Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Δόμνα Πασχαλίδου

Ο πολιτικός λόγος στην υπηρεσία της οικονομίας: πολιτικές έννοιες στις ελληνικές διαφημίσεις της περιόδου 1880-1909

Ο προβληματισμός της συγκεκριμένης ανακοίνωσης προέκυψε μέσα στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος, που εκπονείται από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Βιέννης με τίτλο "Το πολιτικό λεξιλόγιο στην Ελλάδα την εποχή του Γεωργίου Α΄ (1863-1913)"[1]. Στόχος του προγράμματος – το οποίο συνιστά τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος για την εξέλιξη των γλωσσών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης τον 19ο αιώνα – είναι η συγκέντρωση και ανάλυση βασικών πολιτικών εννοιών από την εξέγερση του 1843 και την ψήφιση του πρώτου συντάγματος του ελληνικού κράτους ως το τέλος των βαλκανικών πολέμων (1913). Το υλικό αντλείται από τις ελληνικές εφημερίδες της εποχής – τόσο αυτές που τυπώνονταν μέσα στο ελληνικό βασίλειο, όσο κι εκείνες που εκδίδονταν σε ελληνική γλώσσα έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Οι μέθοδοι, εμπνευσμένες από τα δύο πολύτομα πρότυπα έργα ιστορίας των εννοιών, των Brunner – Conze – Koselleck, Geschichtliche Grundbegriffe: Historisches Lexikon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland και Reichardt – Schmitt, Handbuch politisch-sozialer Grundbegriffe in Frankreich, 1680-1820[2] και προσαρμοσμένες στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιστοριογραφίας και ιστορίας της γλώσσας, στηρίζονται στην ιστορική ανάλυση των εννοιών μέσα στα συμφραζόμενά τους· παράλληλα διερευνάται και η ιστορική ετυμολογία τους[3]. Από το σύνολο των άρθρων των εφημερίδων αποδελτιώνονται τα κύρια άρθρα, ενώ για λόγους που θα εκθέσω αμέσως συμπεριλήφθηκαν στην αποδελτίωση και διαφημιστικές καταχωρίσεις.

Η μεταβολή του τοπίου του ελληνικού τύπου μετά το 1863, με τον πολλαπλασιασμό των εντύπων, τη βελτίωση της ποιότητας της εκτύπωσης, το πλήθος και την ποικιλία των ειδήσεων, εξασφάλισε και στη διαφήμιση μια μόνιμη θέση στις σελίδες των εφημερίδων από το 1880 κι εξής[4]. Τα σύντομα κείμενα, που έχουν τη μορφή των σημερινών μικρών αγγελιών, ενημέρωναν δελεάζοντας το αναγνωστικό κοινό με νέα προϊόντα, υπηρεσίες ή καταστήματα, που αντανακλούσαν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αναπτυσσόμενης ελληνικής κοινωνίας. Ως βασικό εργαλείο τους χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα, για να καταστήσουν το διαφημιζόμενο προϊόν όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό και να πείσουν τον πιθανό καταναλωτή ή πελάτη για την αξιοπιστία της διαφήμισης και την αναγκαιότητα των αγαθών. Σε μια εποχή, κατά την οποία η εικόνα επιστρατεύεται σε περιορισμένη έκταση για διαφημιστικούς σκοπούς – μόνο λίγες διαφημίσεις συνοδεύονται από εικόνες, ενώ οι αφίσες εμφανίστηκαν λίγο αργότερα – το παιχνίδι με τις λέξεις αναδείχθηκε σε κυρίαρχο μέσο για την πειστική περιγραφή και διάδοση των πλεονεκτημάτων των προϊόντων της αγοράς.

Η λειτουργία και χρήση της γλώσσας στη διαφήμιση είναι εξ ορισμού ιδιότυπη: συχνά χρησιμοποιούνται αμφίσημες λέξεις ή εκφράσεις, επινοούνται νέoι όροι ή παραβλέπονται συνειδητά οι κανόνες της σύνταξης και της γραμματικής[5]. Αυτό, όμως, που κυρίως χρειάζεται και χρησιμοποιεί το διαφημιστικό κείμενο είναι μια γλώσσα άμεση, απλή, κατανοητή από ευρέα πληθυσμιακά στρώματα και ικανή να τα πείθει. Κατά συνέπεια, μέσα (και) από τον λόγο της διαφήμισης αναδεικνύονται έννοιες, όροι και λέξεις επίκαιρες, που έχουν απήχηση και μπορούν να "μιλήσουν" στον μέσο καταναλωτή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η ελληνική διαφήμιση του τέλους του 19ου αιώνα χρησιμοποιεί συχνά επίκαιρες πολιτικές έννοιες, είτε ως συνθήματα, είτε στην αναλυτική περιγραφή των διαφημιζόμενων αγαθών.

Μια πρώτη συγκέντρωση και έρευνα διαφημιστικών αγγελιών από ελληνικές εφημερίδες της περιόδου 1880-1909 μας οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τη γλώσσα τους. Οι διαφημίσεις καταχωρίζονται συνήθως μαζικά στην 3η ή 4η σελίδα – δηλαδή στην προτελευταία ή στην τελευταία σελίδα κάθε φύλλου – μαζί με άλλες μικρές αγγελίες, το δελτίο του χρηματιστηρίου και τα δρομολόγια πλοίων ή τρένων. Σε διάστημα αρκετών ετών επαναλαμβάνονται οι πιο πολλές από αυτές σε κάθε φύλλο και άλλες σε κάθε δεύτερο ή τρίτο. Αρκετές τις συναντά κανείς σε περισσότερες της μίας εφημερίδες, κατά κανόνα, όμως, φαίνεται πως η κάθε εφημερίδα έχει τη δική της "γκάμα" διαφημίσεων που δημοσιεύει. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί, ότι ο όρος διαφήμισις, ο οποίος μαρτυρείται στα λεξικά ήδη από το 1887, δεν απαντά στη γλώσσα του τύπου· αντ’ αυτού, χρησιμοποιείται για τις διαφημιστικές αγγελίες ο όρος ειδοποιήσεις[6]. Παράλληλα, συναντά κανείς στα ίδια τα διαφημιστικά κείμενα τον όρο ρεκλάμα, φορτισμένο με αρνητική σημασία, δηλ. ως η αναξιόπιστη και ψευδής διαφήμιση[7].

