Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Από το Ραγκαβή στο Βιζυηνό:

ή από τις ιστορίες μυστηρίου στην αστυνομική πλοκή

             

                                                                   ..και υπό το πρόσχημα πτωχού οδοιπόρου     

                                                                                          κρύπτονται ενίοτε μυστηριώδη  όντα,               

                           πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων..

                                                                                                                       Γ. Βιζυηνός, Αμάρτημα, σ. 4

 

 Η εργασία μου εξετάζει το αφηγηματικό σχήμα του αστυνομικού είδους στην νεοελληνική λογοτεχνία. Συγκεκριμένα, εστιάζω στον ελληνικό 19ο αιώνα και στο διήγημα, στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκε το αστυνομικό αφήγημα στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό χώρο. Πρόθεσή μου είναι να δείξω ότι στον 19ο αιώνα υπάρχουν κείμενα που εμφανίζουν ίχνη ενός πρώιμου αλλά σαφώς αναγνωρίσιμου αφηγηματικού σχήματος αστυνομικής πλοκής. Ο ειδολογικός αυτός ισχυρισμός δεν παραγνωρίζει τις πολλαπλές και διαφορετικές ερμηνείες που έχει ήδη προτείνει η έρευνα[1] αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά ενεργοποιώντας μια επιπλέον ερμηνευτική πτυχή των εν λόγω κειμένων.

 Το τυπολογικό σχήμα που συστήνω, συνδυάζοντας δομικά χαρακτηριστικά από διαφορετικές προσεγγίσεις, προϋποθέτει τέσσερα στοι-χεία: την ύπαρξη ενός πολύπλοκου μυστηρίου, το οποίο δεν απαιτείται να είναι φόνος (όπως π.χ. Το Κλεμμένο Γράμμα του Poe), τη δραστηριοποίηση ενός ερευνητή (ή ενός προσώπου που ενδύεται το ρόλο του ερευνητή), τη δια-δικασία της έρευνας για τη διαλεύκανση του μυστηρίου (υλική και ψυχο-γραφική) και τέλος την εξιχνίαση του αινίγματος.[2]

 Η ανάγνωση των διηγημάτων οργανώνεται μέσα στο θεωρητικό πλαί-σιο που συστήνουν η έννοια του κενού του Iser,[3] η έννοια του προγραμ-ματισμού της αστυνομικής πλοκής του Dove και ο ερμηνευτικός κώδικας του Barthes. Η πρωτεϊκή φύση του κενού στην αναγνωστική θεωρία του Iser αποκα-λύπτεται στην τριμερή μορφοποίησή του:[4] ως κενό[5] (blank), ως διάλειψη[6] (vacancy), και ως χάσμα (gap). Η ανάγνωσή μου αξιοποιεί τη λειτουργία της διάλειψης, η οποία προβάλλεται ως ένα κενό θεματικό σημείο, από το οποίο ο αναγνώστης εστιάζει σε ένα νέο κειμενικό χώρο και το χάσμα, το οποίο δη-μιουργείται ανάμεσα στο κείμενο και στο νόημα που προσπαθεί να συστήσει ο αναγνώστης.[7] Συγκεκριμένα, οι διαλείψεις είναι σημεία του κειμένου μέσα στην αφήγηση που επιτρέπουν στον αναγνώστη να υιοθετήσει μια νέα προ-οπτική για τη συνέχεια, ενώ τα χάσματα είναι σημεία, τα οποία μπορεί να νοη-ματοδοτήσει πολλαπλά καθιστώντας την ανάγνωση ενεργητική διαδικασία. Από τον Dove δανείζομαι την έννοια του προγραμματισμού, σύμφωνα με την οποία τα κενά σημεία των αστυνομικών είναι προγραμματισμένα από τις θεματικές συμβάσεις του είδους, προτείνουν μεθόδους ανακάλυψης και οδηγούν τον αναγνώστη σε προκαθορισμένες ερμηνευτικές λύσεις.[8] Τέλος, ο ερμηνευτικός κώδικας του Barthes διερευνά την κειμενική δόμηση του αινίγματος και τα επιμέρους μορφήματα πλαισιώνουν και περιγράφουν την κειμενική πορεία από τη διατύπωση μέχρι και την τελική αποκάλυψή του.[9]

