Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ekkehard W. Bornträger

Είχαν πάντα δίκιο οι Δημοτικιστές και άδικο οι καθαρευουσιάνοι;

Η επικράτηση μιας κυρίως δημώδους γλώσσας στην Ελλάδα σημείωσε το τέρμα που γλωσσικού ζητήματος, τουλάχιστον υπό τη μορφή της διγλωσσίας που για πάνω από έναν αιώνα αποτελούσε μια θεμελιώδη συντεταγμένη της πολιτισμικής ζωής, αλλά όχι μόνο αυτής λόγω των πολλών κοινωνικών και πολιτικών επιπτώσεων που συνεπαγόταν.

Το σκοπός δεν αγιάζει όλα τα μέσα, και η τελική επιτυχία των δημοτικιστών δεν προσδίδει εκ των υστέρων περισσότερη πειθώ σε όλα τα επιχειρήματά τους. Αντίθετα απ όσο το θεωρεί κάποια αγιογραφική τάση, και οι δημοτικιστές ήταν συνυφασμένοι με την εποχή τους και συμμερίζονταν και ορισμένους μύθους της. Αυτό δεν μειώνει την σημασία τους, και δεν είναι εις βάρος τους, αφού δεν θα μπορούσε και να είναι διαφορετικά. Εκπλήσσει όμως, εάν και σήμερα αναπαράγονται χωρίς τη πρεπούμενη επιφύλαξη ορισμένοι μύθοι τους ως αιώνιες αλήθειες.
Δυο κεντρικοί στυλοβάτες υπέρμαχοι της δημοτικής πιστεύω θα υποβληθούν εδώ σε μια συγκριτική αντιπαράθεση με mutatis mutandis ανάλογα εξωελληνικά φαινόμενα και την περιγραφή αυτών στη σύγχρονη γλωσσολογία.

Πρόκειται αφ ενός για το δόγμα ότι μια τεχνητή γλώσσα με βάση μιας αρχαίας μορφής της ιδίας αποκλείεται εκ των πρότερων να επικρατήσει, αφού δυσκολίες εσωγλωσσικού τύπου και ψυχολογικοί παράγοντες καθιστούν άκαρπη φαντασίωση τέτοια επιχείρηση.

Το δεύτερο δόγμα που θα μελετηθεί είναι η διάδοση, ήδη τα μέση του 19ου αιώνα κάποιας δημοτικής που λειτουργούσε ως αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας, έστω και με τοπικές αποχρώσεις, σε βασικά όλη την έκταση του ελληνικού χώρου και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Μια νεκρή γλώσσα ανασταίνεται - η τύχη των νέων εβραϊκών και τα διδάγματά της για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα

Τηρουμένων των αναλογιών παρεμφερής με την τον ρόλο των διάφορων παραλλαγών της καθαρεύουσας στον ελληνικό χώρα, ήταν και η σύνθεση και λειτουργία των εβραϊκών στις εβραϊκές κοινότητες από το Μεσαίωνα. Εμπλουτισμένα με αρκετούς νεολογισμούς με βάση τη κλασσική γλώσσα, τα εβραϊκά δεν περιορίζονταν στο θρησκευτικό τομέα, αλλά ως γραπτή γλώσσα εμφανίστηκαν και σε άλλες πιο καθημερινές εκδηλώσεις, εκ των οποίων και οικονομικές. Οι Εβραίοι έμποροι λ.χ. κρατούσαν τα λογιστικά τους βιβλία συχνά σε μια εκσυγχρονισμένη μορφή του ιερατικού τους ιδιώματος.[1].

Το 1880, στην ίδια στιγμή όταν στην Ελλάδα άρχιζε να παίρνει μορφή και κύρος ο Δημοτικισμός ως κίνημα για την μεταρρύθμιση της γλώσσας και του εκπαιδευτικού συστήματος, ο Lilienblum ίδρυσε το κίνημα των „φίλων της Σιών“, στο οποίο συνεργάστηκαν διανοούμενοι με σοσιαλιστικές συμπάθειες δημιουργώντας μια πνευματική ατμόσφαιρα όπου η ιδέα της αναγέννησης των εβραϊκών τέθηκε επί τάπητος και ως πραγματοποιήσιμο πρόγραμμα. Κατά τον τρόπο αυτό, η αυξημένη αξιοποίηση των εβραικών και η καινούρια επιστημονική ενασχόληση μαζί τους, που ξεκίνησε στη δυτική Ευρώπη με την Haskala, τον εβραϊκό διαφωτισμό του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, βρήκαν μια νέα δυναμική και ένα νέο όραμα.

Με αφορμή την εθνική αφύπνιση των βαλκανικών εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων ο Ben Jehuda ανέπτυξε το πρόγραμμα εθνικής χειραφέτησης που έμελλε να εξαγάγει και το εβραϊκό λαό από το ζυγό της ξενοκρατίας. Εάν Έλληνες και Βούλγαροι, και μάλιστα οι « άγριες » φυλές του Μαυροβουνίου πάλευαν για την εθνική τους αποκατάσταση, γιατί τότε όχι οι Εβραίοι με την όχι λιγότερο λαμπρή προέλευσή τους και την μακρόχρονη και καρποφόρο πολιτιστική παρουσία τους στον ευρωπαϊκό χώρο; Βαδίζοντας επί τα ίχνη των προγενέστερων εθνικών κινημάτων του 19ου αιώνα, και ο Ben Jehuda, ανήγαγε, θα έλεγε κανείς όπως οι υποστηρικτές και της καθαρεύουσας και της δημοτικής, από την εβραϊκή ιστορία μια αλληλεξάρτηση μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας και ύπαρξης μιας εθνικής γλώσσας, αλλά πήγε και πιο μακριά, θεώρησε την αναγέννηση της γλώσσας προϋπόθεση για τη συγκρότηση του μελλοντικού εθνικού κράτους, όχι το μεταγενέστερο αποτέλεσμά της.[2]
Στους εβραϊκούς πληθυσμούς της ανατολικής και κέντρο-ανατολικής Ευρώπης επικρατούσε μια τριγλωσσία, η οποία συγκρίνεται mutatis mutandis με όσες κοινότητες των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατοικούσαν ως μειοψηφία περιοχές με μεικτό πληθυσμό. Το πεδίο χρήσης της καθαρεύουσας σίγουρα ήταν πιο εκτεταμένο από τα εβραϊκά, που με όλες τις οικονομικές, διοικητικές και επιστημονικές χρήσεις δεν ήταν σε θέση να συναγωνιστούν την καθαρεύουσα, που μετά την ίδρυση του κράτους στηρίχτηκε και επιβλήθηκε από ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό.

