Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Κωνσταντίνος Μπάσιος

Η Πόλη ως Μουσείο: η Αθήνα και το Μόναχο κατά το ΙΘ’ αιώνα.

‘‘Im Raume lesen wir die Zeit’’
Karl Schlögel

Οι αφορμήσεις.

Η πρώτη και κύρια αφόρμηση προέκυψε όταν ο Colin Rowe και ο Fred Koetter[1] υποστήριξαν στο βιβλίο Collage City τη θέση τους για την «πόλη ως μουσείο» (“city as museum”). Τι εννοούσαν όμως και τι επεδίωκαν με αυτόν τον όρο; Μήπως ότι η πόλη κατάντησε να είναι άνευρη, αποκομμένη και τελικά ακατοίκητη από ανθρώπους, όπως συνήθως συμβαίνει σε ένα χώρο σαν το μουσείο; Ή μήπως ότι έχει εξελιχθεί με το πέρασμα των χρόνων σ’ ένα άθυρμα από διαφορετικά, από την άποψη του στυλ, κτήρια, τα οποία αυτά καθεαυτά συνιστούν ένα πρώτης τάξεως μουσειολογικό υλικό; Με άλλα λόγια, μήπως η πόλη είναι ένα μουσείο από μόνη της; Η πραγματική τους άποψη είναι πολύ κοντά στο δεύτερο από τα προηγούμενα ρητορικά ερωτήματα, αφού υποστηρίζουν ότι “the city as museum, like the museum itself, is a concept embedded in Enlightenment culture, in the information explosion of the later eighteenth century’’[2]. Τότε λογικό είναι να σκεφθούμε και μια σειρά από άλλα θέματα, όπως, ποια είναι η φύση της πόλης, ποιο είναι το νόημα της αρχιτεκτονικής και κυρίως ποιος είναι ρόλος των κτηρίων. Τα παραπάνω όμως διερωτήματα διατυπώνονται έτσι προκειμένου να προσεγγίσουμε το αστεακό φαινόμενο σε ό,τι αφορά την πολιτική σημασία του.

Η δεύτερη αφόρμηση μας δόθηκε από τον David Gross και την καταλυτική διατύπωσή του για τη λεγόμενη «μη αναστοχαστική μίμηση»[3]. Πρόκειται για ένα πολιτιστικό προαπαιτούμενο το οποίο υφίσταται όταν κινείσαι μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης όπου μόνο στυλιστικές μπορεί να είναι οι ανακατατάξεις. Τέτοιο παράδειγμα στοιχειοθετεί η Αναγέννηση, το Μπαρόκ και ο Νεοκλασικισμός. Για την περίοδο που ερευνούμε υπήρχε ένα κυρίαρχο αισθητικό πρότυπο το οποίο δεν είναι βέβαια άλλο από το Νεοκλασικισμό.

Η τρίτη συνέβη με το βιβλίο του Jacques Le Goff, Ιστορία και Μνήμη, όπου αναφέρεται ο όρος «αρχαιότητα» (antiquitas), ο οποίος είναι συνώνυμος της αυθεντίας (auctoritas), της αξίας (gravitas), του μεγαλείου, της μεγαλειότητας (majestas)[4]. Όλες αυτές οι υποτακτικές συσχετίσεις του παρόντος σε ό,τι αφορά το παρελθόν αποτελούν τη φιλοσοφική υποδομή για όσα πολιτιστικά δρώμενα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του ΙΗ’ αιώνα. Η επιτομή αυτής της στάσης ισοδυναμούσε με την πραγματοποίηση του Grand Tour[5]: ένα υποχρεωτικό ταξίδι για διαφόρους “Dilettanti” οι οποίοι έσπευδαν από χώρες της Ευρώπης στην Ιταλία (και αργότερα στην Ελλάδα), για να αποτείσουν φόρο τιμής προς το Παρελθόν.