 Οι παραπάνω έννοιες συστήνουν το γενικό πλαίσιο ανάγνωσης, η δομή όμως των κειμένων επιβάλλει μια διαφοροποίηση στη χρήση τους. Ειδικότερα, στα εν λόγω διηγήματα ο προγραμματισμός δεν απορρέει τόσο από τις θε-ματικές συμβάσεις, αφού αυτά αποτελούν, όπως επιχειρώ να δείξω, πρώιμες εκφάνσεις μιας αστυνομικής πλοκής στο νεοελληνικό χώρο και οι αναγνώστες τους θα αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν «αστυνομικές» συμβάσεις. Αντίθετα, ο προγραμματισμός αρθρώνεται μέσα από σημεία της αφήγησης, που συστή-νουν, σύμφωνα με τη θεωρία του Iser, κενά, επειδή «εμπλέκουν» τον ανα-γνώστη ερμηνευτικά στη λύση του μυστηρίου. Τα κενά συγκεκριμενοποιούν αφηγηματικά τεχνάσματα που τον καθοδηγούν και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το κείμενο παρουσιάζεται σαν μια σκηνοθεσία με σκοπό να τον οδηγήσει στην τελική αποκάλυψη του αινίγματος. Οι λόγοι που συνηγόρησαν στην υιοθέτηση και στη διαφοροποίηση του θεωρητικού πλαισίου είναι η δομή του αστυ-νομικού αφηγήματος, το οποίο σταδιακά κατασκευάζει και σκηνοθετεί ένα παι-χνίδι, που οργανώνεται με τη βοήθεια πολλαπλά νοηματοδοτούμενων κενών. Ανάμεσα στον αφηγητή και στον αναγνώστη δημιουργείται μια συμφωνία ανο-μολόγητη: η επίλυση του μυστηρίου. Η προϋπόθεση αυτή είναι απαραίτητη, αν αναλογιστούμε ότι τέτοιου είδους κείμενα δεν δύνανται να ξαναδιαβαστούν όπως την πρώτη φορά, επειδή το μυστήριο έχει ήδη διαλευκανθεί και το παι-χνίδι δεν μπορεί να ανασυσταθεί.

 

 

 

 

 

 

 

Η περίπτωση του Ραγκαβή[10]

Στο διήγημα Εκδρομή εις Πόρον μια παρέα ανθρώπων από την Αθήνα οργανώνει μια εκδρομή στον Πόρο όπου συναντούν ένα παράφρονα άνδρα, ο οποίος αυτοκτονεί πέφτοντας από μια γέφυρα. Η εξέλιξη αυτή αποσταθεροποιεί ψυχολογικά μια γυναίκα από την ομάδα, επειδή συνειδητοποιεί ότι ο παρά-φρονας είναι ο εραστής που εγκατέλειψε η ίδια σε νεαρή ηλικία. Η αφήγηση ικανοποιεί δύο από τα τέσσερα τυπολογικά χαρακτηριστικά του αστυνομικού: το μυστήριο και την τελική λύση.  

 Στα σκηνοθετημένα κενά της αφήγησης θεματοποιούνται τεχνάσματα πολλών ειδών αλλά το βασικό τέχνασμα αυτού του διηγήματος είναι η ποιητική του. Η ιστορία παρουσιάζεται ως συμπίλημα σημειώσεων από το ημερολόγιο του αφηγητή προδίδοντας τη σκηνοθετημένη δομή της.[11] Ο αφηγητής παρα-θέτει στην αρχή: τότε… ηνέωξα τας παλαιάς σημειώσεις μου, και εν αυταίς εύρον σελίδας τινάς αναφερομένας εις αρχαιοτέραν μου εκεί εκδρομήν, και προσδιωρισμένας εις πρόχειρον μεν εφόδιον τοις μέλλουσιν ίσως ν’ ακολουθήσωσι τα ίχνη μου[12] και συμπληρώνει στο τέλος: Περίεργον δε είναι πως αλληλουχούνται αι ανθρώπιναι τύχαι και περιστάσεις! Εις φύλλον του χαρτοφυλακίου μου πολύ απέχον εκείνου εφ’ ου είχον χαράξει τας περί Πόρου σημειώσεις μου, ευρίσκω γραμμάς τινάς αίτινες έχουσι σχέσιν άμεσον προς αυτάς.[13] Ένα διαφορετικό τέχνασμα είναι η προοικονομία, η οποία συγκε-κριμενοποιείται στα κενά του κειμένου προτείνοντας στον αναγνώστη ερμηνευτικές επιλογές και λειτουργεί δυνητικά στο πλαίσιο των μορφημάτων του Barthes ως υπόσχεση της τελικής απάντησης.[14] Η αφήγηση «χωρο-σκηνοθετείται» στα λόγια του παράφρονα, ο οποίος προδιαγράφει το δρο-μολόγιο της πλοκής: το πρωί εις τον λεμονεώνα, μετά μεσημβρίαν εις την Τροιζήνα, εις το γεφύρι του Διαβόλου, την νύκτα εις τας Αθήνας.[15] Το συναίσθημα του φόβου που κυριεύει την ηρωίδα απέναντι στον παράφρονα θεματοποιεί την ανακολουθία, η οποία αποτελεί οδηγία προς τον αναγνώστη χειραγωγώντας τη συμμετοχή του, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της. Ότι επίστευσα, μοι είπε, σας το προδίδει η ταραχή μου. Δεν φοβούμαι τους παράφρονας, αλλ’ η απροσδόκητος αυτού παρουσία δυσαρέστως με συνεκίνησε.[16]  

