικούς φιλολόγους. Για τον Βιζυηνό η αρχαία ελληνική αποτελεί μία τελειότητα σαν το Παρθενώνα. Αλλά υπάρχει ένας παράγοντας που όλα τα αλλάζει: ο χρόνος, τον οποίο χαρακτηρίζει συμπτωματικά ο Βιζυηνός με μία δημοτική λέξη, μαστροχαλαστήν. Ο Θράκας συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ τη μεταφορά: καθώς τα αρχαία μνημεία ανακατεύονται με άλλα μεταγενέστερων εποχών και οι αρχαιολόγοι αναλαμβάνουν τη δουλειά να τα διαχωρίσουν, έτσι η σημερινή γλώσσα πρέπει να αποκαθαριστεί/να απελευθερωθεί απ΄όλες τις λέξεις που δεν είναι αρχαίας ελληνικής προέλευσης.

Το ειρωνικό συμπέρασμα του Βιζυηνού είναι βέβαιο: είναι αδύνατον να παλεύει κανείς εναντίον του χρόνου και των αλλαγών της ζωντανής γλώσσας. Και εδώ παρουσιάζεται το ευνοούμενο λογοτεχνικό γένος του Βιζυηνού, η ποίηση, «οι λαλούσαι εικόνες» με τις οποίες θα οικοδομηθεί μια νέα γλωσσολογική πραγματικότητα. Γι΄ αυτό το σκοπό ο ποιητής και καθηγητής χρησιμοποιεί αρκετά παραδείγματα της θρακικής διαλέκτου για να τα αντιπαραθέσει με την αρχαία ελληνική. Πάλι οι θεωρίες του λογοτέχνη παρουσιάζονται με παιδαγωγική άποψη.

Ολοκληρώνεται έτσι η διάβαση από την πρώτη νεανική του φάση στο Φανάρι της Πόλης ως την ωριμότητα των τελευταίων χρόνων της Αθήνας στη δεκαετία του 80΄. Μόλις ένα μήνα πριν κάνει το τελευταίον του ταξείδιον στο Δρομοκαϊτείο φαίνεται πως έγραψε ένα ποίημα στο οποίο με ειρωνεία αμφιβάλλει ακόμα και για την αρχαιομάθεια[32]. Πιστεύω ότι ο Γ. Βιζυηνός δεν είχε αρκετό χρόνο στη ζωή του να μας δείξει το τελευταίο του ταξίδι από την καθαρεύουσα ως τη δημοτική.

 

 

[1] Συγκεκριμένα για τη σχέση του Βιζυηνού και το γλωσσικό ζήτημα βλέπε: Γ. Βαλέτας, «Φιλολογικά στο Βιζυηνό», Θρακικά 8 (1937), 285-287. Α. Μιχάλης, «Ο Γεώργιος Βιζυηνός και το γλωσσικό ζήτημα», Διαβάζω 370 (Ιανουαρίου 1997), 48-52. E. Κουτριάνου, Γ.Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ. Τα Ποιήματα. Αθήνα 2003, Α΄, 147-159.

[2] Για τα βιογραφικά του στοιχεία βλέπε τα βασικά μελετήματα: Γ. Βαλέτας, «Φιλολογικά στο Βιζυηνό», Θρακικά 8 (1937), 211-304. K. Θρακιώτη, «Ο Γεώργιος Βιζυηνός. Η ζωή και το έργο του», Θρακικά Χρονικά 5 (1965) 17-32. Β. Αθανασόπουλος, «Χρονολογικό Γ. Βιζυηνού», Διαβάζω 278 (Ιανουαρίου 1992) 12-17; K. Μαμώνη, «Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού», Διαβάζω 278 (Ιανουαρίου 1992) 18-21.

[3] Λ. Παπαλεοντίου, «Ο Γ.Μ. Βιζυηνός στην Κύπρο», Πιο Κοντά στην Ελλάδα 14 (1998), 81-87. Ο συγγραφέας είπε αργότερα ότι δεν του ενδιέφερε τόσο να γίνει κληρικός όσο να μάθει τα γράμματα μέσα στη θρησκευτική σχολή.