Απ’ εναντίας τα Jiddisch (και το λαντίνο) αποτελούσαν – κατ’αναλογίαν με τις διαλέκτους της δημοτικής – το μέσο προφορικής επικοινωνίας κατ εξοχήν. Ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από τη δημοτική ήταν και το κυρίαρχο γραπτό ιδίωμα στη κοινοτική ζωή πέραν του θρησκευτικού τομέα. Εκτός τούτου, οι εβραϊκές κοινότητες της ανατολικής Ευρώπης κατείχαν επαρκώς την επίσημη γλώσσα του κράτους του οποίου είχαν την υπηκοότητα. Αυτές οι γνώσεις γενικά ήταν καλύτερες από τις των Ελλήνων στα αλύτρωτα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, λόγω και της μεγαλύτερης ταύτισης με αυτό το κράτος, που ιστορικά τουλάχιστον ήταν κράτος υποδοχής και όχι κατοχής, όπως το είδαν οι περισσότεροι Έλλήνες. Στα συμφραζόμενα μιας αληθινής διασποράς (για τους Έλληνες, αφού για τους Εβραίους η διασπορά ήταν παντού) οι δύο κοινότητες δεν διέφεραν και τόσο πολύ στην επιδεκτικότητα προς την γλώσσα της χώρας μόνιμης διαμονής.

Και τότε διαγράφηκε ένας ανοιχτός συναγωνισμός με τις τολμηρές προσπάθειες αναβίωσης των εβραϊκών. To 1908 τα Jiddisch αναγνωρίστηκαν (και καθιερώθηκαν) και επίσημα στην διάσκεψη του Tschernowitz/ Cernauti (περιοχή της βόρειας Μπουκοβίνας, ένα από τα πολιτισμικά κέντρα του εβραϊσμού της νοτιοανατολικής Ευρώπης, σήμερα στην Ουκρανία) και από τις εβραϊκές ελίτ της κεντρικής Ευρώπης. Και αναλόγως προς τη δημοτική, τα Jiddisch είχαν λειτουργήσει ήδη από αιώνες ως το προνομιούχο μέσο λογοτεχνικής έκφρασης, και κατά προτίμηση της λυρικής.[3]
Διαφορετικά από την περίπτωση της καθαρεύουσας υπήρχε και επί πλέον αντίσταση εκ μέρους των εβραιομαθών, οι οποίοι θεωρούσαν την καθιέρωση της γλώσσας τους ως „καθομιλουμένης”, εξάλειψη του ιερού χαρακτήρα της.

Επίσης εκφράστηκαν ενδοιασμοί για τα ψυχολογικές παρενέργειες της πρακτικής χρήσης των νέο-εβραϊκών ως μητρικής γλώσσας. Άλλοι πάλιν χρησιμοποίησαν ασυνείδητα ένα επιχειρήματα των Ελλήνων δημοτικιστών: « Αν μιλάτε μόνο σε μια νεκρή γλώσσα με τα παιδιά σας, θα τους κάνετε βλάκες. »[4] To 1900 υπήρχαν μόνο δέκα εβραϊκές οικογένειες που σπίτι τους μιλούσαν αποκλειστικά τα εβραϊκά. Αλλά ήδη νωρίτερα, το 1889 είχε γίνει το πρώτο βήμα, αλλά κατά το Hagège αποφασιστικό βήμα με την δημιουργία των πρώτων νηπιαγωγείων, οπού έγινε αποκλειστική χρήση των εβραϊκών. Έτσι για πρώτη φορά μεγάλωσαν άνθρωποι, που τα έμαθαν ως μητρική γλώσσα και εξέφρασαν τις πρώτες σκέψεις τους σε αυτό το νεκραναστημένο ιδίωμα, ακόμη πιο τολμηρό φαίνεται αυτό το επίτευγμα, εάν λάβουμε υπ όψη ότι τότε η γλώσσα βρισκόταν και αυτή ακόμη στα σπάργανα, χωρίς να είχε εδραιωθεί το μορφολογικό σύστημα ούτε η σύνθεση του λεξιλογίου.

Από την πλευρά του corpus planning επιχειρήθηκαν πολύμοχθα έργα γλωσσολογικά με σκοπό την κωδικοποίηση και την κατεπείγουσα διεύρυνση του λεξιλογίου, το 16τομο εβραϊκό λεξικό, που το συνέλαβε και πραγματοποίησε στην ουσία μόνος του ο Ben Jehuda αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο των γλωσσο-δημιουργικών προσπαθειών.[5] Στις 31 Αυγούστου 1918 τα εβραϊκά κηρύχτηκαν επίσημη γλώσσα της Παλαιστίνης, σε ισοδυναμία με τα αραβικά και τα τουρκικά.

Όπως και η καθαρεύουσα (στις απλούστερες παραλλαγές της, όχι βέβαια υπό μορφήν ακραίου νεοαττικισμού) τα νέα εβραϊκά δεν παριστάνουν την αναπαράσταση μιας ορισμένης παλαιάς μορφής, αλλά αντλούν από διάφορα προηγούμενα στάδια της γραπτής γλώσσας, προστρέχοντας μάλιστα και σε δευτερεύουσες μορφές που εμφανίστηκαν σε τοπικές διαλέκτους. Υπό το πρίσμα αυτό, τα νέα εβραϊκά δεν ήταν λιγότερα αμφίγλωσσα –υβρίδια- από την καθαρεύουσα, η οποία από τους αντιπάλους και μάλιστα μερικούς υποστηρικτές της χαρακτηρίστηκε ως τεχνητό, μακαρονικό κατασκεύασμα.[6]

Και επίσης εν πολλοίς τυχαία σχηματίστηκαν τα νέα λεξήματα, όπως στην καθαρεύουσα παρατηρήθηκαν πλείστα λήμματα αρκετά αυθαίρετα ως προς την ετυμολογική τους αναγωγή, αρχαίες ρίζες ανασυνδυάστηκαν για να σημάνουν σύγχρονες έννοιες, έτσι το βιβλικό moqeš «παγίδα, θηλειά» σημαίνει σήμερα «νάρκη»[7] Αφού το λεξιλόγιο της Παλιάς Διαθήκης περιείχε μόνο 8000 χιλιάδες λήμματα, από τα οποία ορισμένα δεν μπορούσαν να επανεισαχθούν, ο ίδιος αριθμός λέξεων συγκροτήθηκε από το Ταλμούδ, προπάντων από τη Mišna, την κωδικοποίηση των προφορικών νόμων και παραδόσεων που είχε συνταχτεί κατά το 2ο αιώνα. Περίπου 6000 χιλιάδες λέξεις ήλθαν από τα μεσαιωνικά εβραϊκά, ενώ γύρω τις 15000 χιλιάδες νεολογισμοί υπάρχουν ήδη στο κοινόχρηστο σημερινό λεξιλόγιο, πολύ περισσότεροι στις ειδικές ορολογίες.[8] Και οι νεολογισμοί χρησιμοποιούν εν μέρει παλιές ρίζες, αλλά σχηματίστηκαν και με βάση ευρωπαϊκά και αραβικά δάνεια.