Η παρουσίαση της ιστορίας ως συμπιλήματος σημειώσεων συνιστά το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ποιητικής του εν λόγω διηγήματος και αποδεικνύει τη σκηνοθετημένη ύφανσή του. Ωστόσο, η εν λόγω ιστορία αποτελεί λιγότερο αστυνομικό παιχνίδι και περισσότερο ιστορία μυστηρίου, οι αδιόρατες πτυχές του οποίου αποκαλύπτονται στο τέλος «τυχαία» με την «ανακάλυψη» της ηρωί-δας σε φρενοκομείο της Γερμανίας. Προς αυτή την ερμηνευτική κατεύθυνση συνηγορεί και η αφηγηματική διασπορά πολλαπλών ενδείξεων και πληροφοριών, η οποία περιορίζει τη συμμετοχή του αναγνώστη. Αντίστοιχα, τα ερμηνευτικά κενά της ιστορίας δεν σκηνοθετούν επαρκώς την αναγνωστική ανταπόκριση και ο αναγνώστης αναλαμβάνει περισσότερο το ρόλο του θεατή σε ένα παιχνίδι μυστηρίου[17] και λιγότερο το ρόλο του ερευνητή σε ένα αστυ-νομικό αίνιγμα.  

 

 

 

 

 

 

Η περίπτωση του Βικέλα[18]

            Στο διήγημα Τα Δύο Αδέρφια ο αφηγητής με τον εξάδελφό του επισκέπτονται ένα φίλο σε νησί του Αιγαίου χωρίς να γνωρίζουν ότι η κόρη του οικοδεσπότη ζει μια ψυχολογικά ασταθή ζωή, εξαιτίας του θανάτου του αγαπημένου της. Ο ίδιος ο οικοδεσπότης, αναγνωρίζοντας την ομοιότητα του εξαδέλφου με το νεκρό, συμπεριφέρεται παράξενα επιχειρώντας να αποτρέψει μια τυχαία αλλά επικίνδυνη συνάντηση των δύο νέων.

 Το συγκεκριμένο διήγημα ενέχει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της αστυνομικής πλοκής, τη διαδικασία της έρευνας. Επιπρόσθετα, ενώ η ιστορία δεν προβλέπει το ρόλο ερευνητή, η ερευνητική διάθεση των δύο ηρώων έχει εκλεκτικές συγγένειες με το είδος των ερευνητών που συναντάμε στον Poe.[19] Από την αρχή ήδη του έργου θεματοποιείται η ύπαρξη μυστηρίου ικα-νοποιώντας ένα ακόμα μόρφημα, σύμφωνα με το σχήμα του Barthes:[20] κ’ εγώ, αντί να σεβαστώ το πένθος το οποίον τους επεσκίαζε, μετεβλήθην εις ωταουστήν και εμηχανώμην σχέδια προς αποκάλυψην πραγμάτων, τα οποία επί τέλους ήσαν ξένα δι’ εμέ!, ενώ παρακάτω αναστοχάζεται: τι δικαίωμα είχα εγώ ν’ αναμιχθώ εις την άγνωστον λύπην της σεβάσμιας ταύτης οικογενείας; Διατί ν’ αποκαλύψω το μυστικόν της;[21]    

Η αφήγηση στο συγκεκριμένο διήγημα οργανώνεται σκηνοθετώντας στα κενά σημεία «τυχαίες ενδείξεις», οι οποίες σκιαγραφούν τις προϋποθέσεις της συνέχειας. Μέσα από αυτές ο αναγνώστης αναλαμβάνει ένα διαφορετικό ρόλο σε σχέση με το προηγούμενο διήγημα, καθώς καθίσταται από την αρχή συμμέτοχος στο παιχνίδι του μυστηρίου.[22] Επίσης, ο αφηγητής αποκαλύπτει στον αναγνώστη «ίχνη πληροφοριών», όπως τα μισόλογα ενός ήρωα για την ψυχολογική κατάσταση της άρρωστης κόρης: - τι σκέπτεσθε, κύριε καθηγητά; ηρώτησα. – Σκέπτομαι, φίλε μου, ότι, αφότου δεν είδα τον κύριον Μελέτη, τα πράγματα μετεβλήθησαν. Η κόρη του….[23] Τα μισόλογα αυτά διαφωτίζουν την πορεία προς τη λύση του μυστηρίου και η λειτουργία τους συστήνει ένα νέο μόρφημα στο πλαίσιο του ερμηνευτικού κώδικα του Barthes. Ουσιαστικά αποτελούν «ερμηνευτικούς δείκτες»,[24] οι οποίοι αρθρώνουν αφηγηματικά την πλοκή και καθοδηγούν τη νοηματοδοτική προσπάθεια του αναγνώστη. Αν τα μορφήματα του Barthes αποκαλύπτουν τα στάδια αποκάλυψης του μυστηρίου, οι δείκτες αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται τα στάδια και συνδέονται αιτιακά με την αποκάλυψη του αινίγματος στο τέλος.