Η τέταρτη –και τελευταία αφόρμηση– είναι δύο πίνακες του Panini. Ο πρώτος[6] (Εικ. 1) δείχνει μια σειρά από έργα ζωγραφικής τα οποία είναι αναρτημένα σε μια περίλαμπρη αίθουσα. Το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός ότι ο κάθε ένας πίνακας δείχνει είτε μια αρχαιολογική τοποθεσία είτε ένα αρχαιολογικό μνημείο. Το ερμηνευτικό, όμως, διακύβευμα εντοπίζεται στο ότι είναι μια καταπληκτική εικονολογική εφαρμογή –άρα και απόδειξη– των βασικότερων αρχών του Διαφωτισμού. Η οργάνωση της γνώσης με βάση ένα μεθοδολογικό πρότυπο, το οποίο βασίζεται στην ταξινόμηση, τον επιμερισμό και τη διάκριση. Η εκπληκτική αυτή αίσθηση του πρώτου πίνακα εντείνεται στη συνέχεια και από τον δεύτερο[7] (Εικ. 2). Αυτός, δείχνει πάλι τον ίδιο εσωτερικό χώρο, αλλά τούτη τη φορά παρουσιάζονται πίνακες οι οποίοι παρουσιάζουν εμβληματικά κτήρια της νεότερης Ρώμης. Πρόκειται για οικοδομήματα που ανηγέρθηκαν από το Μεσαίωνα και μετά, δηλαδή σχεδιασμένα σύμφωνα με τα αισθητικά πρότυπα της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Κατά συνέπεια, συμβαίνει άλλη μια εφαρμογή του διαφωτιστικού προτύπου.

Αναλογίες και δυσαναλογίες: Αθήνα και Μόναχο μέχρι το ΙΗ’ αιώνα:

Μια περιήγηση στο κέντρο του Μονάχου μπορεί πράγματι να μας δημιουργήσει την αίσθηση ότι η πόλη είναι ένα μουσείο. Τούτο διατυπώνεται υπό το βάρος των επομένων παρατηρήσεων:

  1. Υπάρχει συνεχής οικιστική παρουσία από τον μεσαίωνα και μετά.
  2. Ο πολεοδομικός ιστός είναι διατηρημένος, σε ό,τι αφορά τα τελευταία πεντακόσια χρόνια.
  3. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά είναι ισόρροπα υφιστάμενη και διαδοχική.
  4. Δεν υπάρχουν στην πόλη απομεινάρια ενός ευκλεούς παρελθόντος, όπως τουλάχιστον συνέβαινε στην Ιταλία ή στην Ελλάδα.
  5. Το Μόναχο ήταν επί ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έδρα ηγεμόνων. Είναι μια συνθήκη η οποία επηρέασε τον τρόπο που τα πολιτικά υποκείμενα της πόλης συμπεριφέρθηκαν, ενώ παράλληλα διαμορφωνόταν και μια έντονη αισθητικοποίηση της όλης πολιτικής διαδικασίας.

Αντίστοιχα στην Αθήνα ισχύουν τα ακόλουθα δεδομένα:

  1. Δεν αποδεικνύεται, ενώ ξέρουμε ότι υπήρχε, συνεχής οικιστική παρουσία, κυρίως γιατί η πόλη αυτή δεν ευτύχησε να είναι διοικητικό, οικονομικό ή πολιτικό κέντρο επί πάρα πολλούς αιώνες. Αυτό είχε ως συνέπεια την απουσία υψηλής αρχιτεκτονικής. Μοναδική εξαίρεση τα υστεροβυζαντινά ναΐδρια, τα οποία όμως διακρίνονται όχι μόνο για τη θρησκευτική τους αποστολή, αλλά και από το γεγονός ότι επιζούν τελείως αποκομμένα από τον πολεοδομικό ιστό που υπήρχε όταν αυτά κτίσθηκαν.
  2. Ο πολεοδομικός ιστός της προεπαναστατικής Αθήνας μόλις και μετά βίας διατηρήθηκε στην περιοχή της Πλάκας. Διάφοροι οικισμοί ή οικιστικοί πυρήνες κοντά την πόλη έχουν εξαφανισθεί εντελώς. Την ίδια στιγμή στο όνομα της εκκαθάρισης του πολιτιστικού παρελθόντος, πολλές γειτονιές ισοπεδώθηκαν.
  3. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά υπήρξε το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής μιας ιδεοληψίας, της οποίας σκοπός ήταν η δημιουργική, αλλά και ταυτόχρονα μονομανιακή διασύνδεση με τον Ε’ αιώνα π. Χ. και με καμία άλλη εποχή.
  4. Η πόλη, η ίδια, όπως και η ευρύτερη περιοχή ήταν και είναι γεμάτη από ερείπια προηγουμένων πολιτισμικών καταφάσεων.
  5. Οι κάτοικοι της Αθήνας, όχι μόνο δεν βίωναν κάποια εξελιγμένη μορφή πολιτικής κουλτούρας, αλλά ταυτόχρονα, υπέστησαν δεινή ήττα, αφού υποχρεώθηκαν από την αντιβασιλεία του Όθωνα να αλλάξουν ένα πολιτικό σύστημα απηρχαιωμένο (δημογεροντίες), χωρίς ωστόσο να προκύψει και κάποια ποιοτική αναβάθμιση.