Αρχικά, η στρατηγική που ακολουθήθηκε στη δημιουργία νεολογισμών με παλιές ρίζες δεν διέφερε πολύ από την καθαρεύουσα, δημιουργήθηκαν πολλές σύνθετες λέξεις με δυ-λημματικούς πυρήνες, διαδικασία που την είχαν υιοθετήσει, σε διαφορετικό σημείο, και οι πολλές άλλες γλώσσες της εποχής (πρβλ τους νεολογισμούς για σιδηρόδρομος, railway, Eisenbahn, ferrovia, vasut), αλλά που είχε ήδη εφαρμοστεί στα κλασικά ελληνικά, βλ. θεολογία, φιλοσοφία, κτλ. Έτσι και στα εβραϊκά είχαν εισαχθεί, την εποχή της γλωσσικής αναγέννησης, σύνθετες λέξεις που όμως συχνά δεν ήταν εύχρηστες λόγω αδέξιων αν όχι κωμικών συνδυασμών – μερικές φορές θύμιζαν σημασιολογικά τέρατα σαν τον περίφημο εκγερμανισμό Gesichtserker αντί της λατινικής προέλευσης Nase (μύτη). Επί πλέον, το μεγάλο μάκρος τέτοιων νεολογισμών αποτελούσε εμπόδιο στην οριστική καθιέρωση τους, ιδιαίτερα όταν τα σημαινόμενα ήταν αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ο Ben Jehuda και οι συνάδελφοί του πρότειναν τότε πιο συμπαγείς νεολογισμούς[9], χάρη σε άλλους τρόπους παραγωγής, εκμεταλλευόμενοι τη μορφο-σημασιολογική ευελιξία των σημιτικών ριζών. Έτσι, το calque από τα γερμανικά sefer- milim (Wörterbuch) αντικαταστάθηκε με το million (από εβραϊκά milla «λέξη»), more ša-ot (δείκτης ορών=ορολόγιο) έγινε ša’on (πρβλ. και την ελληνική απλοποίηση ρολόι), batei jadajim-(σπίτια των χεριών=γάντια) μετατράπηκε σε kesajot, maqhelat nognim (χορωδία των παικτών=ορχήστρα) αντικταστάθηκε με tismoret.[10] Και μεταγενέστερα, οι νεολογισμοί που έμελλε να πάρουν τη θέση των ξένων λέξεων, διακρίθηκαν από την συντομία τους. Ίσως και γι’αυτό η μεγάλη πλειοψηφία τους ενσωματώθηκε στην γλώσσα χωρίς πρόβλημα και ακόμη σήμερα κερδίζουν έδαφος οι νεολογισμοί σε βάρος των διεθνών δανεισμών, ενώ στα ελληνικά (και βέβαια όχι μόνο εκεί) παρατηρείται από καιρό η αντίθετη τάση.[11]

Ο εξής πίνακας δίνει μερικά παραδείγματα νεολογισμών, που αντικατέστησαν «διεθνή δάνεια» και ακόμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.[12]

ξένο δάνειο στα παλιότερα ιβρίτ

νεολογισμός που επεκράτησε στα σημερινά ιβρίτ

ελληνικό αντίστοιχο

ξένο δάνειο στα παλιότερα ιβρίτ

νεολογισμός που επεκράτησε στα σημερινά ιβρίτ

ελληνικό αντίστοιχο

adresa (3)

ktovet (2)

διεύθυνση (4)

advokat (3)

orex din

δικηγόρος (4)

bomba

pcaca (2)

βόμβα (2)

garaž (2)

musax (2)

γκαράζ (2)

gripa

šapaat (3)

γρίπη (2)

kostium (2-3)

xalifa (3)

κοστούμι (3

moda (2)

ofna (2)

μόδα (2)

oto (2)

mxonit (2)

αυτοκίνητο (5)

prográma (3)

toxnit (2)

πρόγραμμα (3)

raketa

maxbet

πύραυλος (3), ρουκέτα (3)

restoran (3)

mis’ada (3)

εστιατόριο (4-6), ρεστοράν (3)

revolver (3)

ekdax (2)

περίστροφο (4)

seria (3)

sidra (2)

σειρά (2)

taksi (2)

monit (2)

ταξί (2)

 

Η πετυχημένη «μη κυριολεκτική» στρατηγική στον τομέα των νεολογισμών επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, από τις προαναφερόμενες ανεπάρκειες του λεξικού της Βίβλου. Η ίδια ανεπάρκεια έκανε τους οπαδούς των ιβρίτ να μη αναπαράγουν το λάθος των νεοαττικιστών, δηλαδή να προστρέξουν και γενικότερα αποκλειστικά σε ένα ιδανικό κλασικό στάδιο της γλώσσας, θεωρώντας όλα τα μεταγενέστερα στάδια διεφθαρμένα.
Αυτό όμως δεν εμπόδιζε να εμφανιστούν και στα ιβρίτ άλλες δυσκολίες που δυσχέραναν όχι μόνο κατά τη γνώμη των δημοτικιστών την εκμάθηση μίας ουσιαστικά ανα-κατασκευασμένης ιστορικής γλώσσας. Οι ελλείψεις στην έμμεση συναισθηματική εκφραστικότητα της αρχικά τεχνητής γλώσσας παρέμειναν, και πέρα από την πρώτη γενιά ιβριτοφώνων, ένα πρόβλημα. Στον χώρο των υβριστικών λέξεων η ανεπάρκεια αυτή θεραπεύτηκε με την εισαγωγή κυρίως αραβικών εκφράσεων.

Άλλη δυσκολία παρουσίασαν οι αναβιώσεις αρχαίων μορφολογικών και συντακτικών φαινόμενων που δεν υπήρχαν πια στις σημερινές γλώσσες των μαθητών της εβραϊκής. Μορφές σαν την απόλυτη γενική στις πιο αρχαΐζουσες παραλλαγές της καθαρεύουσας απάντησαν στα ιβρίτ το αντίστοιχό τους με την επαναφορά του δυϊκού αριθμού. Πάντως, ορισμένα μορφολογικά και συντακτικά στοιχεία των βιβλικών εβραϊκών όπως το απόλυτο απαρέμφατο δεν ξαναμπήκαν σε χρήση. Εν γένει και τα νέα εβραϊκά παρουσιάζουν μια δομή περισσότερο αναλυτική από τα βιβλικά εβραϊκά.[13]

Και όσο επέμεναν οι υπέρμαχοι της δημοτικής στην Ελλάδα από τον Ψυχάρη ως το Δελμούζο και το Γληνό ότι η εισαγωγή ανάλογων περίπλοκων μορφών στη γλώσσα θα καθιστούσε την εκμάθηση της αδύνατη και τους μαθητές ημιαναλφάβητους και ψυχολογικά ακρωτηριασμένους, τα ιβρίτ διδάχτηκαν με επιτυχία και όσοι το είχαν μάθει δεν διέπρεπαν σε πνευματική καθυστέρηση με όλες τις μορφολογικές ιδιοτροπίες των ιβρίτ.
Άλλο μέτωπο πολεμικής άνοιξαν οι δημοτικιστές σχετικά με την απορρόφηση, στη καθαρεύουσα των εφημερίδων και της καθομιλουμένης, του σχετικού πανευρωπαϊκού (ιδίως γαλλικού) λεξιλογίου με τα χαρακτηριστικά σημασιολογικά φάσματά του, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφορών και των κλισέ. Και γνωστοί επιστήμονες του δημοτικιστικού στρατοπέδου επέπληξαν την ενσωμάτωση τέτοιων εκφράσεων ως ανοσιούργημα εναντίον της εθνο-γλωσσικής ταυτότητας, ενώ περιέργως, αντιμετώπιζαν τις τουρκικές λέξεις στα νεα-ελληνικά ως αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης, που γι’αυτό δεν έπρεπε να εκκαθαριστούν.