Η ιστορία του Βικέλα παρουσιάζει καινοτομίες στο πλαίσιο της αστυνομικής οργάνωσης της αφήγησης. Η ύπαρξη δύο αινιγμάτων, η οργάνωση σχεδίου έρευνας από τον αφηγητή και η αντίδραση του ήρωα, ο οποίος οργανώνει ένα σχέδιο απόκρυψης, η προβολή του οικοδεσπότη ως ενόχου στα μάτια του αναγνώστη αν και δεν έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα και η αποκάλυψη του μυστηρίου στο τέλος από ένα τρίτο πρόσωπο και όχι από τον αφηγητή-ερευνητή αποκαλύπτουν την αστυνομική ποιότητα της πλοκής. Επιπλέον, η αφήγηση, σε σχέση με το προηγούμενο διήγημα, προβλέπει μεγαλύτερη συμμετοχή του αναγνώστη στο λογοτεχνικό παιχνίδι καθώς υ-φαίνει το ρόλο του ήδη από την αρχή με τις «τυχαίες ενδείξεις» και τα «ίχνη πληροφοριών».

 

Η περίπτωση του Βιζυηνού[25]

Στο διήγημα Ποίος ήτον ο Φονεύς του Αδελφού μου ο αδερφός του αφηγητή σκοτώνεται κατά λάθος από τον υπηρέτη της μητέρας του, τον Κιαμήλ, ο οποίος τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί την ταυτότητα του θύματος. Η έρευνα έχει ήδη επισημάνει την αστυνομική ποιότητα της πλοκής,[26] δεδομένου ότι το εν λόγω κείμενο ικανοποιεί όλες τις τυπολογικές προϋ-ποθέσεις. Ωστόσο, ο υβριδικός του χαρακτήρας διαφαίνεται στις ιδιομορφίες που εμφανίζει όπως η παρουσία πολλαπλών ερευνητών: του αφηγητή, του αδερφού του αφηγητή, της γριάς τσιγγάνας[27] και των εντεταλμένων αστυ-νομικών. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής αναζητά τη λύση απηχεί τις στρατηγικές διανοητικών ερευνητών όπως ο Dupin του Poe υπογραμ-μίζοντας τις εκλεκτικές συγγένειες του κειμένου.[28] Ο τίτλος ήδη από την αρχή προσδιορίζει την αφήγηση ως αναζήτηση μιας απάντησης[29] και κατοχυρώνει τη σκηνοθεσία της πλοκής θέτοντας στον αναγνώστη ένα ερώτημα.[30] Παράλληλα, θεματοποιεί την ύπαρξη ενός μυστηρίου, σύμφωνα με το σχήμα του Barthes.[31]

 Τα ανοικειωτικά σημεία του κειμένου ανάγονται στο κύριο τέχνασμα της αφηγηματικής σκηνοθεσίας και η ηθογραφία μετατρέπεται στο σκηνικό, όπου σκιαγραφούνται οι ενδείξεις για το φόνο. Η περιγραφή του σπιτιού της τουρκικής οικογένειας αποδομεί το ειδυλλιακό τοπίο της ηθογραφίας. Η αναπάντεχη άφιξη του αφηγητή αποκαλύπτει το ίδιο σκηνικό με διαφορετικούς όρους και το οικείο περιβάλλον της ηθογραφικής περιγραφής μετατρέπεται προσωρινά σε χώρο παράξενο και μυστηριακό: …έφθασα προ της οικίας πολύ ενωρίτερον ή ότι υπεσχέθην. Δια τούτο δεν παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού «τεμενάν» με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο μειδίαμα, δεν ηξεύρω πως διετέθην ξένως και παραδόξως […] εχώρησα διστάζων προς αυτήν, και παρακύψας είδον εις τον κήπον.[32] Η παραπάνω περιγραφή θέτει την ηθογραφική διάσταση σε νέα αφηγηματικά συμφραζόμενα και η σκηνή λειτουργεί ως διάλειψη, σύμφωνα με το σχήμα του Iser, που ωθεί τον αναγνώστη να υιοθετήσει μια διαφορετική, «υποψιασμένη» οπτική για τη συνέχεια. Ο Βιζυηνός διαστίζει το κείμενό του με κενά, ώστε να παγιδεύσει τον αναγνώστη σε ένα δίκτυο ερμηνευτικών επιλογών. Σχεδόν χωρίς να το αντιληφθεί, ο αναγνώστης καθίσταται συμμέτοχος στο αστυνομικό παιχνίδι που έχει ήδη συσταθεί μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο. Επιπλέον, στις λειτουργίες των τεχνασμάτων αποκαλύπτονται και οι πολλαπλές δυνατότητες ανάγνωσης των διηγημάτων του.  