Κάθε διαφημιστική αγγελία αποτελείται από δύο μέρη:

(α) από τον τίτλο, που είναι συνήθως γραμμένος με κεφαλαία γράμματα. Εδώ είτε αναφέρεται αμέσως το διαφημιζόμενο προϊόν, είτε χρησιμοποιείται μια συνθηματική λέξη ή φράση – συχνά λεκτικά ή θεματικά άσχετη με το προϊόν – που αποσκοπεί στο να ελκύσει την προσοχή του αναγνωστικού κοινού·

(β) από το κείμενο της κυρίως διαφήμισης, όπου περιγράφεται το προϊόν αναλυτικά, εξαίρονται με έμφαση οι ιδιότητές του, δίνεται η ακριβής διεύθυνση του καταστήματος ή του τόπου όπου μπορεί να το προμηθευθεί κανείς και πληροφορίες για το κόστος του.

Οι διαφημιστικές καταχωρίσεις αφορούν μια ευρύτατη ποικιλία ειδών, καταστημάτων και υπηρεσιών: διαφημίζονται προϊόντα (όπως φάρμακα, καλλυντικά, ελιξήρια, ενδύματα, καπέλα, μηχανές, βιβλία, οίνοι κ.ά.), καταστήματα ή εταιρείες, (όπως χαρτοπωλεία, καταστήματα ειδών ρουχισμού και υφασμάτων, "πολυκαταστήματα" με εισαγόμενα είδη, υποδηματοποιεία, επιπλοποιεία, εργοστάσια κ.ά.) και υπηρεσίες (όπως γιατροί, μοδίστρες, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ιαματικά λουτρά, ζαχαροπλαστεία, ασφαλιστικές εταιρείες κ.ά.).

Σε ευθεία αναλογία προς την ποικιλία των διαφημιζόμενων προϊόντων εμφανίζεται ιδιαίτερα ευρύ και το καταναλωτικό κοινό προς το οποίο απευθύνονται. Μέσα από τον κόσμο των διαφημίσεων αναδύεται ολόκληρη η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα. Αν, βέβαια, ο επιθυμητός/ιδεατός δέκτης των διαφημιστικών μηνυμάτων συμπίπτει και με τον πραγματικό καταναλωτή – αναγνώστη των εφημερίδων – αποτελεί ένα άλλο ενδιαφέρον ερώτημα, με το οποίο η έρευνα δεν έχει εκτενώς ασχοληθεί[8].

Tο θέμα, όμως, στο οποίο θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μου, αφορά τη χρήση πολιτικών εννοιών στη γλώσσα της διαφήμισης στον ύστερο 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Καταρχήν απαιτείται μία διευκρίνιση: ως πολιτικές εκλαμβάνονται εδώ όλες οι έννοιες που σχετίζονται με την πολιτική ζωή της Ελλάδας· έννοιες, δηλαδή, που αφορούν τη μορφή, τη λειτουργικότητα και την αυτοσυνειδησία του ελληνικού κράτους. Τα επιμέρους ερωτήματα τα οποία θα διαπραγματευθώ είναι: (α) ποιες πολιτικές έννοιες απαντούν στη διαφήμιση, (β) με ποια προϊόντα ή υπηρεσίες συνδέονται, (γ) με ποια σημασία χρησιμοποιούνται οι έννοιες και (δ) ποια είναι η σχέση των εννοιών αυτών, έτσι όπως χρησιμοποιούνται στις διαφημίσεις, με το σημασιολογικό τους φορτίο στα υπόλοιπα κείμενα των εφημερίδων.

Από την αποδελτίωση των εφημερίδων Βρεττανικός Αστήρ (έτος 1862), Ακρόπολις (έτη 1897, 1899, 1909), Παλιγγενεσία (έτος 1899), Νέον Άστυ (έτη 1901, 1902, 1909) και Εφημερίς των Κυριών (έτη 1897, 1909) έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής περίπου 100 διαφημιστικά κείμενα, στα οποία χρησιμοποιούνται οι εξής πολιτικές έννοιες:

  1. Ανατολή
  2. Βασίλισσα ή Άνασσα
  3. Διάδοχος
  4. Εγχώριος
  5. Εθνικός
  6. Εκλογαί / εκλέξιμος / εκλογεύς
  7. Εστεμμένος
  8. Ευρώπη / ευρωπαϊκός
  9. Κοινωνία
  10. Κόσμος / υφήλιος
  11. Λαϊκός
  12. Πριγκίπισσα
  13. Πρόοδος / προοδευτικός
  14. Συναγωνισμός
  15. Τάξις

Από τις έννοιες αυτές απαντούν συχνότερα οι εξής:  Ευρώπη / ευρωπαϊκός και πρόοδος / προοδευτικός, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα και κεντρικές έννοιες της ελληνικής πολιτικής σκέψης. Για το λόγο αυτό, θα ασχοληθώ εδώ διεξοδικότερα με αυτές.

Ευρωπη / ευρωπαϊκος – Προοδος / προοδευτικος:

Στα 1897 διαβάζουμε στην εφημερίδα Ακρόπολις:
"Η γνωστή διπλωματούχος μοδίστα κ. Θ. Έμκε, επανακάμψασα εσχάτως εξ Ευρώπης, επλούτισε το εν οδώ Καλαμιώτου αριθ. 26 [...] μέγα γυναικείων ενδυμάτων εργοστάσιόν της, καταρτίσασα αυτό κατά σύστημα όλως Ευρωπαϊκόν. [...]"[9]. [Εικονα 1]

Εξάλλου, το εγχώριο πλεκτήριο "Ο Προμηθεύς" του κ. Ιωάννου υπόσχεται στους πελάτες του είδη "τελειότερα – κομψότερα – στερεώτερα – ευθυνότερα των ευρωπαϊκών"[10]. [Εικονα 2]

Μένοντας στο χώρο της μόδας, "είδη νεώτατα ευρωπαϊκά από φανέλλες και εσώβρακα τρικό, κάλτσαις χρωματισταίς, μανδήλια εκλεκτά, καθώς και μεταξωτά, μπαστούνια, λαιμοδέταις με παρισινά γούστα"[11] διαθέτει το κατάστημα του κυρίου Γουτάκη [Εικονα 3], ενώ στο "κατά πάντα Ευρωπαϊκόν" επιπλοποιείο του ορφανοτροφείου Χατζηκώστα βρίσκει κανείς "μπουφέδες, ερμάρια, μπαγειού, δουλάπια, τραπεζαρίαι, βιβλιοθήκαι, γραφεία, τραπέζια, σάλας, κονσόλας, κομμά, νιπτήρες, κομοδίνα, καναπέδες, πολυθρόνες, καθέκλαις, τραπεζαρίας και σάλας και ποικίλα άλλα κομψοτεχνήματα επεξειργασμένα υπό του κ. Κωνστ. Δαβίου, ούτινος η τέχνη αμιλλάται προς την των μάλλον γνωστών ευρωπαϊκών κομψοτεχνημάτων"[12]. [Εικονα 4]