Για τους δημιουργούς των ιβρίτ, σύγχρονους των προαναφερομένων, δεν τέθηκε καν το πρόβλημα. Η σημασιολογική μεταφορά (transposition) από το κοινό φόντο των κύριων ευρωπαϊκών γλωσσών έγινε δεκτή χωρίς περαιτέρω συζήτηση[14], ενώ ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος όπως ο Ψυχάρης έπνευσε μένεα όταν ανακάλυψε ξενόφερτες «νόθες» εκφράσεις-calques του τύπου «αρθρώνω λέξη» , «έχω διάθεση», «θίγω χορδή ευαίσθητον» ή «ρήξη διπλωματικών σχέσεων».[15] Και ο Γιανίδης, άλλωστε κάθε άλλο από γλωσσικό σκοταδιστής, αμφέβαλε αν το λεξιλόγιο της καθαρεύουσας με τη συστηματική λημματοποίηση σημασιολογικών διαφορών κατά δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο θα ήταν ποτέ προσιτό στις διανοητικές δυνατότητες των μη μορφωμένων. Μία υπηρέτρια που θα έλεγε «ο κύριος εξήλθε» αντί «ο κύριος βγήκε», δεν θα αντικαθιστούσε και τις άλλες συνδηλώσεις και ιδιωματικές εκφράσεις του ρήματος με το εξέρχομαι, λέγοντας στραβές ελληνικούρες του τύπου «εξήλθε βουλευτής», «εξήλθε σε καλό» κτλ. αντί «βγήκε βουλευτής», «βγήκε σε καλό»; Συμπέρασμά του: «Λοιπόν ο λαός δε μαθαίνει την καθαρεύουσα».[16]

Με όλη την εισαγωγή γενικών σημασιολογικών φασμάτων και συγκεκριμένων εννοιών από τις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες και τους συναγωνιστικούς νεολογισμούς, η εκμάθηση των ιβρίτ ήταν οπωσδήποτε πιο δύσκολη από την απλή τουλάχιστον καθαρεύουσα αφού οι μαθητές δεν ξεκίνησαν από συγγενή γλώσσα, αλλά έπρεπε να εξοικειωθούν με τη δομή μιας σημιτικής, άρα μη ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. To ίδιο ίσχυε φυσικά και για τους ομιλητές των jiddisch τα οποία μεν γράφηκαν, ως γνωστόν, εν γένει με εβραϊκούς χαρακτήρες, αλλά ουσιαστικά στηρίχτηκαν σε παλιότερες μορφές των γερμανικών του όψιμου μεσαίωνα, με μερικά σλαβικά και εβραϊκά adstrata, ενώ το ladino βασιζόταν στα ισπανικά του 15ο αιώνα.

Προκύπτει εκ τούτου, ότι και στην Ελλάδα η νεκρανάσταση της αρχαίας γλώσσας, αν και μεταμφιεσμένη με σύγχρονη ενδυμασία, δεν ήταν εκ των προτέρων αποκλεισμένη.
Αν αυτό δεν έγινε, δεν εξαρτιόταν τόσο από τις εσωγενείς δυσχέρειες που συσχετίζονται με την (πάντα αναγκαίως ατελή) ανακατασκευή μιας αρχαίας γλώσσα, αν εξαιρέσουμε ίσως τα μορφήματα που λόγω αλλαγής προφοράς είχαν χάσει τη λειτουργική τους δύναμη.
Διατυπώνεται η υπόθεση ότι τα αίτια για την επικράτηση μιας πιο δημώδους μορφής της ελληνικής δεν έγκεινται τόσο στη διχοτομία φυσική γλώσσα – τεχνητή γλώσσα, αλλά σε άλλους παράγοντες, εκ των οποίων αναφέρουμε τους εξής.

  1. η ύπαρξη μιας δημοτικής γλωσσικής βάσης, που με ευκολότερες επεμβάσεις λεξικολογικού (με πολλούς νεολογισμούς από τα αρχαία) τύπου και με λιγότερες επεμβάσεις μορφολογικού χαρακτήρα (αναβίωση ορισμένων αρχαιόκλιτων τύπων των ουδετέρων, κτλ.) μπορούσε να λειτουργήσει ως σύγχρονη εθνική γλώσσα
  2. η συγγένεια αυτής με τις αρχαίες μορφές ήταν (υποκειμενικά) πάντως αρκετά έκδηλη ώστε να μπορούσε να φορτιστεί με συμβολικές εθνικές αξίες όπως η έκφραση διαχρονικής συνέχειας[17]
  3. η προτίμηση των καθαρευσιάνων για corpus planning και η εντυπωσιακή τους αδιαφορία για status planning τους έκανε να εντρυφούν σε άγονες φιλονικίες μεταξύ τους για μορφολογικές λεπτομέρειες, αντί να προωθήσουν και οι ίδιοι την ενεργή προφορική χρήση της γλώσσας στο δικό τους προσωπικό περιβάλλον ή (γιατί όχι) σε ένα πειραματικό νηπιαγωγείο.
  4. ο μη συντονισμός και στο corpus planning, δηλαδή η ανικανότητα των καθαρευουσιάνων να εμπεδώσουν μια τυποποιημένη μορφή της καθαρεύουσας, αλλά να επιχειρήσουν ολοένα και περισσότερο τη χίμαιρα της κυριολεκτικής αναστήλωσης της αρχαίας αττικής, και η χαμηλή συναγωνιστικότητα πολλών νεολογισμών.

Τα ιταλικά την εποχή της ιταλικής ενοποίησης – μια γλώσσα μικρής μειονότητας σε έναν ωκεανό διαλεκτοφώνων – ενώ η Δημοτική ήδη το γενικό μέσο πανελληνίας επικοινωνίας;

Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την συγκρότηση του ιταλικού εθνικού κράτους το ποσοστό των αναλφαβήτων ανερχόταν, με βάση τα επίσημα δεδομένα της εποχής, σε 73%-78%. Αυτή η καθυστέρηση οφειλόταν κυρίως στις σοβαρές ανεπάρκειες στη προώθηση της στοιχειώδους παιδείας, η οποία μόνο από την εποχή του Ναπολέοντα είχε γνωρίσει βελτιώσεις σε μερικές περιοχές του βορρά. Τρεις Ιταλοί στους τέσσερεις δεν ήταν σε θέση να έλθουν σε επαφή με τη γραπτή εθνική γλώσσα, ούτε μπορούσαν να εξοικειωθούν τουλάχιστον με την προφορική παραλλαγή του ιδιώματος αυτού, αφού η χρήση αυτή ήταν πολύ περιορισμένη στην κοινωνική κλίμακα καθώς και τοπικά.