            Η σκηνοθεσία των ανοικειωτικών σημείων νοηματοδοτεί τα κενά της ηθογραφίας και η αφήγηση δεν υιοθετεί την οπτική της απλής περιγραφής μιας εικόνας επαρχιακής ζωής, αλλά η εστίαση είναι κατασκοπευτική και ο αφηγητής περιγράφει τη σκηνή κρυμμένος πίσω από την πόρτα του κήπου: Η μεγάλη περιέργεια μεθ’ ης προσείχον εις τα γενόμενα μ’ έκαμε φαίνεται να λησμονήσω, οτι ήμην κατάσκοπος  μέχρι τούδε και να ερεισθώ βαρύτερον πως επί της θύρας του κηπαρίου. Πριν ή το εννοήσω, η θύρα ηνοίγη μετά τρυγμού, κ’ εγώ εφωράθην ιστάμενος όπισθεν αυτής.[33] Η αφήγηση, εκτός από την ανοικείωση, αξιοποιεί και άλλου είδους τεχνάσματα όπως τις «λανθάνουσες» πληροφορίες π.χ. την ομοιότητα του Χρηστάκη με τον ταχυδρόμο. Ακόμη, η προοικονομία, η οποία θεματοποιείται με την περιγραφή του εθίμου της «σουρβιάς» και οι εικασίες του αφηγητή, ο οποίος επιχειρεί μέσα από φαντα-σιακές προβολές να εικάσει τη λύση του αινίγματος, έντεχνα συγκεκρι-μενοποιούν τα κενά της πλοκής παράλληλα με τις ερμηνευτικές δυνατότητες του αναγνώστη και συστήνουν διαφορετικά τεχνάσματα:[34] Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησην της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επι του ερυθρού «χραμίου» του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φώς ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας δια της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα τινός βιβλίου. Αλλά τα αντικείμενα της νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των φύλλων αυτού, και η ανάγνωσίς μου καθ’ όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικώς των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος και Η ιστορία του δυστηχούς Κιαμήλ εξελίσσετο εν ζωνταναίς εικόσιν ενώπιον των κλειστών οφθαλμών μου.[35] Τέλος, οι διεσπαρμένες ειρωνείες της αφήγησης σκηνοθετούν την προκαθορισμένη λύση και θεματο-ποιούνται π.χ. στη φράση που επαναλαμβάνει ο Κιαμήλ αφού χάσει το λογικό του.

Αναμφισβήτητα, η αστυνομική ανάγνωση του εν λόγω διηγήματος δεν προβάλλεται ως μοναδική ερμηνευτική δυνατότητα του κειμένου. Ο Βιζυηνός σκηνοθετεί αφηγηματικά ένα μεταιχμιακό κείμενο που αρνείται μια οριστική ειδολογική κατηγοριοποίηση. Αναφορικά με τις αστυνομικές του προϋπο-θέσεις, η σκηνοθεσία της πλοκής διαμορφώνει το δίκτυο της προκαθορισμένης λύσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο αναγνώστης συνδιαλέγεται με το κείμενο επανα-γράφοντάς το με αστυνομικό υφάδι. Αυτή η αστυνομική επαναγραφή ανιχνεύει και τις εκλεκτικές συγγένειες των τριών κειμένων.

 

 

Επίλογος

 Το αστυνομικό αφήγημα, όπως επιχείρησα να δείξω, λειτουργεί με προγραμματισμένα ερμηνευτικά κενά, που σκηνοθετούν το ρόλο του ανα-γνώστη. Η συγγραφή αλλά και η ανάλυση των συγκεκριμένων διηγημάτων αποδεικνύει ότι κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα καλλιεργείται ένα πρώιμο είδος αστυνομικής πλοκής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι εμφανές ότι ο Ραγκαβής, ο Βικέλας και ο Βιζυηνός συνθέτουν από την αρχή, περισσότερο ή λιγότερο, μια σκηνοθετημένη ιστορία με προκαθορισμένο τέλος, η λύση της οποίας αξιώνει και διεκδικεί την ενδιάθετη αναγνωστική συμμετοχή. Ο ρόλος του αναγνώστη προγραμματίζεται με τη διασπορά ερμηνευτικών κενών, τα οποία προβλέπουν τη συμμετοχή του λειτουργώντας ως αφηγηματικά τεχνά-σματα.