Τέλος, η Ευρώπη "εισβάλλει" και σε χώρους διαμονής ή αναψυχής: στο "ευρωπαϊκώτατον" ξενοδοχείο Αι Μυκήναι, στην πλατεία Ομονοίας, "ευρίσκει τις πάνθ’ όσα υπάρχουσιν εν ευρωπαϊκοίς ξενοδοχείοις. Επίπλωσις τέλεια, κομψοτάτη και πολυτελεστάτη χαρακτηρίζει το λαμπρόν τούτο ξενοδοχείον [...]"[13] [Εικονα 5], ενώ στο επίσης "ευρωπαϊκώτατον" Ζυθοπωλείον των Αδελφών Φραγκίσκου "θα χάση όποιος δεν πάει. Εκεί μέσα βρίσκει κανείς όλες τις μπύρες του κόσμου, όλους τους μεζέδες της υφηλίου, όλη τη (sic!) περιποίησι και τον περίκοσμο των Παρισίων, και όλα τα περιοδικά της Ευρώπης. [...]"[14]. [Εικονα 6]

Η απαρίθμηση όλων των αντίστοιχων παραδειγμάτων, που συγκεντρώθηκαν στα πλαίσια της έρευνάς μου, θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική, αλλά θα υπερέβαινε κατά πολύ τα περιορισμένα πλαίσια μιας ανακοίνωσης. Συνοπτικά, πάντως, διαπιστώνει κανείς, ότι οι έννοιες "Ευρώπη" και "ευρωπαϊκός" εμφανίζονται σε διαφημίσεις για είδη ένδυσης και υπόδησης, μηχανές, ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα και πάντα ταυτίζονται με την ποιότητα, το καλό γούστο και το υψηλό επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Τα ευρωπαϊκά προϊόντα αποτελούν πρότυπο και εγγύηση άριστης ποιότητας, γι’ αυτό και ο όρος χρησιμοποιείται όχι μόνο προς διαφήμιση εισαγόμενων αγαθών, αλλά και για εγχώρια, ελληνικά, προϊόντα "ευρωπαϊκού επιπέδου". Σε μια εποχή, όπου η ελληνική – ελαφρά – βιομηχανία βρίσκεται σε θέση εκκίνησης, η ευρωπαϊκή ποιότητα παρέχει το πρότυπο και τον στόχο της κατασκευής των εγχώριων προϊόντων. Εξάλλου, αυτά τα τελευταία μπορούν να αποβούν ιδιαίτερα προσοδοφόρα και συμφέροντα, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή ποιότητα με το οικονομικότερο κόστος. Παράλληλα, λοιπόν, με την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη διεύρυνση της ελληνικής αγοράς, υπόκειται και η έννοια "ευρωπαϊκός" σε μια ελαφρά τροποποίηση της σημασιολογικής της φόρτισης: στα τέλη του 19ου αιώνα αρκεί η επίκληση της "ευρωπαϊκής ποιότητας" για να διαλαλήσει πειστικά τα πλεονεκτήματα αγαθών ή υπηρεσιών· δέκα χρόνια αργότερα ο συνδυασμός "ευρωπαϊκή ποιότητα – φθηνή τιμή" αποδεικνύεται πολύ πιο δελεαστικός για τους υποψήφιους καταναλωτές. Το υπαινισσόμενο μειονέκτημα της καλής μεν αλλά δαπανηρής ευρωπαϊκής ποιότητας, εξισορροπείται τώρα με την εξίσου καλή αλλά οικονομικότερη εγχώρια παραγωγή. Ωστόσο, η έννοια "Ευρώπη" εξακολουθεί να παραμένει κατά βάση θετικά φορτισμένη στις ελληνικές διαφημίσεις, καλύπτοντας έτσι ένα μόνο μέρος του ευρέος φάσματος των σημασιών, με τις οποίες απαντά ο όρος στα υπόλοιπα κείμενα του τύπου.

Mε την ευρωπαϊκή ποιότητα συνδέεται στα διαφημιστικά κείμενα και η έννοια της προόδου. Το προαναφερθέν "ευρωπαϊκώτατον" ξενοδοχείον Αι Μυκήναι στην πλατεία Ομονοίας "διευθύνει ο ρέκτης και φιλοπρόοδος κ. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ", ενώ στην ίδια πλατεία λειτουργούν και τα Λουτρά Κοροδήμου υπό "διεύθυνσιν προοδευτικωτάτην", η οποία σε συνδυασμό με την "επιστημονική ευσυνειδησία" τουςεξασφαλίζει την λαμπρότερη πελατεία[15]. [Εικονα 7]

Τέλος, η ίδρυση του νέου ξενοδοχείου Αλεξάνδρα, και πάλι στην Αθήνα, αναγγέλλεται στον τύπο της εποχής ως εξής:
"ΕΚΤΑΚΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ αφωρώσα (sic!) τους εν Αθήναις παρεπηδημούντας (sic!). Ευπρεπέστατον, καθαρώτατον, ταπιτοστρωμένον, ευήλιον, μονόροφον, φωτόλουστον, όλα τέλος πάντων τ’ απαιτούμενα διά να ονομασθή μικρό παλατάκι και να ζήση κανείς σαν στο σπήτι του και καλήτερα (sic!). Όλα ταύτα εις το αρτίως ανοίξαν τας πύλας του υπό την διεύθυνσιν του κ. Ιω. Λαμπίδου, Ηπειρώτου, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ".    [Εικονα 8]

Αλλά και στο χώρο της μόδας, συντελείται πρόοδος: το υποδηματοποιείο του κ. Κωνστ. Κουτσοποδιώτου – παρά το ασύμβατο με το συγκεκριμένο επάγγελμα όνομα του ιδιοκτήτη (!) – διαφημίζεται ως "προοδευτικόν", αφού "υπόσχεται παρισινόν γούστο και εξαιρετικήν καλλιτεχνικήν εργασίαν, επί πλέον δε στερεότητα και τιμάς λογικάς"[16].   [Εικονα 9]

Από τη δειγματοληπτική αυτή παρουσίαση καθίσταται σαφές, ότι τόσο η ελληνική αγορά όσο και η καθημερινότητα των ανθρώπων – κυρίως στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες πόλεις του κράτους – εμπλουτίζεται με νέα, ποικίλα, συχνά μάλιστα και πολυτελή προϊόντα ή υπηρεσίες. Η ελληνική βιομηχανία και ο τρόπος ζωής εμφανίζονται στις διαφημίσεις να προσαρμόζονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα, κάτι που χαιρετίζεται ως μεγάλη πρόοδος.