Αλλά και αυτό το τέταρτο που είχε δηλώσει ότι ήξερε την εθνική γλώσσα, δεν την κατείχε όντως καλά στο σημείο να την χρησιμοποιεί ενεργά στην καθημερινή ζωή, και αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι οι στατιστικές πιθανόν έτειναν να παραστήσουν μια εικόνα θετικότερη από την πραγματικότητα. Ακόμη το 1951, 25% των μη αγράμματων έπρεπε να θεωρηθούν „semianalfabeti“. Πιθανόν να ήταν πιο υψηλό το ποσοστό αυτό κατά το 19ο αιώνα, και μάλιστα δεν αναγκαζόμαστε να περιοριστούμε σε εικασίες. Εν όψει της χαμηλής αποτελεσματικότητας της τότε στοιχειώδους παιδείας – οι σχετικές μαρτυρίες σύγχρονων παρατηρητών συγκλίνουν στο ότι αυτή κατέστησε ικανή να διαβάζει και να γράφει μόνο μια μειοψηφία των απόφοιτων – ο De Mauro επέλεξε το ποσοστό φοίτησης στην δευτεροβάθμια παιδεία ως προσφυές κριτήριο για να προσδιοριστεί ο πιθανότερος αριθμός όσων κατείχαν επαρκώς την εθνική γλώσσα. Οι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης γύρω στα 1860 αποτελούσαν περίπου 0,8% του συνολικού πληθυσμού, εκτός της Ρώμης και της Τοσκάνης όπου οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, Επομένως το ανώτερο όριο σε αυτή την κατηγορία ανέρχεται σε 160000 άτομα. [18]

Σε αυτά τα στοιχεία οφείλει να προστεθεί ο αριθμός των αποφοίτων της στοιχειώδους παιδείας των πόλεων της Τοσκάνης (400000) καθώς και της Ρώμης (70000), δηλαδή συνολικά ακόμη 470000. Αφ ενός οι διάλεκτοι της Τοσκάνης κατέστησαν την εκμάθηση της εθνικής γλώσσας που ως γνωστόν στηριζόταν κυρίως στην ομιλία των μορφωμένων της περιοχής αυτής πιο εύκολη, αφ ετέρου το σχολικό σύστημα της Ρώμης είχε σημαντικά καλύτερη απόδοση. Από το συνολικό πληθυσμό των 25 εκατομμυρίων κατείχαν εν πολλοίς την εθνική γλώσσα στον προφορικό και γραπτό λόγο μόνο 630000 άτομα, τουτέστιν απλώς και μόνο 2,5%. Έτσι, ο αριθμός των αληθώς ιταλόφωνων σχεδόν δεν ξεπέρασε, όπως υπογραμμίζει ο Ιταλός γλωσσολόγος, το ποσοστό των alloglotti, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν μια μην ιταλική γλώσσα.[19]

Αλλά και ως προς την εθνική κατάταξη των ιταλικών διαλέκτων με τις συχνά μεγάλες διαφορές μεταξύ τους σε λεξιλόγιο, αλλά και στο συντακτικό υπάρχουν αμφιβολίες εάν ενδέχεται να θεωρηθούν ως μέλη μιας ιταλικής οικογένειας.

Ορισμένοι ρομανιστές τω όντι εννοούν μάλιστα τις ιταλικές διαλέκτους ως ανεξάρτητες ρομανικές γλώσσες[20]; εάν αυτό είναι μια υπερσυμπληρωματική αντίδραση στους συμβατικούς μύθους στο χώρο της εθνικής γλώσσας ή όχι δεν θα συζητηθεί εδώ.

Πάντως παραμένει το γεγονός. ότι η επίσημη ιταλική αποτελούσε μόνο για μια μικρή μειοψηφία μέσο επικοινωνίας..[21] Οι εκτιμήσεις του διάσημου Ιταλού γλωσσολόγου προκάλεσαν μεν στην αρχή κάποια αντίρρηση, αλλά επανειλημμένοι υπολογισμοί ανέδειξαν το σωστό μεθοδολογικό θεμέλιο των στοιχείων του. Τώρα δεν χωρά πια αμφιβολία ότι οι αναλύσεις του De Mauro αποτελούν επιστημονικό κεκτημένο.
Άλλη, μάλλον διαμετρικά αντίστροφη είναι η επιστημονική γνώμη που ακόμη σήμερα κυριαρχεί στον ελληνικό χώρο.

Για τις εντελώς ή εν μέρει ελληνόφωνες περιοχές του 19ου, αιώνα υπετίθετο και υποτίθεται μια ουσιαστικά ομογενής, εθνική γλώσσα υπό μορφήν της δημοτικής που λειτούργησε (ή οπωσδήποτε θα ήταν σε θέση να το κάνει) ως πανελλήνιο μέσο επικοινωνίας. Ούτε κάθετα, τουτέστιν κοινωνικά, ούτε οριζόντια υπήρχαν, κατά την θεωρία αυτή, σοβαροί φραγμοί στην αλλεπάλληλη προφορική (και, κατά μείζονα λόγο, γραπτή) κατανόηση. Γίνονται δεκτές οι τοπικές παρεκκλίσεις, άλλα κατά γενική συμφωνία δεν παρακωλύουν την επικοινωνία. Μερικοί μεν ανέφεραν ορισμένες εξαιρέσεις, δηλαδή διαλέκτους που είχαν απομακρυνθεί τόσο από την δημώδη κοινή ώστε η επικοινωνία να ήταν πολύ δύσκολη. Χαρακτηριστικά παραμένουν εκτιμήσεις σαν την ακόλουθη:

«Και σήμερα …ένας Αυστριακός κι ένας Ελβετός όταν μιλάνε τη διάλεκτό τους δεν μπορούν σχεδόν να συνεννοηθούν. με τα καθαρά γερμανικά όμως έχουν σημείο επαφής. Κάτι παρόμοιο νομίζω συνέβαινε τότε με τις ελληνικές διαλέκτους. Η ήδη διαμορφωμένη κοινή νεοελληνική ήταν το σημείο επαφής (πάντως η διαφορά ανάμεσα στις ελληνικές διαλέκτους δεν είναι, ούτε ήταν τόσο μεγάλη, όσο ανάμεσα στις γερμανικές. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν τα αρβανίτικα, που δεν νομίζω ότι μπορούν να χαρακτηρισθούν ελληνική διάλεκτος)»[22]

Κατά πάσα πιθανότητα πιο κοντά στην «τότε» (α’ ήμισυ του 19ου αιώνα) πραγματικότητα φαίνονται οι παρατηρήσεις ενός συγχρόνου της εποχής αυτής, του Βυζαντίου, στο έργο του οποίου «Βαβυλωνία» αναφέρθηκε το προηγούμενο σχόλιο.

«Είναι μεν αστείον, αλλά και λυπηρόν εξ εναντίας το να βλέπη τις εις μίαν συναναστροφήν διαφόρων Ελλήνων, οίον Χίων, Κρητών, Αλβανών, Βυζαντίων …και λοιπών, ως εκ της διαφθοράς, εις ην υπέπεσεν η ελληνική γλώσσα και από αρχαιοτέρας εποχάς, εξαιρέτως δε από της εποχής καθ’ήν το ελληνικόν έθνος υπεδουλώθη υπό την οθωμανικήν δυναστείαν, άλλον μεν να μιγνύη λέξεις τουρκικάς, άλλον ιταλικάς, άλλον δε αλβανικάς, και άλλον διεφθαρμένας, - τώρα ήρχισαν να μιγνύουν και γαλλικάς, μάλιστα πολλαί κυρίαι και πολλοί κύριοι τας μεταχειρίζονται ως συρμόν, οίον «υπάγω να κάνω ραντεβού είμαι σήμερον νεγκλιζέ…»και εις την αυτήν συναναστροφήν όλοι Έλληνες όντες, να μη δύνανται να εννοώσιν ο εις τον άλλον χωρίς της ανάγκης μεταφράσεως, ή εξηγήσεως των προφερομένων αφ ένα έκαστον λέξεων, ώστε η συναναστροφή εκείνη καταντά Βαβυλωνία.»[23] Και ο Βυζάντιος δεν υπήρξε καθόλου φανατικός υποστηρικτής της καθαρεύουσας, που με τη γελοιοποίηση των «ακαταλαβίστικων» διαλέκτων ήθελε να καταπολεμήσει γενικά μια πιο δημώδη μορφή της γλώσσας: «…ένεκα τούτου παρεισάγω εις την σκηνήν και ένα Λογιώτατον σχολαστικόν. δια ν αποδειξω ότι και ο τρόπος της σχολαστικής διαλεκτικής μεταξύ της καθομιλουμένης είναι πρόξενος αηδίας…».[24]