[4] Πρόκειται για τον έρωτα του προς την Ε. Φυσεντζίδου. Σώζονται τρία γράμματα στην αλληλογραφία του συγγραφέα. Γ. Παπακώστας, Γ. Βιζυηνού. Επιστολές. Αθήνα 2004, 47, 50 και 51.

[5] Γ. Χασιώτη, Βυζαντιναί Σελίδες, τ. Α΄, Αθήνα 1910, 256-257.

[6] Το 1874 και 1876 κερδίζει τον Βουτσιναίο διαγωνισμό, ενώ το 1877 θα λάβει στον ίδιο διαγωνισμό ένα έπαινο. Από τις πολλές εργασίες που δημοσιεύτηκαν για το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουμε: Κ. Μαμώνη, «Το ποιητικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού», Θρακικά Χρονικά 39 (1984) 42-50. «Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού», Διαβάζω 278 (Ιανουαρίου 1992) 18-21. Η πληρέστερη ίσως μελέτη για την ποίηση του Βιζυηνού είναι της E. Κουτριάνου, Γ.Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ. Τα Ποιήματα, Τρεις Τόμοι, Αθήνα 2003, Α΄, 13-230.

[7] Δ. Τζιόβας, «Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: Α.Ρ. Ραγκαβής και Γ. Βιζυηνός», Ο Ελληνικός Κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, 1453-1981. Αθήνα 1999, Α΄, 105-116.

[8] Ο Π. Μουλλάς, 1993, ξ-κ.ε., πιστεύει ότι ο Βιζυηνός δεν εγκατέλειψε ποτέ την φαναριώτικη του παιδεία, η οποία μεταβλήθηκε σε ένα είδος πιεστικού, από λογοτεχνικής απόψεως, δεσμού.

[9] E. Κουτριάνου, Γ.Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ. Τα Ποιήματα, Αθήνα 2003, Α΄, 284.

[10] Η γερμανική περίοδος του Βιζυηνού έχει μελετηθεί σε αρκετά άρθρα της Π. Σιδερά-Λύτρα: «Ο Γεώργιος Βιζυηνός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης», Θρακικά 11 (1996-1997), 41-72. «Οι σχέσεις του Βιζυηνού με τη Γερμανία», Ενδοχώρα 3 (1996), 45-58. «Die deutschen Gedichte von Georgios Vizyinos», Philia 1999, 27-48. «Der griechische Schriftsteller Georgios Vizyinos und seine Beziehungen zu Deutschland», Philia 1996, 27-36. «G. Vizyinos. Die Folgen der Alten Geschichte. Übersetzung», Greek Letters IX (1995-96), 113-175. Μ. Μερακλής, «Ο Βιζυηνός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γοττίγγης», Εξώπολις 5 (1996), 18-25.

[11]Α. Σιδεράς, «Ο Γεώργιος Βιζυηνός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου», Θρακικά 11 (1996-1997), 115-121.

[12] Το έργο εκδόθηκε σε πολυτελές βιβλίο από τον οίκο Trübner and Co με εξώφυλλο του A. Legros από το Πανεπιστημίο της Οξφόρδης. Το Ατθίδες Αύραι το αφιερώνει στον προστάτη του τον Γ. Ζαρίφη.

[13] E. Κουτριάνου, 2003, Α΄, σ. 397.

[14] Το 1883 ο Βιζυηνός θα της στείλει το χειρόγαφο με το πρώτο του διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου, δημοσιευμένο σε γαλλική μετάφραση στο περιοδικό NouvelleRevue της J. Lambert και λίγους μήνες αργότερα το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο στο περιοδικό Εστία, που έκτοτε θα γίνει ο εκδοτικός οίκος ολόκληρου του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού.

[15] Le Péché de ma mére. Nouvelle Revue, Avril 1883.