Αν, όμως, στο λόγο της διαφήμισης η Ευρώπη και η πρόοδος συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και επενδύονται αποκλειστικά με θετικό περιεχόμενο, στο σύνολο των κειμένων του ελληνικού τύπου οι δύο αυτές έννοιες έχουν να παρουσιάσουν ένα ευρύ φάσμα ποικίλων και συχνά αντιφατικών σημασιολογικών διαβαθμίσεων. Η αμφίθυμη στάση της Ελλάδας απέναντι στην πολιτική των ευρωπαϊκών Δυνάμεων προσδιορίζει καταρχήν και την αμφισημία της έννοιας "Ευρώπη / ευρωπαϊκός"[17]. Αμέσως μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους η Ευρώπη είναι αφενός ο μεγάλος βοηθός, που συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία του, και αφετέρου το πρότυπο διοίκησης και πολιτισμού, το οποίο πρέπει να μιμηθεί το μικρό ελληνικό βασίλειο[18]. Η παραχώρηση του Συντάγματος χαιρετίζεται το 1844 από τον ελληνικό τύπο ως εγγύηση ενός καλά οργανωμένου και ευνομούμενου κράτους και, συνακόλουθα, ως απόδειξη ότι η Ελλάδα μπορεί να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα ελεύθερα, καλώς διοικούμενα ευρωπαϊκά έθνη[19]. Η χριστιανική Ευρώπη είναι για τους Έλληνες συνώνυμη του πολιτισμένου κόσμου, στον οποίο εξασφάλισε και η Ελλάδα μια θέση μέσω των αγώνων της για ελευθερία και την απόκτηση της κρατικής της υπόστασης. Με βάση αυτή τη λογική, οι Έλληνες αναμένουν ότι οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα λειτουργούν πάντα ως σύμμαχοι, υπερασπιζόμενες τα ελληνικά συμφέροντα απέναντι στα οθωμανικά[20]. Στις επαναλαμβανόμενες διαμάχες με την οθωμανική αυτοκρατορία, στις οποίες εμπλέκεται το ελληνικό βασίλειο κατά τον πρώτο αιώνα ζωής του μέσα στα πλαίσια της προώθησης της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, η Ευρώπη αντιμετωπίζεται σαν καλός φίλος, ή και πατέρας, που οφείλει να στέκεται πάντα αρωγός και να υποστηρίζει τον Έλληνα – σύμμαχό του. Η επανειλημμένη διάψευση αυτών των προσδοκιών – π.χ. στο Κρητικό ζήτημα ή στον πόλεμο του 1897 – μετατρέπει την Ευρώπη σε εχθρό και υπαγορεύει στην Ελλάδα την απεξάρτηση από την ευρωπαϊκή "προστασία": "διότι βεβαίως η Ευρώπη, και εάν τυχόν άνευ της συναινέσεως ημών, όπερ δεν ελπίζω, ήθελε προβή εις έκφρασιν γνώμης παραγνωριζούσης τα δικαιώματα, άπερ εκτησάμεθα αποδεχθέντες τα εν Βερολίνω αποφασισθέντα κατά την τελευταίαν εκεί Σύνοδον, η Ελλάς εις τοιαύτην γνώμην δεν θέλει υποταχθή"[21].

Την αμφίθυμη αυτή σχέση ανάμεσα στο ελληνικό βασίλειο και τα ευρωπαϊκά κράτη έρχεται να περιγράψει εύγλωττα η ακόλουθη μεταφορά από την εφημερίδα Παλιγγενεσία (Φεβρ. 1866): "Σύζυγος μέθυσος, παράφρων ή σκληρός και ανάγωγος, δέρει αδίκως, κατατραυματίζει ή και να φονεύσει επιχειρεί την ιδίαν αυτού γυναίκα. Πρέπει εγώ δυνάμει της αρχής της μη επεμβάσεως να παραβλέψω την δυστυχή εκείνη αποθνήσκουσαν υπό των χειρών του δημίου; Ιδού η σχέσις της Ελλάδος προς την Ευρώπη, ή της Ευρώπης προς την Ελλάδα"[22].

Με εξίσου ισχυρή αντιφατικότητα αντιμετωπίζει την έννοια "Ευρώπη" και ο νεο-εμφανιζόμενος γυναικείος λόγος. Στo πρώτο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο, την Εφημερίδα των Κυριών, η Ευρώπη περιγράφεται ως τόπος πολιτισμού, όπου το γυναικείο φύλο είναι μορφωμένο, καλλιεργημένο κι έχει προχωρήσει στη διαδικασία χειραφέτησής του[23]. Η Ευρώπη παρέχει λοιπόν (και) στο – ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση ευρισκόμενο – γυναικείο κίνημα το παράδειγμα προς μίμηση. Κάθε νόμισμα, όμως, έχει δύο όψεις: η υπερβολική προσκόλληση σε αυτό το πρότυπο, με την τυφλή αφοσίωση στα προστάγματα της ευρωπαϊκής μόδας, αντιστρέφει το είδωλο και μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση των ιδίων παραδόσεων και στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας. "Εξευρωπαΐσθημεν λοιπόν ώστε ναπαρνώμεθα παν πάτριον και μόνον ως μασκαράδικο να θεωρώμεν κατάλληλον το εθνικόν ένδυμα; [...] Συνεπεία δε του τυφλόνοντος ημάς ευρωπαϊσμού, παρορώμεν καθ’ ολοκληρίαν παν το ωραίον και θέλγον εν τη εθνική ταύτη ενδυμασία"[24]. Σε ό,τι αφορά την πολιτική, η συναισθηματικά φορτισμένη πένα της συντάκτριας της Εφημερίδας των Κυριών Καλλιρρόης Παρρέν γίνεται ακόμα πιο αφοριστική και απόλυτη: η ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 περιγράφεται ως "άνανδρος και δολοφονική επίθεσις της πολιτισμένης Ευρώπης εναντίον των υπέρ της ελευθερίας και του χριστιανισμού αγωνιζομένων υιών και τέκνων μας" και ως "πρωτοφανής απανθρωπία κατά λαού χριστιανικού, λαού ηρωϊκώς αγωνιζομένου υπέρ των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του"[25].