Η πεποίθηση ότι μια δημώδης κοινή συνέδεε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο με ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό μέσο πανελλήνιας επικοινωνίας δεν βρίσκει μόνο οπαδούς στην Ελλάδα, αλλά και μεταξύ ξένων νεοελληνιστών. Μόνο οι υποστηρικτές της καθαρεύουσα είχαν αμφισβητήσει την ύπαρξη μιας ενιαίας υπερ-διαλεκτικής δημώδους γλώσσας, τονίζοντας το βαθύ χάσμα μεταξύ των διαλέκτων που δήθεν θα οδηγούσε στη διάλυση του έθνους, εάν η καθαρεύουσα δεν θα επιβαλλόταν ως εθνική γλώσσα (τόσο γραπτού όσο προφορικού λόγου), επιχείρηση που θα είχε προχωρήσει ήδη πολύ, όπως αρέσκονταν να δηλώνουν κάπως υπερρεαλιστικά οι καθαρευουσιάνοι. Φως φανερό ότι η καθαρεύουσα που δεν πέτυχε ποτέ να γίνει η προφορική γλώσσα ούτε καν των θερμών οπαδών της δεν ήταν για λόγους γλωσσικούς και εξωγλωσσικούς ποτέ σε θέση να αναλάβει τέτοιο ρόλο.

Αλλά πώς ήταν η διάδοση της δημοτικής; Υπάρχουν λόγοι να υποθέσουμε ότι είχε μεγαλύτερη διάδοση – κοινωνική και γεωγραφική - από τα τυποπoιημένα ιταλικά;

Οι παράμετροι στοιχειώδους παιδείας καθιστούν πιθανότερη την αντίθετη εκδοχή. Κατά τις διαθέσιμες στατιστικές το ποσοστό αγραμμάτων κινούνταν στο ελληνικό κράτος – να μην αναφέρουμε τα αλύτρωτα εδάφη υπό οθωμανική κυριαρχία- κατά προσέγγιση στο επίπεδο της Νότιας Ιταλίας, δηλαδή των πιο καθυστερημένων περιοχών της χώρας. Το 1907 ο αριθμός των αναλφαβήτων συμποσείτο στο 66%, το 1914 στο 70% εξαιτίας της προσάρτησης των νέων χωρών, για να πέσει ως το 1928 στο 41%.[25] Λαμβάνοντας υπ’όψη ότι η διδασκαλία της καθαρεύουσας προβλεπόταν και στη στοιχειώδη παιδεία, και όταν η γλώσσα αυτή ήταν – θεωρητικά τουλάχιστον, όχι το αντικείμενο, αλλά και το μέσο διδασκαλίας, η αποτελεσματικότητα των σχολείων σίγουρα θα ήταν ακόμη πιο χαμηλή από ό,τι στην Ιταλία.[26]

Και τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα συνηγορούν υπέρ της μεγαλύτερης ετερογένειας του ελληνικού χώρου. Διαφορετικά από την Ιταλία, όπου μετά την Αναγέννηση κατά βάθος μόνο τα γαλλικά ως γλώσσα πολιτισμού και αυλής εξασκούσαν κάποια επίδραση στην εξέλιξη της γραπτής ιδίως γλώσσας, και αυτό μόνο για ένα δυο αιώνες το πολύ πολύ, ο ελληνόφωνος κόσμος υπέστη διαφορετικές ξένες επιδράσεις κατά πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, το ιταλικό (κυρίως ενετικό) adstratum καθώς και το οσμανικό συνέβαλαν στο να βαθαίνουν οι τοπικές διαφορές.

Η γεωγραφική κινητικότητα που αυξήθηκε ιδιαιτέρως το 18ο αιώνα ενδέχεται βέβαια να εξομάλυνε διαφορές μεταξύ των διαλέκτων. Ας σκεφτούμε λ.χ. το μεταναστατευτικό ρεύμα από τη Στερεά Ελλάδα προς την Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, που άρχισε το 18ο αιώνα, αλλά και την άνοδο της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο με τον πολλαπλασιασμό επαφών που συνεπάγονταν. Ωστόσο, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου παρέμειναν, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, απομονωμένοι μικρόκοσμοι, και από γλωσσική σκοπιά. Ο ορίζοντας των κατοίκων μόνο σπάνια ξεπέρασε αυτό το νησιωτικό περιβάλλον. Το ότι η Σαλαμίνα, που είχε εύκολες και σχετικά συχνές συναλλαγές με την Αθήνα, δήλωσε, στην απογραφή του 1900 ακόμη, 50% όχι διαλεκτόφωνους, αλλά μάλιστα αλβανόφωνους, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι και η εξομάλυνση των ντόπιων ελληνικών διαλέκτων δεν είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο στα νησιά. Τα νησιά με μεγάλη ναυτική δραστηριότητα, τα των εφοπλιστών όπως η Σύρα, η Ύδρα ή η Σύμη αποτελούσαν εξαιρέσεις που μόνο επιβεβαίωσαν τον κανόνα.[27] Αντίθετα, η ελληνική ενδοχώρα με τις οροσειρές τοποθετημένες παράλληλα με την ακτογραμμή που στέκονταν σοβαρό εμπόδιο στην συγκοινωνία ήταν ακόμη περισσότερο δυσπρόσιτα από τα γεωγραφικά δεδομένα τις Ιταλίας, αν εξαιρέσουμε την Magna Grecia, τη Νότια Ιταλία. Αρκεί να σκεφτούμε την πεδιάδα του Πάδου, ή την Emilia-Romagna για να συνειδητοποιήσουμε τις πιο ευνοϊκές γεωγραφικές συνθήκες για υπερ-τοπική συν- και επικοινωνία στην Ιταλία
Επί πλέον, η παρουσία των αλλοφώνων ήταν πιο αισθητή σε σύγκριση με την Ιταλία, ακόμη το 1900 περίπου 10-15% του πληθυσμού του τότε Βασιλείου της Ελλάδας μιλούσαν άλλη γλώσσα, κυρίως τα αρβανίτικα και τα αρωμούνικα, ενώ οι ανάλογες εθνικές ομάδες της Ιταλίας ανέρχονταν μόνο σε 2,5%. Χάρη στις διαγλωσσικές επαφές τα ιδιώματα των μειονοτήτων επηρεάστηκαν μεν από τα ελληνικά, αλλά και οι γειτνιάζουσες ελληνικοί διάλεκτοι δέχτηκαν διάφορα στοιχεία τους.

Πολλά άρα πείθουν ότι η ποικιλία των διαλέκτων στην Ελλάδα και οι διαφορές μεταξύ τους δεν πιο ασήμαντες, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, από την Ιταλία.