Οι δύο πόλεις κατά το ΙΘ’ αιώνα.

i) Συμπτώσεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, η Αθήνα και το Μόναχο είναι οι δύο υποδειγματικές περιπτώσεις για την έρευνα αυτή. Διότι πουθενά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας δεν συναντούμε δύο πόλεις οι οποίες να έχουν «συναντηθεί κατ’ ουσίαν» τόσο πολύ. Σύντομα και ιστορικά συνέβησαν τα ακόλουθα:

  • Το 1815 ανεβαίνει στο θρόνο της Βαυαρίας ο Λουδοβίκος Α’, ένας τύπος καλλιεργημένου ηγεμόνα, που φιλοδοξεί και αρχαιολατρεύει έντονα.
  • Προτού αρχίσει η βασιλεία του ασχολείται με όσα στη συνέχεια θα δώσουν το στίγμα της εποχής του. Συλλέγει αρχαιότητες, επισκέπτεται τη Ρώμη και το Παρίσι, ασχολείται με τη πόλη του, επιδιώκοντας τον εξωραϊσμό της, σύμφωνα με τα αισθητικά πρότυπα που κυριαρχούσαν.
  • Κρατά φιλελληνική στάση σε ό,τι αφορά την ελληνική υπόθεση (επανάσταση του 1821). Το 1832 βρίσκεται να είναι εμπλεκόμενος στην Ελλάδα: ο δευτερότοκος γιος του, Όθων, αναλαμβάνει να ηγεμονεύσει στο βασίλειο που ιδρύθηκε μετά τις συνθήκες της Πετρουπόλεως και του Λονδίνου.
  • Το 1848 υποχρεώνεται σε παραίτηση και τον διαδέχεται ο Μαξιμιλιανός Β’, του οποίου η βασιλεία θα συμπέσει σχεδόν με αυτήν του αδερφού του: η έξωση του Όθωνα προκύπτει το 1862, ενώ ο ίδιος αποβιώνει το 1864.

ii) Ταυτίσεις και Διαφοροποιήσεις.

  • Το Μόναχο, παρά το γεγονός ότι ήταν έδρα ηγεμόνων εδώ και αρκετούς αιώνες, δεν ευτύχησε να είναι πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους παρά μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η ανάγκη επομένως για μια ευπρεπέστερη εικόνα της πόλης ήταν επιβεβλημένη. Κατά τούτο, η αναλογία με την Αθήνα είναι καθοριστική. Η ταύτιση όμως αυτή έχει την εξής διαφορά: η μετα-μεσαιωνική πόλη του Μονάχου όχι μόνο δεν είχε καταστραφεί από πολέμους, αλλά ήταν και ένα ανθηρό οικονομικό, διοικητικό και πολιτικό κέντρο του γερμανόφωνου κόσμου. Άρα διέθετε την υποδομή, την οικονομική άνεση, την τεχνογνωσία, αλλά και την κρίσιμη εκείνη ποιοτική παράμετρο που λέγεται πολιτική κουλτούρα για να προβεί σε μια σειρά από εγχειρήματα τα οποία ακόμη και σήμερα εισπράττουν την προσοχή μας. Παράλληλα, οι κάτοικοι αυτής της πόλης δεν έπαψαν να υφίστανται ως μια υπολογίσιμη πολιτική οντότητα, απέναντι στην οποία η στάση της πολιτικής εξουσίας όφειλε να είναι μετρημένη και προσεκτική.
  • Η Αθήνα, εκτός από το γεγονός ότι είχε καταντήσει μια αδιάφορη, από οικονομική και διοικητική άποψη, πολίχνη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν ξακουστή για τη φήμη της. Και αυτή ενισχυόταν από την παρουσία αρχαίων ερειπίων. Αν θεωρηθεί το δεδομένο αυτό διαφορετικά, τότε μπορεί να αξιολογηθεί ως η καταλυτική μεταβλητή ανάμεσα στις δυο πόλεις. Αλλά πέραν τούτου ουδέν. Διότι όταν το 1834, η Αθήνα επιλέγεται να είναι η πρωτεύουσα και η καθέδρα του νέου βασιλείου, δεν υπήρχε τίποτα άλλο διαθέσιμο. Οπότε προκύπτει μια άλλη ενδιαφέρουσα ταύτιση: όλοι οι φυσικοί πρωταγωνιστές (οι αρχιτέκτονες, οι πολεοδόμοι, μηχανικοί και εργάτες, ως και ο βασιλιάς ο Λουδοβίκος Α’) για την ανάδειξη του Μονάχου ως πρωτεύουσας πόλης της Βαυαρίας επισκέφθηκαν την Αθήνα προκειμένου να βοηθήσουν στην ανακατασκευή της.[8]. Και ενώ υπήρχε ένας μετα-μεσαιωνικός πυρήνας γύρω από την Ακρόπολη που είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές από τον πολύχρονο πόλεμο της Ανεξαρτησίας, δεν διέθετε ούτε την αναγκαία πολιτική παιδεία, ούτε την ιδιαίτερη συλλογική αστεακή συνείδηση για να μπορέσει να ισοσταθμίσει την επέλαση των γερμανικών ‘νεωτερισμών’, που μάλιστα ήταν επενδυμένοι με το μανδύα του απολυταρχισμού και της αδιαπραγμάτευτης αρχαιοπληξίας. Η κατάληξη είναι γνωστή: δημιουργήθηκε μια νέα πόλη, δίπλα, γύρω και πάνω στην παλιά. Με ένα άκρως ορθολογιστικό πρώτο πολεοδομικό σχέδιο το οποίο, στη συνέχεια, τροποποιήθηκε πάρα πολύ για να καταλήξει σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας, αρχίζει να εμφανίζεται μια κατεξοχήν νεοκλασική πόλη.