            Η εκλέπτυνση των ερμηνευτικών χαρακτηριστικών της πλοκής αποκαλύπτει τη δυναμική των αστυνομικών εκφάνσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος του αναγνώστη κλιμακώνεται δυναμικά αξιοποιώντας την πολυεπίπεδη οργάνωση της πλοκής. Στο διήγημα Εκδρομή εις Πόρον, το οποίο, αν και διαθέτει αστυνομικά χαρακτηριστικά, αποτελεί περισσότερο ιστορία μυ-στηρίου και λιγότερο αστυνομικό αίνιγμα, η συμμετοχή του περιορίζεται σχε-δόν στην θέαση της αφηγηματικής σκηνοθεσίας, ενώ στο διήγημα Τα Δύο Αδέρφια ο ρόλος του σκηνοθετείται αναλαμβάνοντας περισσότερες δυνατό-τητες ερμηνευτικής παρέμβασης. Τέλος, στο διήγημα του Βιζυηνού ο ρόλος του αναγνώστη προγραμματίζεται και σκηνοθετείται έντεχνα, ήδη από τον τίτλο, μέσα από τα αφηγηματικά τεχνάσματα και προβλέπεται η αδιάκοπη συμμετοχή του μέχρι και την τελική αποκάλυψη του ενόχου. Συμπερασματικά, η κλιμάκωση των τυπολογικών χαρακτηριστικών αλλά και η σκηνοθεσία της αναγνωστικής συμμετοχής συνηγορούν στη διαπίστωση ότι κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα καλλιεργείται ένα πρώιμο είδος αινιγματικής πλοκής, οι εκφάνσεις του οποίου διαφοροποιούνται ειδολογικά. Η ιστορία του Ραγκαβή αποτελεί περισσότερο ιστορία μυστηρίου ενώ ο Βικέλας και ο Βιζυηνός αξιοποιούν περισσότερο την αστυνομική οργάνωση της πλοκής.   

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Πώς σκέφτεται ο Βιζυηνός», Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, Μάιος, 2006.

 

«Αφιέρωμα: Αστυνομικό μυθιστόρημα», Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Ιούνιος, 2002.

 

Bakhtine Mikhail, L’ oeuvre de Francois Rabelais et la culture populaire au Moyen Age et sous la Renaissance, Paris, Gallimard, 1970.

 

Barthes Roland, S/Z, Points, Paris, Seuil, 1970.

 

Beaver Harold, (ed.) The science fiction of Edgar Allan Poe, Penguin, London, 1976.       

 

Βελουδής Γιώργος, «Βιζυηνός και Auerbach», Μονά-Ζυγά, Αθήνα, Γνώση, 1992, σσ. 37-42.

 

Benjamin Walter, «Αστυνομικά μυθιστορήματα, ταξιδεύοντας» στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 303-307.

 

Benjamin Walter, «Υπερπολυτελές επιπλωμένο διαμέρισμα δέκα δωματίων» στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 308-310.

 

Benstock Bernard, Essays on Detective Fiction, London, Macmillan, 1983.

 

Βιζυηνός Γεώργιος, Νεοελληνικά Διηγήματα, (επιμέλεια: Π. Μουλλάς), Αθήνα, Εστία, 1996.

 

Βικέλας Δημήτριος, Λουκής Λάρας και Διηγήματα, (φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2000.

 

Bloch Ernst, «Φιλοσοφική θεώρηση του αστυνομικού μυθιστορήματος» στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 342-390.

 

Borges Jorge Luis, «Το αστυνομικό διήγημα», στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 397-414.

 

Brook Thomas, «Restaging the Reception of Iser's Early Work, or Sides Not Taken in Discussions of the Aesthetic», New Literary History 31.1 (Χειμώνας 2000), σσ. 13-43.

 

Cawelti John, Adventure, Mystery and Romance, Chicago, Chicago University Press, 1976.

 

Cerny Lothar, «Reader Participation and Rationalism in Fielding’s Tom Jones», Connotations 2.2, 1992, σσ. 137-162.

 

Cerny Lothar, «“But the PoetNever Affirmeth”: A Reply to Bernard Harrison», Connotations, 3.3, 1993-1994, σσ. 312-317. 