Η φιλελληνική, λοιπόν, Ευρώπη, που στα 1821 υποστήριξε – σύμφωνα με την επικρατούσα τότε άποψη – τους αγώνες των ξεσηκωμένων Ελλήνων και στα 1867 ενισχύει τους ακόμα υπόδουλους Κρήτες εναντίον του σουλτάνου[26], είναι στη συνείδηση του ελληνικού λαού η ίδια αυτή Ευρώπη, που, στην πολιτική, αφήνει επανειλημμένα χωρίς ικανοποίηση τα αιτήματα και χωρίς συμπαράσταση τους αγώνες του μικρού ελληνικού κράτους για απελευθέρωση των ακόμα υπό οθωμανική κατοχή τελούντων λαών του.

Παράλληλα, όμως, από αυτή την ίδια Ευρώπη εισρέουν στην ελληνική κοινωνία κατά τον ύστερο 19ο αιώνα και τα πρότυπα ανάπτυξης και προόδου: η ευρωπαϊκή βιομηχανία παρέχει υλικά, αισθητικές αξίες, ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών, ενώ η ευρωπαϊκή σκέψη και κοινωνική οργάνωση εμπνέει κινήματα, εσωτερικούς αγώνες και τρόπους αναμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Το ελληνικό γυναικείο κίνημα, το οποίο υπό τη δυναμική προσωπικότητα της Καλλιρρόης Παρρέν κάνει τα πρώτα του βήματα από το 1887 κι εξής επιδιώκοντας να ακουστεί η φωνή των Ελληνίδων γυναικών στην κοινωνία, χαιρετίζεται στον τύπο της εποχής ως ένα από τα σημαντικότερα δείγματα κοινωνικής προόδου: "Η περί το γυναικείον ζήτημα κίνησις ούτε μιας κυρίας ούτε ολίγων εφημερίδων είνε έργον. Αλλά σταθμός κοινωνικής προόδου, τον οποίον μόνον οι επιπόλαιοι δεν δύνανται να αντιληφθούν"[27]. Παράλληλα, ο νεο-εμφανιζόμενος κοινωνισμός ή σοσιαλισμός, δηλαδή "ο υπό ίσους όρους πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας ανταγωνισμός, σκοπόν έχων τον θρίαμβον του κοινωνικού επί του ατομικού αγαθού, είνε αυτή αύτη η προοδευτική των εθνών εξέλιξις"[28]. Σύμφωνα με τις επιταγές του σοσιαλιστικού κινήματος καλούνται οι λαϊκές τάξεις να αφυπνιστούν και να αγωνιστούν, ώστε να συμβάλλουν στην εξέλιξη και την πρόοδο. Ο αγώνας αυτός, που ξεκινά δειλά από τα 1895 με συσσωματώσεις, συνέδρια και συλλαλητήρια των εργατικών λαϊκών τάξεων[29], θα βρει τη δυναμική γραπτή του έκφραση δέκα χρόνια αργότερα με τη δημοσίευση του βιβλίου του Γ. Σκληρού το Κοινωνικόν μας ζήτημα[30]. Ο Γ. Σκληρός θα προπαγανδίσει μεταξύ άλλων και τη δημοτική γλώσσα, θεωρώντας τους δημοτικιστές τα προοδευτικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ο τύπος της εποχήςείχε επανειλημμένα καταγγείλει νωρίτερα την Αυλή και την κυβέρνηση ότι "πολεμά όχι μόνον πάσαν εργατικήν πρόοδον ή χειραφεσίαν, αλλά και αυτήν την στοιχειώδη φιλανθρωπίαν"[31].

Και αν όλες αυτές οι όψεις της προόδου καταδεικνύουν τη θετική σημασιοδότηση της έννοιας, η αρνητική της φόρτιση πηγάζει και πάλι από την σύνδεση με την (δυτική) Ευρώπη: στο τέλος του 19ου αιώνα, ο πολιτισμός και ο εκμοντερνισμός, που εισάγονται από την Δύση ως στοιχεία προόδου, διαφθείρουν το νεαρό ελληνικό βασίλειο: "Πού θα βαδίση ο κόσμος", αναρωτιέται στο κύριο άρθρο της η Ακρόπολις την Πρωτοχρονιά του 1897 και συνεχίζει στον ίδιο τόνο: "Αυτός ο πολιτισμός, αυτή η πρόοδος θα τον γηράσουν μίαν ώραν αρχήτερα [...]. Η ηθική χολέρα έρχεται από της Δύσεως την φοράν αυτήν. Έθνη παρθένα φθείρονται εις διάστημα πενήντα ετών. Τα λεγόμενα πάτρια ήθη κατήντησαν μία οικτρά παρωδία, ένας κοινός τόπος ανούσιος. Νεαρόν έθνος είμεθα και ημείς και πριν ακόμη ένας αιών κλείση η εξάντλησις εσημείωνε την μαύρην σφραγίδα της"[32].

Η συγκεκριμένη αρνητική σημασιοδότηση, ωστόσο, παραμένει μεμονωμένη και η έννοια πρόοδος εμφανίζεται κατά βάση θετικά φορτισμένη στον ελληνικό πολιτικό λόγο του δύοντος 19ου αιώνα: απαντά ως επί το πλείστον ως κοινωνική πρόοδος για να περιγράψει την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη σταδιακή πολιτική ενεργοποίηση κυρίως των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, των "λαϊκών τάξεων"[33]. Σε αυτές τις λαϊκές τάξεις απευθύνονται εξάλλου και πολλές από τις υπηρεσίες της προοδεύουσας οικονομίας της αγοράς, όπως για πάραδειγμα – και για να ξαναγυρίσω στο λόγο της διαφήμισης – η "προοδευτικωτάτη διεύθυνσις" των Λουτρών Κοροδήμου, που διαλαλεί περήφανη ότι "από της 2ας-10ης μ.μ. καθ’ εκάστην [προσφέρονται] χάριν των απορωτέρων τιμαί λαϊκαί"[34].

Μέσα, λοιπόν, από τη δειγματοληπτική αυτή παρουσίαση του λόγου των ελληνικών διαφημίσεων σε αντιπαραβολή με τη γλώσσα των εφημερίδων του τέλους του 19ου αιώνα καθίσταται σαφές ότι η διαφήμιση χρησιμοποιεί επίκαιρες έννοιες, αντανακλώντας έτσι τον πολιτικό λόγο της εποχής. Η γλώσσα των διαφημιστικών αγγελιών δεν διαφέρει υφολογικά από εκείνη των υπόλοιπων δημοσιεύσεων του τύπου και αντλεί την έμπνευσή της από την εκάστοτε επικαιρότητα. Από την άλλη μεριά, όμως, η χρήση πολιτικών εννοιών για σκοπούς προώθησης προϊόντων υπαινίσσεται και προϋποθέτει, ότι ευρέα πληθυσμιακά και κοινωνικά στρώματα είναι εξοικειωμένα με αυτές τις έννοιες και δεκτικά στο άκουσμά τους. Δεδομένου, εξάλλου, ότι με τη διαφήμιση δεν προωθούνται μόνο προϊόντα, αλλά μεταφέρονται και ιδεολογίες ή νοοτροπίες, οι έννοιες υπόκεινται κατ’ επανάληψη σε σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, μεταμορφώνοντας με τη σειρά τους τις εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές μεταβολές σε λέξεις.