Ο πολιτικός χαρακτήρας των πολεοδομικών και οικοδομικών παρεμβάσεων στις δυο πόλεις: η αρχή της ‘περιεκτικότητας’ και της ‘αποσπασματικότητας’.

Στο Μόναχο επιλέγεται η τακτική των εντυπωσιακών ευθύγραμμων χαράξεων, με τις οποίες υποδηλώνεται η πολιτική πρωταρχικότητα των αφετηριών τους. Συγκεκριμένα, με επίκεντρο το βασιλικό ανακτορικό συγκρότημα (Residenz) διανοίγονται δυο εντυπωσιακές λεωφόροι. Η Brienner και η Ludwig Straße. Η πρώτη με κατεύθυνση προς τα Δυτικά υποσημειώνει μια νέα προσπέλαση στην πόλη η οποία υπερτονίζεται με το σύμπλεγμα των Propyläen: ένα δωρικού ρυθμού οικοδόμημα, πράγματι λειτουργικό αλλά και με σαφή την ανάγκη να δηλώσει μια πρόθεση επιβολής, εντύπωσης και μεγαλείου. Η πύλη αυτή, με τον τρόπο που είναι εγγεγραμμένη μέσα σε μια τεράστια κυκλική πλατεία, όχι μόνο διασκεδάζει τη μεσαιωνική φοβική στάση που κάθε τέτοιου τύπου κατασκευή προέτρεπε, αλλά προτάσσει κατά τρόπο αλαζονικό την συσχέτισή της με τα δυο παρακείμενα εξίσου αρχαιοπρεπή οικοδομήματα, τη Glyptothek και τη Staatliche Antikensammlungen, δύο ελεύθερα –στο χώρο– τοποθετημένα κτήρια, που σχηματίζουν ένα γιγαντιαίο Π, αφιερωμένα στην ιδέα του μουσείου με την παραδοσιακή δηλαδή έννοια του όρου. Η Briennerstraße συνεχίζεται και αφού διέλθει από την κυκλική Karolinenplatz, με τον οβελίσκο στο κέντρο της, καταλήγει στην είσοδο του Hofgarten. Στο σημείο αυτό και κάθετά της αρχίζει ένας άλλος μνημειακός άξονας, η Ludwigstraße, με βορινό προσανατολισμό και στην αφετηρία της κοσμείται με την αναθηματική κατασκευή της Feldherrnhalle. Πρόκειται για μια απροκάλυπτη επανάληψη της Loggia dei Lanzi στη Φλωρεντία. Επομένως, όχι μόνο η αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική παράδοση per se, αλλά και οι κατά καιρούς αναβιώσεις της, όπως η Αναγέννηση, μπορούν να αποτελέσουν τις πηγές απ’ όπου κάποιος εμπνέεται για να δημιουργήσει μια «πόλη ως μουσείο». Ταυτόχρονα, προτείνω, από το βήμα αυτό, δύο νέους όρους, που νομίζω ότι βοηθούν στην καλύτερη εννοιολογική κατανόηση αυτού του φαινομένου: την αρχή της ‘περιεκτικότητας’ και την αρχή της ‘αποσπασματικότητας’. Νοηματικά μπορεί η έννοια του μουσείου να είναι σύνδηλη με αυτές τις δυο αρχές. Ωστόσο, εδώ υποσημειώνονται ως νεολογισμοί για τις ανάγκες της πολιτικής επικοινωνίας. Η μια αρχή δεν αντιστρατεύεται την άλλη, αλλά μόνο στην ταυτόχρονη εφαρμογή τους μπορεί να προκύψει η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να πραγματοποιηθεί η τόσο φιλόδοξη και ευφάνταστη εκδοχή μιας πολιτικής αρχιτεκτονικής. Τούτο υποστηρίζεται διότι η ‘περιεκτικότητα’ υπαινισσόμενη την αντίληψη, όπως και την πρακτική, ότι «όλα περιέχονται», την ίδια στιγμή εξυπονοεί και μια ελλειπτικότητα. Είναι τότε που η αρχή της ‘αποσπασματικότητας’ λειτουργεί συμπληρωματικά διότι μια πόλη φτιαγμένη για να καλύψει την αρχετυπική ιδέα «πόλη-μουσείο» προφανώς δεν μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, πώς μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί το απόλυτο δικαίωμα της αυθαίρετης επιλογής που έχει ένας εστεμμένος σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές χρήσεις του παρελθόντος.