 

Delamater J.- Prigozy R., (ed.), Theory and Practice of Classic Detective Fiction, Westport, Green-wood Press, 1997.

 

Δήτσα Μαριάννα, «Δημήτριος Βικέλας» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Β’ 1830-1880, Σοκόλης, Αθήνα, 1996, σσ. 382-449.

 

Διαβάζω, «Αφιέρωμα στην Αστυνομική Λογοτεχνία», αρ. 84, 1984.

 

Dove George, The reader and the detective story, Bowling Green, Bowling Green State University Popular Press, 1997.

 

Eco Umberto, Θεωρία Σημειωτικής, Αθήνα, Γνώση, 1980.

 

Fluck Winfried, «The Search for Distance: Negation and Negativity in Wolfgang Iser's Literary Theory», New Literary History 31.1 (Χειμώνας 2000), σσ. 175-210.

 

Hammond Brean, «Mind the Gap: A Comment on Lothar Cerny», Connotations, 3.1, 1993-1994, σσ. 72-78.

 

Harrison Bernard, «Gaps and Stumbling-Blocks in Fielding: A Response to Cerny, Hammond and Hudson», Connotations, 3.2, 1993-1994, σσ. 147-172.

 

Holquist Michael, (ed.) The Dialogic Imagination, Four Essays by M. M. Bakhtin, Austin, University of Texas Press, 1981.

 

Holton David, «Ο Ψυχάρης και το Διήγημα» στο Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σσ. 311-327.

 

Irwin John, The Mystery to a Solution: Poe, Borges and the Analytic Detective Story, Johns Hopkins University Press, Baltimore, 1994.

 

Iser Wolfgang, The Act of Reading, Baltimore, The Johns Hopkins University Press, 1980.

 

Iser Wolfgang, The Implied Reader, Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1978.

 

Iser Wolfgang, «Eureka: The Interpretation of Tom Jones. Some Remarks Concerning Interpretation. A Reply to Lothar Cerny» στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://sun3.lib.uci.edu.

 

Iser Wolfgang, Prospecting: From Reader Response to Literary Anthropology, The Johns Hopkins University Press, BaltimoreLondon, 1989.

 

Κακαβούλια Μαρία, «Η Λογική της Αφήγησης και η Επιθυμία της Ερμηνείας στο διήγημα του Βιζυηνού Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας», στο Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, 1997, σσ. 123-139.

 

Kayman Martin, From Bow Street to Baker Street, Mystery, Detection and Narrative, London, Macmillan, 1992.

 

Loveridge Mark, «Tom Jones and the Clare-obscure”: A Response to Andrew Varney, Bernard Harrison and Lothar Cerny, Connotations, 4.1-2, 1994-1995, σσ. 136-150.

 

Μαρτινίδης Πέτρος, Συνηγορία της Παραλογοτεχνίας, Αθήνα, Υποδομή, 1994.

 

Merivale Patricia -S. E. Sweeney ed., Detecting Texts, The Metaphysical Detective Story from Poe to Postmodernism, University of Pensylvania Press, 1999.

 

Μικέ Μαίρη, «Μετ(αμφίεση) και Ποιητική στον Βιζυηνό», στο Γεώργιος Βιζυηνός, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τη Ζωή και το έργο του, Κομοτηνή 28-30 Μαρτίου 1997, Δήμος Κομοτηνής, Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων, 1998, σσ. 102-122.

 

Μικέ Μαίρη, «Πολιτισμική υβριδικότητα», Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, Μάιος, 2006.

 

Narcelac Thomas, Une Machine a Lire: Le Roman Policier, Denoel/Gonthier, Paris, 1975.

 

Panek Leroy Lad, An introduction to the detective story, Bowling Green State University Popular Press, 1987.

 

Παπαγιώργης Κωστής, (πρόλογος και μετάφραση) Κείμενα Σημειολογίας: Μπενβενίστ, Μπάρτ, Ντεριντά, Πίρς, Φουκώ, Αθήνα, Νεφέλη, 1981,

 

Πεχλιβάνος Μίλτος, «Μετά τριάντα έτη: Ξαναδιαβάζοντας την αναγνωστική θεωρία του Wolfgang Iser», ΔΙΑ-ΚΕΙΜΕΝΑ, τ 4, Εργαστήριο Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Α.Π.Θ., Λογοτεχνία και Ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 2002, σσ.15-27.

 

Μπαχτίν Μιχαήλ, Ζητήματα της Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, Αθήνα, Πόλις, 2000.

 

Μπεκατώρος Στέφανος (επιμ.), Πόε, Αθήνα, Πλέθρον, 2002.