Μόνο μεταγενέστερα, με τη γενικότερη επιβολή της υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης και ως αποτέλεσμα των πολιτικών διαταραχών του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου η γλωσσική ομοιογενοποίηση του πληθυσμού προχώρησε με πιο γοργό βήμα. Με την αναχώρηση των πλείστων μην ελληνόφωνων μειονοτήτων και τη μαζική άφιξή των προσφύγων από την Μικρά Ασία, η εθνική σύνθεση (αν και όχι πάντα η γλωσσική, αφού όχι λίγοι πρόσφυγες δεν μιλούσαν ελληνικά) άλλαξε ριζικά. Ελληνόφωνοι διάφορων γεωγραφικών και κοινωνικών προελεύσεων ανακατεύτηκαν για πρώτη φορά σε αυτή τη κλίμακα ήδη λόγω των πολιτικών γεγονότων. Αλλά άλλος, και ακόμη πιο δυνατός και μακρόχρονος κινητήρας για την σταδιακή εξομάλυνση των διαλεκτικών διαφορών υπήρχε στην συγκέντρωση του πληθυσμού στην πρωτεύουσα και σε πολύ χαμηλότερο βαθμό στην συμπρωτεύουσα ως αποτέλεσμα της ριζικής μακρόχρονης αστυφιλίας. Ο σχεδόν αποκλειστικός προσανατολισμός της εσωτερικής μεταναστευτικής κίνησης προς το λεκανοπέδιο της Αττικής που αποτελεί τον κύριο διοικητικό καθώς και τον κύριο οικονομικό πόλο της χώρας, εμπόδιζε τη συσπείρωση διαλεκτοφώνων σε επαρχιακά κέντρα ικανά να ενισχύουν και τις ντόπιες λαλιές. Σήμερα, οι διαλεκτικές διαφορές της τωρινής ελληνικής είναι μικρότερες από την Ιταλία, πολλές τοπικές διάλεκτοι έχουν μεταμορφωθεί σε τοπικές παραλλαγές (variety) της εθνικής γλώσσας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όπως είδαμε, ότι ιστορικά οι διαφορές αυτές δεν ήταν τόσο βαθιές ώστε να εμποδίζουν την μεταξύ τους επικοινωνία.

Η ενιαία δημώδης γλώσσα ως πραγματικότητα και όχι ως ίνδαλμα μιας φανταστικής κοινότητας κατά πάσα πιθανότητα έγινε πραγματικότητα κατά το διάβα του 20ου αιώνα. Θα ήταν άρα λάθος να κρίνουμε εκ του σήμερον τις ιστορικές συνθήκες, υποθέτοντας για την Ελλάδα του 19ου αιώνα μια γλωσσική συνεκτικότητα που τότε δεν υπήρχε σε καμία άλλη χώρα με ανάλογες παραμέτρους αλφαβητισμού και, γενικότερα, κοινωνικής ανάπτυξης, και που έλειπε και από ορισμένα προχωρημένα κράτη της εποχής.

Ekkehard W.Bornträger, Παν/μια Φριβούργου (Ελβετίας) και Μαγεντίας-Germersheim (Γερμανία)

 

 

[1] Hagège, Claude, Halte à la mort des langues, Paris 2000

[2] Πάλιν μία αντίρρηση κατά του δόγματος του Hobsbawm σύμφωνά το οποίο τα εθνικά κράτη δημιουργούν πάντα τις εθνικές γλώσσες. Αλλά οι εθνικές γλώσσες , έστω σε υποτυπώδη μορφη, μπορούν να προηγηθούν της συγκρότησης εθνικού κράτους.

[3] Hagège, ο.π.., σ. 307

[4] Ηagège, ο.π., σ. 309

[5] Hagège, S. 313 Ως προς το φιλολογικό ζήλο τους οι πρωτοπόροι των νέων εβραϊκών δεν υστερούσαν των καθαρευουσιάνων. Εάν το ιστορικό λεξικό της ελληνικής, που ξεκίνησε την ίδια εποχή, απέχει σήμερα ακόμη ίσως ένα αιώνα από το πέρας του, αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο σημαντικά μεγαλύτερο corpus. Οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο περιμένει το επίτευγμα του Ben Jehuda, που μόνος του σταχυολόγησε 500000 παραθέματα.

[6] Ας σημειωθεί όμως ότι και τα λεξήματα που αντλήθηκαν από τα βιβλικά εβραϊκά συχνά υπέστησαν σημασιολογικές μεταμορφώσεις, φαινόμενο καθόλου ασυνήθιστο επίσης στην καθαρεύουσα.

[7] Βλ. και τον δισυπόστατο δανεισμό, όπως αποκαλεί ο Πετρούνιας το φαινόμενο να μπήκε (κάποια λέξη) στην νεότερη ελληνική από διπλό δρόμο,σαν δάνειο μορφής από τα αρχαία ελληνικά και σαν δάνειο σημασίας από τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδίως τα γαλλικά. Στα εβραϊκά έγινε κατ’αναλογίαν με τα ελληνικά και τα παραδείγματα που παραθέτει (εκδρομή αρχ. στρατιωτική επίθεση, καινούρια σημασία κατά το αγγλικό excursion, και υπάλληλος (αρχ. έννοιες της λογικής) από τα γαλλικά κτλ., Πετρούνιας, Ευάγγελος Β, „Το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής“, στο Χάρη, Γιάννη Η., Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, Αθήνα 2001, σ. 30-31

[8] Muruoka, Takamitsu, Modern Hebrew for Biblical Scholars, Wiesbaden 1998, σ. xvi.

[9] Πρβλ. και ‘iton με το πολυσύλλαβο του ελληνικό αντίστοιχο εφημερίδα (5 συλλαβές αντί δυο),

[10] Sivan, Reuben, «Ben-Jehuda und die Wiederbelebung der hebräischen Sprache», Ariel,. τεύχος. 10, 1970, σ.38

[11] Δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν και στα ελληνικά σύντομες παραγωγές του τύπου «καφές – καφενείο», και σχηματισμοί με προθέματα κτλ., π.χ. ενυδρείο που υπογραμμίζουν ότι η συντομία αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά στη διαφορετική δομή των δυο γλωσσών. Πάντως, στα ελληνικά επικρατεί σε πολλούς τομείς το δυ-λημματικό σχήμα κατά το «ζαχαροπλαστείο».

[12] Με βάση τα στοιχεία στο Μasson, Michel, ό.π., σσ. 179-181

[13] Συνοψίζοντας τις δομικές αλλαγές καθώς και τις προαναφερόμενες μετατοπίσεις του σημασιολογικού πεδίου, ένας διακεκριμένος ειδικός των κλασικών εβραϊκών παρατηρεί εύστοχα « Therefore, when one looks at the language as a structural whole, excluding for the moment subsequent lexical additions, the contemporary Israeli Hebrew would emerge as a distinct idiom markedly different from what one usually perceives as Biblical Hebrew. », Muruoka, Takamitsu, ό.π., σ. xvi.