Σε κάθε περίπτωση, η Ludwigstraße, είναι μια εξαιρετική στιγμή πολεοδόμησης λόγω της ισχυρής συμβολικής γλώσσας που χρησιμοποιεί: καταφέρνει με την ενοποιητική επιβολή της ευθύγραμμης λεωφόρου να συνταιριάξει οικοδομήματα που βασίζονται τυπολογικά από την ρωμαϊκή αρχαιότητα μέχρι την ύστερη Αναγέννηση. Κατά μήκος αυτής της διαδρομής εντοπίζονται οικοδομήματα για κοινή δημόσια χρήση ακολουθώντας το πρότυπο του Palazzo, όπως η Bayerische Staatsbibliothek, και το Ludwig-Maximilians Universität. Ενώ όταν πρόκειται για κατασκευές με υπομνηματιστική αποστολή διαλέγει το ρωμαϊκό παρελθόν, όπως συμβαίνει με τη Siegestor, η οποία έχει ως πρότυπο τις θριαμβικές αψίδες των αυτοκρατόρων στο Forum της αρχαίας Ρώμης. Παράλληλα διαφαίνεται πόσο υπολογισμένη είναι η χρήση των ελεύθερων χώρων αφού προκρίνονται πλατείες, όπως η Odeonsplatz και εκείνη μπροστά από το Πανεπιστήμιο, για να τονίσουν ακόμη περισσότερο την δυνατότητα της εξουσίας για υποβολή.

Από την άλλη πλευρά των ανακτόρων, προς το κέντρο της πόλης διαμορφώνεται η Max-Joseph Platz, επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας απαραίτητης ψυχολογικής απόστασης από την πόλη καθεαυτή. Είναι εδώ που συμποσούνται η περίφημη πρόσοψη της Residenz, το Εθνικό Θέατρο και το κτήριο του Ταχυδρομείου. Στα χρόνια του Μαξιμιλιανού Β’ σχεδιάζεται ο τελευταίος μνημειακός άξονας της εποχής, αυτήν τη φορά προς τα ανατολικά. Πρόκειται για τη Maximilianstraße, η οποία εκφράζει αισθητικά την αγωνιώδη απορία του εμπνευστή-βασιλιά, ο οποίος αναρωτιόταν «με ποιο ρυθμό έπρεπε να σχεδιασθεί» αυτό το κομμάτι της πόλης όταν προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για την επίμαχη περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν να επιλεγεί ένα pastiche βασισμένο στο Μεσαίωνα, διευρύνοντας έτσι θεμελιακά, αλλά με τρόπο ασύνειδο την αρχή της ‘περιεκτικότητας’ και ‘αποσπασματικότητας’. Το προκύψαν αρχιτεκτονικό ύφος ήταν ένα είδος νεογοτθικής αρχιτεκτονικής, εξαιρετικά πρωτότυπης, αλλά πραγματιστικά μιλώντας, ιστορικά ανύπαρκτης. Επαναλαμβάνοντας, ωστόσο, την ίδια πολεοδομική αρχή, με τα ελεγχόμενα ανοίγματα, δημιουργεί μια ασυνήθιστη πλατεία στην οποία είναι συμμετρικά –και εξ απεναντίας– τοποθετημένα το Völkerkundemuseum και η Regierung von Oberbayern. Η κορύφωση όμως της όλης πολεοδομικής οργάνωσης είναι χωρίς αμφιβολία το εντυπωσιακό Maximilianeum, που τοποθετήθηκε στην απόληξη της Maximilianstraße. Τοποθετημένο επάνω σε ένα λόφο από την άλλη πλευρά του ποταμού Isar ξαφνιάζει με το σχήμα του, αφού διαθέτει μια ελαφρά ημικυκλική πρόσοψη με τεράστια τοξωτά ανοίγματα και ψηφιδωτά σε επιλεγμένα σημεία.