 

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

Εικονα 1


Εικονα 2

 

 

 


 

Εικονα 3

 

 


 

Εικονα 4

 


Εικονα 5

 


Εικονα 6

 

 


Εικονα 7

 


Εικονα 8


Εικονα 9

 


[1] FWF-Projekt, P16595-G03 "Der Politische Diskurs in Griechenland im Zeitalter Georgs I. (1863-1913)" (Διάρκεια του προγράμματος: 01.12.2003-30.11.2007, Συντονίστρια-Καθηγήτρια: Univ. Prof. Dr. Maria A. Stassinopoulou). Την συντονίστρια του προγράμματος, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Βιέννης, κυρία Μαρία Α. Στασινοπούλου ευχαριστώ θερμά και από αυτή τη θέση για τις υποδείξεις και το διάλογο, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην τελική μορφή αυτού του κειμένου.

[2] Otto Brunner – Werner Conze – Reinhart Koselleck, Geschichtliche Grundbegriffe: Historisches Lexikon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland, Bd.1, Stuttgart 1972· Rolf Reichardt – Eberhard Schmitt, Handbuch politisch-sozialer Grundbegriffe in Frankreich, 1680-1820, Heft 1/2, München 1985.

[3] Το ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το αυστριακό Ίδρυμα Ενίσχυσης της Επιστημονικής Έρευνας (Fonds zur Förderung der Wissenschaftlichen Forschung) και ξεκίνησε με αρχική διάρκεια δύο ετών το 1995. Για τη θεματική, τη μεθοδολογία καθώς και τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης του προγράμματος, βλ. Αγαθοκλής Αζέλης – Ιωάννης Καραχρήστος, "Η γένεση της μοντέρνας πολιτισμικής ορολογίας στις γλώσσες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης: η ελληνική περίπτωση", Τα Ιστορικά, τ. 15/τ.χ. 28-29 (Δεκ. 1998), σσ. 259-267· Agathoklis Azelis – Ioannis Karachristos, "Die Genese der modernen Zivilisationsterminologie in den Ländern Südosteuropas. Ein Forschungsbericht zur Fallstudie Griechenlands", Österreichische Osthefte, 41 (1999) / Heft 2, σσ. 321-329. Για τις μεταγενέστερες φάσεις και τα αποτελέσματα της μέχρι στιγμής έρευνας, βλ. Ariadni Moutafidou, "Von der ‘aufgeklärten Vaterlandsliebe‚ zum ‘privilegierten Patriotismus‚: Zur Entwicklung und Veränderung politischer Begriffe im Griechenland des 19. Jahrhunderts. Mit einem Anhang von Sergios Katsikas", Anzeiger der philosophisch-historischen Klasse, 136 (2001), σσ. 177-198· Radoslav Katičić (Επιμ.), ‘Herrschaft‚ und ‘Staat‚:Untersuchungen zum Zivilisationswortschatz im südosteuropäischen Raum 1840-1870. Eine erste Bilanz, Wien 2004· Domna Paschalidou, "Begriffsgeschichte und ihre Paradigmen: Methodologische Überlegungen zur Erforschung des politischen Diskurses in Griechenland (1863-1913)" (υπό εκτύπωση στο Anzeiger der philosophisch-historischen Klasse der Österreichischen Akademie der Wissenschaften).

[4] Για την ιστορία του ελληνικού τύπου γενικά βλ. Κώστας Μάγερ, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου, τ. 1-3, Αθήνα 1957-1960· Ανδρέας Σκανδάμης, Ο ελληνικός τύπος κατά την περίοδον της βασιλείας του Όθωνος: 1832-1862, Αθήνα 1961· Georg Mylonas, Die Entwicklung und Struktur der griechischen Tagespresse bis zum 21. April 1967, München 1971· Γιώργος Κούκας, Βιβλιογραφία του ελληνικού Τύπου (1465-1982), Αθήνα 1982· Πάνος Καρυκόπουλος, 200 χρόνια ελληνικού τύπου 1784-1984, Αθήνα 1984· Κωνσταντίνος Στάικος, Οι απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας, Αθήνα 1989· Κωνσταντίνος Στάικος – Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης (εκδ.), Πεντακόσια χρόνια έντυπης παράδοσης του Νέου Ελληνισμού (1499-1999), Αθήνα 2000· Νάση Μπάλτα – Δέσποινα Παπαδημητρίου, Σημειώσεις για την Ιστορία του Τύπου: η ελληνική και η ευρωπαϊκή διάσταση, Αθήνα 1993· Κατερίνα Μυστακίδου, Η Μεγάλη Ιδέα στον Τύπο του Γένους: ο Τύπος στην Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1800-1923), Αθήνα 2004· Gioula Koutsopanagou, "Spyros Simos’ newspaper Patris. Bucharest – Athens: A bridge of intellectual communication", στο: Paschalis Kitromilidès – Anna Tabaki, Relations Gréco-Roumaines: Interculturalité et identité nationale, Athènes 2004, σσ. 275-292.

[5] Gillian Dyer, H διαφήμιση ως επικοινωνία (μετάφρ. Αγγελική Σπυροπούλου). Αθήνα 1992, σ. 157. Βλ. επίσης, Σταματία Κουτσουλέλου-Μίχου, Η γλώσσα της διαφήμισης: κειμενογλωσσολογική προσέγγιση του διαφημιστικού κειμένου, Αθήνα 1997, σσ. 224-228 και σσ. 237-238.

[6] Βλ. ενδεικτικά: Βρεττανικός Αστήρ, έτος 1862 και Εφημερίς των Κυριών, έτος 1897.