[14] Έτσι παρατηρεί ο Τene ότι «die Inhaltsebene des hebräischen Wortschatzes weitaus europäisiert wurde. Die Erneuerer waren nicht imstande, der Tendenz auszuweichen, jedem hebräischen Wort die volle Bedeutung des nichthebräischen Wortes, das seine Quelle gewesen war, einzupflanzen. Auch pfropften sie auf hebräische Wörter die Kollokationsregeln nichthebräischer Wörter auf», Tene, David, «Das israelische Hebräisch», Ariel, τεύχος 10, 1970, σσ. 59-60

[15] Βλ. Ψυχάρης, Γιάννης, Το ταξίδι μου, κεφ. σσ. 88-94. Την εντύπωση που του κάνανε οι ελληνικές εφημερίδες την συνοψίζει ως εξής: «Άμα διάβαζα μια λέξη γραμμένη ελληνικά, νόμιζα την ίδια στιγμή πως διάβαζα γαλλικά. Ο τύπος ήταν ελληνικός, γαλλικά τα λόγια, το νόημα γαλλικό» ό.π., σ. 87.

[16] Γιανίδης, Ελισαίος, Γλώσσα και ζωή, Αθήνα 1908, ανατύπωση Αθήνα 1974, σ. 57. Το παράδειγμα της αναγέννησης των ιβρίτ (καθώς και οποιασδήποτε συστηματικής επέμβασης σε μια γλώσσα στα πλαίσια του language planning) διαψεύδει αυτήν την στάσιμη λογική του Γιανίδη, αλλά και των καθαρευουσιάνων και των γλωσσικών οραμάτων των πρώτων Σιωνιστών: «Nous nous interdisons donc de considérer la langue comme un moyen de transmission de l’expérience des générations passées et comme cadre susceptible de conditionner ou de limiter la pensée des locuteurs. Au contraire, la renaissance de l’hébreu prouve que la pensée peut modeler la langue et que ce que l’idéologie a fait, l’idéologie peut le modifier.» Masson, Langue et idéologie, Les mots étrangers en hébreu moderne, Παρίσι σ. 211

[17] Και όχι μόνο υποκειμενικά. Όπως είδαμε προηγουμένως, τα σύγχρονα ιβρίτ πιθανόν να περιέχουν λιγότερα λήμματα «κλασικής»ω(δηλαδή βιβλικής) προέλευσης (όχι λόγιοι νεολογισμοί) απ’ό,τι τα σημερινά ελληνικά από την κλασική εποχή της αρχαιότητας. Το ίδιο ενδέχεται να υποτεθεί και για τις κεντρικές διαλέκτους της δημοτικής (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος κτλ.) του 19ου αιώνα. Απ’την άλλη πλευρά, είναι επίσης έκδηλο ότι λιγότερες αρχαίες ρίζες επέζησαν στα ελληνικά απ’όσο στα ιβρίτ. Δύσκολο τότε να διαπιστωθεί ποια είναι η πιο αρχαία γλώσσα από άποψη λεξιλογίου.

[18] De Mauro, ο.π., σ.. 41; εννοείται ότι πρόκειται για ανώτερο όριο αφού οι προηγούμενες γενιές φοιτούσαν σπανιότερα στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (liceo κτλ.).

[19] De Mauro, S. 43

[20] Βλ. τη θεμελιώδη μελέτη των Lepschy, Anna Laura και Giulio, The Italian Language Today, Λονδίνο 21988. . Μια ανάλογη εκτίμηση του χάσματος μεταξύ των διαλέκτων παρατηρείται και στον γερμανόφωνο χώρο, όπου οι διαφορές σε μερικές περιπτώσεις θεωρήθηκαν μεγαλύτερες από αυτές που χωρίζουν π.χ. πολλά γειτνιάζοντα σλαβικά ιδιώματα.

[21] Αυτό τεκμηριώνεται και από σχόλια της εποχής, τα οποία μεν δε προσδιορίζουν ποσοτικά της τοπικές διαφορές, αλλά δε δίνουν μια εντύπωση της ποιότητάς τους. Έτσι, κατά το συγγραφέα Foscolo, ένας κάτοικος της Bologna και ένας μιλανέζος δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Και ο συγγραφέας αυτός ήταν θερμός υποστηρικτής της ιταλικής ενοποίησης, δεν είχε λόγο να παρουσιάσει την Ιταλία περισσότερο διηρμένη από γλωσσική πλευρά απ όσο ήταν. Άλλοι παρατηρητές ανέφεραν, ότι ούτε στο Πεδεμόντιο και στη Λομβαρδία, τις οικονομικά και διοικητικά πιο ανεπτυγμένες περιοχές, οι δάσκαλοι δεν κατόρθωσαν να συνεννοούνται με τους μαθητές τους στα επίσημα ιταλικά, εφόσον τουλάχιστον οι ίδιοι το ήξεραν καλά. Ακόμη πιο έκδηλη γίνεται η κατάσταση στους Ιταλούς μετανάστες που άρχισαν να φτάνουν στις Ηνωμένες πολιτείες από το 1880. Μεταξύ τους μιλούσαν ένα άξεστο ημι-αγγλικό ιδίωμα („rozzo gergo anglicizzante“) αντί να προστρέχουν στην εθνική γλώσσα, την οποίαν θα έπρεπε όμως να ξέρουν από το σχολείο. De Mauro, σ. 43και.εξης

[22] Έτσι ο Σπύρος Ευαγγελάτος στην εισαγωγή στην τρίτη έκδοση του Δ. Κ. Βυζάντιου, Η Βαβυλωνία, Αθήνα 2002, σ. κς’. Ο Βυζάντιος υπήρξε ένας από τους λίγους που ανοιχτά είχαν μιλήσει για την δύσκολη αν όχι αδύνατη συνεννόηση μεταξύ των διαλεκτοφώνων της εποχής του, και όχι μόνο χιουμοριστικά στην κωμωδία του. « .., όλοι Έλληνες όντες, να μη δύνανται να εννοώσιν ο εις τον άλλον χωρίς της ανάγκης μεταφράσεως... » , σ. 3.

[23] Βυζάντιος, ό.π., σ. 2

[24] Βυζάντιος, ό.π., σ. 80

[25] Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και αναπαραγωή, Αθήνα 1992, σσ. 468-469

[26] Ο χαμηλός αριθμός αναγνωστών στην προ-επαναστατική Ελλάδα εμφανίζεται και από τους καταλόγους συνδρομητών για τα βιβλία που έμελλαν να βγουν στο εξωτερικό. Όι πρώτες εκτιμήσεις ανέφεραν, ένα ποσοστό αγραμμάτων γύρω στα 90%, βλ. Turczynski, Emanuel, Sozial - und Kulturgeschichte Griechenlands im 19. Jahrhundert, Mannheim 2003μένα. Ο De Mauro αναφέρει για την Ιταλία τους εξής αριθμούς 1861 75%, 1911 40%, Σικελία 1861 89%, 1911 58%, Πούλια 1861 86%, 1911 60%, Καλαβρία 1861 86%, 1911 60%, ενώ Πεδεμόντιο 1861 75%, 1911 40%, Λομβαρδία 64%/ 13%, Τοσκάνη 74%/ 37%, Λάτσιο 68%/ 33%, βλ. De Mauro, Tullio, Storia linguistica dell’Italia unita, Bari 31972, σ. 95.

[27] Η Ύδρα στην εποχή του 21 και ακόμη μια γενιά μεταγενέστερα ήταν όμως κι αυτή ακόμη κυρίως αλβανόφωνη.