Στην Αθήνα, για τους λόγους που εξηγήσαμε νωρίτερα, δεν αναμένονται εξίσου θεαματικές εφαρμογές του προτύπου «πόλη-μουσείο». Εκεί η αντίστοιχη πολιτική παρέμβαση σε σχέση με την πόλη πήρε αναγκαστικά καθαρά νεοκλασικό χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί η αίσθηση της «πόλης-νεοκλασικού μουσείου», αφού έτσι καλύπτονταν περισσότερο οι ανάγκες της πολιτικής εξουσίας για νομιμοποίηση και επιβολή. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα κτήρια της ίδιας περιόδου που προσφέρονται για να θεωρηθούν μέσα από το πρίσμα της παρούσης μελέτης. Κατ’ αρχάς, η κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των διαφόρων ετεροδόξων που έμεναν στην οθωνική Αθήνα ευνόησε την ανέγερση ναών σύμφωνα με τα πρότυπα που κατά καιρούς εμφανίστηκαν στην ιστορία της τέχνης. Για παράδειγμα ο Αγγλικανικός ναός του Αγ. Παύλου είναι σε νέο-γοτθικό ρυθμό χτισμένος, όπως και ο ενοριακός ναός των Βαυαρών στο Π. Ηράκλειο της Αττικής. Ο Καθεδρικός ναός των καθολικών, ο Αγ. Διονύσιος, είναι σε νέο-αναγεννησιακό, και η εκκλησία της ρωσικής παροικίας διαθέτει ένα κωδωνοστάσιο που παραπέμπει σε φόρμες της παραδοσιακής ρωσικής ναοδομίας. Σε τρία δημόσια κτήρια φαίνονται ότι επιφυλάχθηκαν πιο ιδιαίτερες μεταχειρίσεις: στο Αστεροσκοπείο, που ίσως λόγω του θόλου του τηλεσκοπίου απέκτησε την μορφή ενός πρώιμου αναγεννησιακού ναού, το Στρατιωτικό νοσοκομείο, που συνδυάζει πραγματικά ετερόκλητα κομμάτια του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου, δηλαδή νεοκλασικά, νέο-ρωμαϊκά και νέο-βυζαντινά, και το Οφθαλμιατρείο, που κτίσθηκε σύμφωνα με ένα νέο-βυζαντινό ύφος. Φαίνεται πάντως ότι οι ιδιώτες της εποχής εκείνης είχαν μια πιο ανήσυχη στάση. Η Δούκισσα της Πλακεντίας χτίζει τη χειμερινή κατοικία της σε νέο-βυζαντινό ρυθμό (σημ. Βυζαντινό Μουσείο), την εξοχική της κατοικία σε νέο-γοτθικό ρυθμό (παλαιά Πεντέλη) και τον ξενώνα (Plaissance) σαν μεσαιωνικό κάστρο. Ο ίδιος ρυθμός, ο νέο-γοτθικός προτιμήθηκε και για το αρχοντικό των Σαριπόλων, ενώ και η εξοχική κατοικία του Όθωνα και της Αμαλίας (Πύργος Βασιλίσσης) έχει ανάλογα στοιχεία από τη μεσαιωνική φρουριακή αρχιτεκτονική.