[7] Βλ. δειγματοληπτικά: "Υποδηματοποιείον Κωνστ. Κουτσοποδιώτου. Οδός Σταδίου αριθ. 4. Υπόσχεται παρισινόν γούστο και εξαιρετικήν καλλιτεχνικήν εργασίαν, επί πλέον δε στερεότητα και τιμάς λογικάς. Πάντα ταύτα διά να αντιληφθήτε πραγματικώς και ουχί ρεκλάμες, μεταβήτε εις το προοδευτικόν κατάστημα του κ. Κ. Κουτσοποδιώτου και θα το πιστεύσετε", Νέον Άστυ, 20.12.1901, σ. 3, καθώς επίσης και: "Γεγονός! Γεγονός! Η βλενόρροια προλαμβάνεται και η χρονία θεραπεύεται. Όχι ρεκλάμα. [...]", Ακρόπολις, 09.04.1899, σ. 4. Σύμφωνα με το Λεξικό του Μπαμπινιώτη (Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002) και το Λεξικό του Ινστιτούτου Τριανταφυλλίδη (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσ/νίκη 1998) η λέξη αποτελεί δανεισμό από τα γαλλικά (réclame < γαλλ. ρ. réclamer "απαιτώ, ζητώ"). Στα ελληνικά λεξικά του 19ου αιώνα μαρτυρείται η λέξη ρεκλάμα μόνο στο Εγχειρίδιον του Κ. Πετράρη (K. Petraris, Handbuch der neugriechischen und deutschen Umgangsprache (Εγχειρίδιον Διαλόγων της Καθομιλουμένης Νεοελληνικής και Γερμανικής Γλώσσης), Leipzig 1898). Δεν διαθέτουμε στοιχεία σχετικά με την πρώτη μαρτυρία της λέξης στα ελληνικά, παρά μόνο για τα εξής παράγωγά της, που καταγράφει ο Κουμανούδης: ρεκλαμικώς (Παλιγγ. 26 Φεβρουαρίου 1897), ρεκλαμομανής (Ακρ. 18 Απριλίου 1893), ρεκλαμόπληκτος (Ακρ. 1 Ιουνίου 1894) και ρεκλαμοφόρον (= ποδήλατον εν Ιταλία, αποτυπούν διά των τροχών του φράσεις επί του εδάφους – ρεκλαμοφόρος άνθρωπος μισθωτός, Ακρ. 2 Φεβρ. 1895), βλ. Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή Νέων Λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων (προλεγ. Κ.Θ. Δημαρά), Αθήνα 1998, σ. 882. Όσο για τη λέξη διαφήμιση, αποτελεί, κατά τον Μπαμπινιώτη, νεότερη λέξη που πλάστηκε στην Ελληνική του 19ου αιώνα για να αποδώσει το γαλλικό réclame. Η λέξη μαρτυρείται σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη και τον Κουμανούδη από το 1887· στο TLG, ωστόσο, η λέξη διαφήμισις απαντά σε μία μαρτυρία από τον 10ο αιώνα μ.Χ. και σημαίνει τη διάδοση κακών ειδήσεων (Συμεών Λογοθέτης: "των κακών κηρύκων διαφημίσεις"). Ευχαριστώ πολύ και από αυτή τη θέση τη συνάδελφο, συνεργάτιδα του Ερευνητικού Προγράμματος, κα. Dora Solti για την ιστορική ετυμολογία των λέξεων.

[8] Δυστυχώς δεν υπάρχουν ασφαλή και αξιόπιστα στοιχεία για τα "τραβήγματα" των εφημερίδων του ύστερου 19ου αιώνα και το εύρος του αναγνωστικού κοινού. Κάποια στοιχεία για τις κυκλοφορίες των εφημερίδων με βάση στατιστικούς πίνακες του Υπουργείου Εσωτερικών κατά το έτος 1892 δίνει η Ελένη Βαρίκα στο βιβλίο της· βλ. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των Κυριών: Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Αθήνα 1987, σ. 211. Βλ. επίσης για τη διάδοση του τύπου στις ελληνικές επαρχίες κατά το 1892 τον πίνακα που παραθέτει ο Χρήστος Χατζηιωσήφ στο βιβλίο του: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η Γηραιά Σελήνη: Η βιομηχανία στην Ελλάδα 1830-1940, Αθήνα 1993, σ. 69. Γενικά, θεωρείται ότι ευπώλητες εφημερίδες άγγιζαν κυκλοφορίες της τάξεως των 12.000 ως 15.000 φύλλων. Βλ. Νάση Μπάλτα, "Η καρδιοβόρος αγωνία της κάλπης": Τύπος και βουλευτικές εκλογές την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη, 1881-1895, Αθήνα 2001, σ. 71. Βλ. επίσης ενδεικτικά: Κώστας Μάγερ, Ελληνικά Δημοσιογραφικά Ανέκδοτα, τ. Ι, Αθήνα 1970, σ. 189· Agathoklis Αzelis, Die griechische Presse zwischen der Niederlage von 1897 und dem Putsch von 1909: Die Auseinandersetzungen über politische Krise und Reformen, (αδημοσίευτη διατριβή που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Βιέννης), Βιέννη 1998, σ. 15. Εκτός από τους αναγνώστες – συνδρομητές, που αγόραζαν και διάβαζαν οι ίδιοι την εφημερίδα, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και ένα ποσοστό ακροατών, που ενημερώνονταν μέσω ομαδικών αναγνώσεων των εφημερίδων στα καφενεία και στις λέσχες, πράγμα που διευρύνει σημαντικά τον κύκλο των δυνητικών δεκτών των έντυπων μηνυμάτων.

[9] Ακρόπολις, 4 Ιουλίου 1897, σ. 3.

[10] Ακρόπολις, 3 Ιανουαρίου 1897, σ. 3.

[11] Ακρόπολις, 5 Ιανουαρίου 1897, σ. 4.

[12] Ακρόπολις, 3 Ιανουαρίου 1897, σ. 3.

[13] Παλιγγενεσία, 8 Φεβρουαρίου 1899, σ. 3.

[14] Νέον Άστυ, 24 Δεκεμβρίου 1901, σ. 3.

[15] Νέον Άστυ, 13.01.1902, σ. 3.

[16] Νέον Άστυ, 20.12.1901, σ. 3.

[17] Για την έννοια της Ευρώπης στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αι. βλ. συνοπτικά το άρθρο της Έφης Γαζή: Efi Gazi, "‘Europe‚: Writing an ambivalent concept in 19th century Greek Historical Culture", στον συλλογικό τόμο: Harald Heppner – Olga Katsiardi-Hering (Επιμ.), Die Griechen und Europa. Außen- und Innensichten im Wandel der Zeit, Wien 1998, σσ. 103-124.