[16] Από την αλληλογραφία του Βιζυηνού σώζεται ένα γράμμα με ημερομηνία τον Φεβρουάριο του 1884, που έστειλε στον É. Legrand, από τον οποίο ζητά να του κάνει μία βιβλιοκρισία της ποιητικής του συλλογής Ατθίδες Αύραι. Θα μπορούσε να εννοηθεί ότι είχαν κάποια γνωριμία. Γ. Παπακώστας, Γ. Βιζυηνού. Επιστολές. Αθήνα 2004, 63-64.

[17] Ο μεγάλος γλωσσολόγος Γ. Ψυχάρης ήταν εκείνη την εποχή βοηθός στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Θα γίνει αργότερα ο διάδοχος του É. Légrand στην έδρα του Πανεπιστημίου της γαλλικής πρωτεύουσας.

[18] Βλ. την παραπομπή 3 της παρούσας ανακοίνωσης.

[19] Από Το αμάρτημα της μητρός μου, τον Απρίλιο του 1883, ως Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα, τον Ιανουάριο του 1885.

[20] Το έργο αυτό βρέθηκε ανάμεσα στις σημειώσεις του Βιζυηνού την εποχή που βρισκόταν πια στο ψυχιατρικό του Δρομοκαϊτείου.

[21] Όπως έγκαιρα το αναφέρει ο βιογράφος του ο Ν.Ι. Βασιλειάδης, Σελίδες του Δρομοκαϊτείου. Αθήνα 1930, 330.

[22] Μία σύντομη περίληψη περί της γλώσσας του Μοσκώβ-Σελήμ, M. Serrano, Μοσκώβ-Σελήμ. Η ιστορία ενός στρατιώτη. Κέντρο Βυζαντινών, Μεταβυζαντινών, Κυπριακών και Ελληνικών Σπουδών, Γρανάδα 2002, ΧΧΧΙ-ΧΧΧΙV.

[23] Β. Αθανασόπουλος, 1993, 320-326. Για την Ιβηρική Χερσόνησο αναφέρω τις δύο υπάρχουσες μεταφράσεις μέχρι στιγμής: Τ. Sempere, Πιο Κοντά στην Ελλάδα 14 (1998) 604-613. J. Gestí, Contes. GeòrgiosViziïnós. Βαρκελώνη 2006, 285-292.

[24] Στο κείμενο ο Βιζυηνός βάζει στην ίδια μοίρα τους οπαδούς της Μεγάλης Ιδέας μ΄ αυτούς που απασχολούνται με το γλωσσικό ζήτημα από μία σχολαστική άποψη ή μάλλον «pedanti» όπως πολύ σωστά μεταφράζει η A. Zimbone, «Perchè la miliá non divenne miléa 1885», GheorgiosViziinòs 150 annidopo (1849-1999). Catania 1999, p. 17.

[25] Ε. Καψωμένος, «Gh. Viziinòs, Perché la miliá non divenne miléa. Un´ analisi semántica», Gheorgios Viziinòs 150 anni dopo (1849-1999). Catania 1999, 25-39.

[26] Β. Αθανασόπουλος, 1991, 20.

[27] Ε. Καψωμένος, 1999, 37-39.

[28] Γ. Βαλέτας, «Φιλολογικά στον Βιζυηνό», Θρακικά 8 (1937), 211-304. Το κείμενο στις σελίδες 292-295.

[29] E. Κουτριάνου, Αθήνα 2003, Α΄, 147-161, αφιερώνει ένα κεφάλαιο για το γλωσσικό ζήτημα. Αναφέρει επίσης το ανολοκλήρωτο κείμενο του Βιζυηνού στις σελίδες 149-153.

[30] E. Κουτριάνου, Αθήνα 2003, Α΄, 147 και παραπομπή 335, εναντίον της γνώμης του Βαλέτα, 1937, 292-295.

[31] Γ. Βαλέτας, 1937, 211. Ε. Κουτριάνου, 2003, 149.

[32] Ε. Κουτριάνου, Αθήνα 2003, 155-157. Το ποίημα Προς τους κριτάς , Β΄, 227.