Συμπερασματικές καταλήξεις

Α. Για το ζήτημα η «πόλη ως μουσείο» προκύπτει ότι ήδη από τα τέλη του ΙΗ’ αιώνα ήταν διαμορφωμένη μια νέα θεώρηση των πραγμάτων. Στο παράδειγμα με την αρχαιότητα, το μεγάλο σισύφειο εναγώνιο δυτικό ερώτημα, φαίνεται ότι μπορούσε να υπάρξει μια τελείως διαφορετική διαχείριση που αποδεικνύεται από το ότι είχε καταστεί ταξινομητέα και μετρήσιμη. Με άλλα λόγια, υφίστανται κατηγορίες πραγμάτων που έχουν ιστορική ταυτότητα, προέλευση και χρονολόγηση. Ακόμα, ότι μπορεί να επέλθει τυποποίηση και από αυτήν να προέλθει αξιολόγηση και στη συνέχεια ιεράρχηση. Μα όλες αυτές οι λέξεις έχουν και πολιτική σημασία και κυρίως πολιτικές προεκτάσεις και επιπτώσεις. Εάν, λοιπόν, είναι καίριο να σημειώσουμε ότι η Αρχαιότητα, ως γνωστικό πεδίο, υπήρξε το πεδίο εφαρμογής διαφωτιστικών δεξιοτήτων, τότε και στην Αρχιτεκτονική, δεν θα μπορούσε να μη συμβεί κάτι ανάλογο. Συνεπόμενα, η πόλη καθίσταται το προνομιακό πεδίο, αφού ο χώρος –αυτή η τρισδιάστατη οντότητα– προσφέρεται για την άσκηση κάθε πολιτικής εξουσίας. Η ανερχόμενη μάλιστα αισθητικοποίησή της κατέληξε και σε πιο ολιστικές προσεγγίσεις, όπως αυτήν που εξετάζουμε.
Β. Η πολιτικά επικοινωνιακή, σημειολογική, αισθητική και ιστορική διάσταση του ζητήματος μας υποχρεώνει να εφαρμόσουμε δύο αρχές, οι οποίες μπορούν να εξηγήσουν την πολυπλοκότητα της «πόλης-μουσείου»: την αρχή της περιεκτικότητας και της αποσπασματικότητας. Μόνο η ταυτόχρονη εφαρμογή τους μπορεί να ερμηνεύσει τη διαφωτιστική σταθερά περί οργάνωσης και ταξινόμησης του γνωστικού πεδίου σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Και προς μια ακόμη, εμπεδωτική αυτή τη φορά, απόδειξη των αρχών της περιεκτικότητας και της αποσπασματικότητας μπορούμε να αναφερθούμε σε δυο επιπλέον εικαστικά τεκμήρια: το πρώτο είναι μια λιθογραφία[9] (Εικ. 3) και το δεύτερο ένας πίνακας ζωγραφικής[10] (Εικ. 4). Το κρίσιμο συμβολικό στοιχείο τους είναι ότι αποτελούν ιδεαλισμένες εικονολογικές αποδόσεις της «πόλης-μουσείου». Πρόκειται για δύο εκκωφαντικές χρήσεις της περιεκτικότητας και της αποσπασματικότητας, κυρίως διότι δεν υπάρχει και το υπόλοιπο πολεοδομικό συγκείμενο (context), όπως συμβαίνει και σε μια κανονική πόλη. Έχουν φτάσει, δηλαδή, σε ένα επίπεδο τέτοιας νοηματικής απόδοσης, ώστε να αποπειρώνται τη ευφάνταστη, δημιουργική ανασύνθεση μιας ιδεατής πόλης. Η τεχνική αυτής της αναπαραγωγικής σύνθεσης, που είναι γνωστότερη στον Κ’ αιώνα ως collage, είναι πιο ηχηρή στην περίπτωση της λιθογραφίας. Και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ήταν ένα μέσο το οποίο απευθυνόταν στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Η αξιολόγηση αυτή συνέχεται και με τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα που απέκτησε η λιθογραφία εξαιτίας της δυνατότητας που είχε για μαζική αναπαραγωγή. Στην περίπτωση όμως του πίνακα, ένα μέσο έκφρασης ‘υψηλότερης’ τέχνης σε σχέση με τη λιθογραφία, έχουμε μια πιο σεμνή υπόμνηση του οργανωμένου οικοδομικού προγράμματος –επιλέγοντας, στην κυριολεξία της λέξης, ορισμένες μόνο προσόψεις κτηρίων και όχι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις τους, όπως στη λιθογραφία– αλλά ταυτόχρονα ο ζωγράφος μετέρχεται όλων των παραδεδεγμένων τεχνικών που επιτρέπουν την απόδοση των τιμών σε αυτόν που εμπνεύστηκε και επέβαλλε την πόλη ως μουσείο στο Μόναχο. Επομένως, οι εν δυνάμει πολιτικές προεκτάσεις των δύο έργων –που στην περίπτωση του πίνακα είναι πιο λανθάνουσες και διακριτικές, ενώ σε αυτήν της λιθογραφίας είναι εμφανέστερες και υπερδιάκριτες[11] εικονολογικά, διότι εκεί είναι ο εστεμμένος που προτείνεται ως το memento memori– επικαθορίζουν, κατά τρόπο υποχρεωτικό, την ένταξη της όλης εξέτασης του θέματος «η πόλη ως μουσείο» μέσα στο γνωστικό πεδίο της Πολιτικής Υφολογίας[12].