[18] Για την έννοια της Ευρώπης πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους βλ: Anastassia Papadia-Lala, "‘Europe‚ in the Venetian-Ruled Greek Territories (13th to 18th Centuries): Perceptions and Realities", στο ό.π. Heppner – Katsiardi-Hering (Επιμ.), Die Griechen und Europa, σσ. 9-30· Olga Katsiardi-Hering, "Identitätssuche und Europa-Bild der Neugriechen vom 17. bis zum Anfang des 19. Jahrhunderts", στο ό.π. Heppner – Katsiardi-Hering (Επιμ.), Die Griechen und Europa, σσ. 31-68· Kostas Gavroglu – Dimitris Dialetis, "Appropriating New Scientific Ideas in Greek-Speaking Regions during the 17th and 18th Centuries", στο ό.π. Heppner – Katsiardi-Hering (Επιμ.), Die Griechen und Europa, σσ. 69-102. Βλ. επίσης: Philip Carabott (Επιμ.), Greece and Europe in the Modern Period. Aspects of a Troubled Relationship, London 1995. Ειδικότερα για τη νοηματοδότηση της έννοιας κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας βλ. Olga Katsiardi-Hering, "Die Europaidee in den Texten des griechischen Unabhängigkeitskrieges (1821-1829)", στο: Konrad Clewing – Oliver Jens Schmitt (Επιμ.), Südosteuropa: Von vormoderner Vielfalt und nationalstaatlicher Vereinheitlichung. Festschrift für Edgar Hösch, München 2005, σσ. 237-251.

[19] "Ήδη η Ελλάς εξασφαλίσασα την κοινωνική της ύπαρξιν θέλει καταριθμηθή μεταξύ των Ευρωπαϊκών Εθνών, των μάλλον ευνομουμένων", Αιών, 11.09.1843, σ. 1.

[20] Μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής ονομάζονται οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και "προστάτιδες" ή "εγγυήτριες δυνάμεις". Για τη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την ορολογία που αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις βλ. Κατερίνα Γαρδίκα, Προστασία και Εγγυήσεις: Στάδια και Μύθοι της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης (1821-1920), Θεσσαλονίκη 1999, ιδιαίτερα σσ. 53-65.

[21] Αιών, 20.01.1881, σ. 1.

[22] Παλιγγενεσία, 04.02.1866, σ. 1.

[23] Βλ. δειγματοληπτικά: "Την ανατροφήν αυτήν, την μόρφωσιν αυτήν την εθνικήν είχον την αξίωσιν να ίδω εν Ελλάδι εισαγομένην παρά των μάλλον ανεπτυγμένων Ελληνίδων και τοιαύται ήσαν και είναι βεβαίως αι εις την Ευρώπην εκπαιδευθείσαι και ανατραφείσαι", Εφημερίς των Κυριών, 18.05.1897, σ. 1.

[24] Εφημερίς των Κυριών, 02.04.1887, σ. 1.

[25] Εφημερίς των Κυριών, 09.02.1897, σ. 2. Βλ. επίσης και για προηγούμενες περιόδους: "οι ισχυροί της Ευρώπης δράττονται πάσης ευκαιρίας, όπως εξασθενήσωσι και εκμηδενίσωσιν ημάς [...]", Εφημερίς των Κυριών, 02.08.1887, σ. 2.

[26] Βλ. π.χ. Παλιγγενεσία, 07.01.1867, σ. 1: "Αι εφημερίδες αι νεώτεραι της Ευρώπης γέμουσιν άρθρων φιλελληνικωτάτων υπέρ της Ελλάδος και του αγώνος της Κρήτης. Όλη σχεδόν η Ευρώπη φωνάζει ότι πρέπει να ελευθερωθή Κρήτη και το ελληνικόν βασίλειον να μεγαλώση."

[27] Ακρόπολις, 17.01.1897, σ. 1.

[28] Ακρόπολις, 08.01.1897, σ. 1.

[29] "[...] Αι κατά το 1895 αρχίσασαι ν’ αποκαλύπτωνται τάσεις εκ μέρους μεγάλων τμημάτων του λαού προς αυτοδιοίκησιν και αυτάμυναν δεν ανεκόπησαν κατά το λήξαν έτος. Το Σταφιδοσυνέδριον των Πατρών και η προς κανονισμόν του αγροτικού ζητήματος συγκίνησις των Θεσσαλών ήσαν δύω φωτεινοί σταθμοί της νέας πολιτικής κινήσεως των λαϊκών τάξεων.", Ακρόπολις, 01.01.1897, σ. 1.

[30] Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (επιμ.), Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα 1976, σ. η'.

[31] Ακρόπολις, 07.01.1897, σ. 1: "Η Αυλή διατρέχει το αυτοκρατορικόν τέταρτον της σελήνης της. Πολεμά όχι μόνον πάσαν εργατικήν πρόοδον ή χειραφεσίαν, αλλά και αυτήν την στοιχειώδη φιλανθρωπίαν. Ο κ. Πρωθυπουργός διαιρεί τώρα την κοινωνίαν εις «χρηστά» και εις «μη χρηστά», εις «υγιή» και εις «μη υγιή» στοιχεία. Τα πρώτα είνε οι έχοντες. Τα δεύτερα οι μη έχοντες. [...] Ήτοι οι «παραλήδες» και οι «απένταροι» όπως τους λέγομεν ημείς."

[32] Ακρόπολις, 01.01.1897, σ. 1. Ας σημειωθεί εδώ ως άξια εκτενέστερου σχολιασμού – ο οποίος, ωστόσο, θα ξεπερνούσε τα όρια αυτής της ανακοίνωσης – η ταύτιση των εννοιών έθνος και κράτος.

[33] Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εισάγεται και πάλι από την Ευρώπη, όπου η έννοια της προόδου αποτελεί ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού διαδεδομένη κι επίκαιρη κατηγορία σκέψης· από τα μέσα του 19ου αιώνα αναδεικνύεται σε δημοφιλή έννοια δηλωτική της επιδίωξης του ανθρώπου για ευτυχία, αλλά και σε προγραμματική έννοια πολιτικών συσσωματώσεων και ιδεολογικών σχημάτων (π.χ. στη Γαλλία των Ρεπουμπλικάνων και των Σοσιαλιστών). Βλ. σχετικά ό.π. Rolf Reichardt – Hans Jürgen Lüsebrink, Handbuch politisch-sozialer Grundbegriffe in Frankreich, 1680-1820, Heft 14/15, München 1993, σσ. 101-153 (λήμμα: Progrès) και ό.π. Οtto Brunner – Werner Conze – Reinhart Koselleck, Geschichtliche Grundbegriffe , τ. 2, Stuttgart 1975, σσ. 351-423 (λήμμα: Fortschritt).

[34] Ό.π. υποσημείωση 14.