Βιβλιογραφία:

Gross David, Τα ερείπια του παρελθόντος. Αθήνα: Πατάκης, 2003.
Le Goff Jacques, Ιστορία και Μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη, 1998.
Μεταξάς Α-Ι. Δ., Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο. Δεκατέσσερα μαθήματα για
το στυλ. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1997.
Μπίρη Η. Κώστα, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα: Μέλισσα,
γ’εκδ., 1996.
Rowe Colin and Koetter Fred, Collage City. Cambridge, Massachusetts: The MIT
Press, 1995.
Τραυλός Ιωάννης, Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών. Αθήνα: Καπόν, γ’ έκδ., 2005.

Κατάλογοι εκθέσεων:

Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα. Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο
Αλεξάνδρου Σούτζου, 2000.
Αθηνά Σαριπόλου-Λίβα. Μια Αθηναία ζωγράφος του 19ου αιώνα. Μουσείο
Κυκλαδικής Τέχνης, Εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, 1996.
Grand Tour: The lure of Italy in the Eighteenth Century. Edited by Andrew Wilton
and Ilaria Benjamini. London: Tate Gallery Publishing, 1996.
König-Otto-von Griechenland-Museum der Gemeinde Ottobrunn, Bayerische
Museen, München: Weltkunst Verlag, 1998.
München, wiegeplant. Die Entwicklung der Stadt von 1158 bis 2008. Münchner
Stadtmuseum, 2006.
The Neue Pinakothek Munich, Lenz, Christian, London: C. H. Beck/Scala, 2003.

Εικαστικά τεκμήρια:

Εικόνα 1

Εικόνα 1

Εικόνα 2

Εικόνα 2

Εικόνα 3

Εικόνα 3

Εικόνα 4

Εικόνα 4

 

 

[1] Colin Rowe and Fred Koetter, Collage City. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, 1995, σσ. 118-150.

[2] ibid, σ. 134.

[3] David Gross, Τα ερείπια του παρελθόντος. Αθήνα: Πατάκης, 2003, σ. 29.

[4] Jacques Le Goff, Ιστορία και Μνήμη. Αθήνα: Νεφέλη, 1998, σ. 39.

[5] Ilaria Benjamini, “The Grand Tour: Open Issues”, στον κατάλογο της έκθεσης Grand Tour: The lure of Italy in the Eighteenth Century. Edited by Andrew Wilton and Ilaria Benjamini. London: Tate Gallery Publishing, 1996, σσ. 31-32.

[6] Η αρχαία Ρώμη, 1757
Giovanni Paolo Panini (1691–1765)
Λάδι σε καμβά, 172.1 x 229.9 cm, Τhe Metropolitan Museum of Art, New York.

[7] Η σύγχρονη Ρώμη, 1757
Giovanni Paolo Panini (1691–1765)
Λάδι σε καμβά, 172.1 x 233 cm, Τhe Metropolitan Museum of Art, New York.

[8] Είναι γνωστό εξάλλου ότι συμμετείχε στην αποστολή και ένα στρατιωτικό σώμα από Βαυαρούς και μια κάθε άλλο παρά ευάριθμη συνοδεία ειδικών επιστημόνων.

[9] Gottlieb Bodmer, 1835. Η λιθογραφία βρίσκεται στο König-Otto-von Giechenland-Museum der Gemeinde Ottobrunn.

[10] Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄, περιστοιχιζόμενος από καλλιτέχνες και επιστήμονες, κατεβαίνει από το θρόνο για να δει τα γλυπτά και τους πίνακες που του παρουσίασαν, 1848.
Wilhelm von Kaulbach (Arolsen 1804-München 1874), Λάδι σε καμβά, 78.5x 163 cm. Ο πίνακας βρίσκεται στη Neue Pinakothek του Μονάχου.

[11] Για την έννοια της υπερδιάκρισης στον Α-Ι. Δ. Μεταξά, Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο. Δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1997, σσ. 61-70.

[12] Πρόκειται για έναν κλάδο της Πολιτικής Επιστήμης, ο οποίος συνυπολογίζει τα επιστημονικά πορίσματα από τα πεδία της Σημειωτικής, της Πολιτικής Ψυχολογίας και Επικοινωνίας και τέλος της Αισθητικής, προκειμένου από αυτήν τη διακλαδική προσέγγιση να προκύψει μια διεισδυτικότερη ανάλυση του πολιτικού φαινομένου εν γένει.