 

Πόε, Έντγαρ Άλλαν, Αλλόκοτες Ιστορίες, (μτφρ. Κοσμάς Πολίτης), Αθήνα, Γράμματα, 1979.

 

Porter Dennis, The Pursuit of crime: Art and Ideology in Detective Fiction, New Haven, Yale Univ. Press, 1981.

 

Priestman David, Crime Fiction from Poe to Present, Northcote House Publishers, Plymouth, 1998.

 

Ραγκαβής Αλέξανδρος, Διηγήματα, επιμ. Δ. Τζιόβας, Αθήνα, Ίδρυμα Κ. και Ε. Ουρά-νη, 1999.

 

Rimmon-Kenan Shlomith, «A "Figure" in Iser's "Carpet"», New Literary History 31.1 (Χειμώνας 2000), σσ. 91-104.

 

Rimmon-Kenan Shlomith, «Ο “ερμηνευτικός κώδικας” του Barthes και ο λογοτεχνικός ντετέκτιβ του Henry James : Η σύνθεση της πλοκής στο “Η Εικόνα στο Χαλί”» στο H. James, Η Εικόνα στο Χαλί, μετ. Π. Ισμυρίδου, Αθήνα, Άγρα, 1992, σσ. 167-187.

 

Riquelme John Paul, «Introduction: Wolfgang Iser's Aesthetic Politics: Reading as Fieldwork», New Literary History 31.1 (Χειμώνας 2000), σσ. 7-12.

 

Schwab Gabriele, «“If Only I Were Not Obliged to Manifest”: Iser's Aesthetics of Negativity», New Literary History 31.1 (Χειμώνας 2000), σσ. 73-89.

 

Selden Raman (επιμ.), The Cambridge History of Literary Criticism, Από τον Φορμαλισμό στον Μεταδομισμό, ΙΝΣ, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 2004.

 

Simons Julian, Bloody murder, From detective story to the crime novel, New York, Mysterious Press Books, 1992.

 

Στεργιόπουλος Κώστας, «Γεώργιος Βιζυηνός» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. ΣΤ’ 1880-1900, Σοκόλης, Αθήνα, 1997, σσ. 34-113. 

 

Τετράδια Ευθύνης, Ποίος ήτον ο Γεώργιος Βιζυηνός, 29, Αθήνα, 1988.

 

Τζιόβας Δημήτρης., «Η Μελαγχολία του Μοσκώβ-Σελήμ», στο Γεώργιος Βιζυηνός, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τη Ζωή και το έργο του, Κομοτηνή 28-30 Μαρτίου 1997, Δήμος Κομοτηνής, Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων, 1998, σσ. 94-101.

 

Τζιόβας Δημήτρης, «Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: Α. Ρ. Ραγκαβής και Γ. Βιζυηνός» στο Ο Ελληνικός Κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981, Πρακτικά του Α’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Βερολίνο, 2-4 Οκτωβρίου 1998, σσ. 105-116

 

Τζιόβας Δημήτρης, Κοσμοπολίτες και Αποσυνάγωγοι, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2004.

 

Τζιόβας Δημήτρης, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, από την αφηγηματολογία στην διαλογικότητα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1993.

 

Todorov Tzvetan, «Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος» στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 221-240.

 

Toker Leona, «If everything else fails, read the instructions: Further echoes of the reception theory debate», Connotations, 1994-1995, σσ. 151-164. 

 

Tonnet Henri, «Σκέψεις για την εξέλιξη του νεοελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος» στο Ο λόγος της παρουσίας, Αθήνα, Σοκόλης, 2005.

 

Τσιριμώκου Λίζυ, «Το Φάσμα της Αυτοχειρίας» στο Εσωτερική Ταχύτητα, Αθήνα, Άγρα, 2000, σσ. 247-263.

 

Τσιριμώκου Λίζυ, «Παίζουμε; Το παιχνίδι στη λογοτεχνία / η λογοτεχνία ως παιχνίδι», στο Εσωτερική Ταχύτητα, Αθήνα, Άγρα, 2000, σσ. 393-407.

 

Winks Robin, Mystery and Suspense Writers: The Literature of Crime, Detection and Espionage, New York, Scriber’s Sons, 1998.

 

Φαρίνου Γεωργία, «Αφήγηση/Αφηγηματολογία, μία επισκόπηση», Νέα Εστία, τχ. 1735, Αθήνα, Ιούνιος, 2001, σσ. 972-1017. 

 

Χανός Δημήτρης, Το Αστυνομικό Μυθιστόρημα και ο Περιοδικός Τύπος, προέλευση και πορεία της Αστυνομικής Φιλολογίας, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση], 1980.

 

Χατζοπούλου Λίτσα, «Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Δ’ 1830-1880, Σοκόλης, Αθήνα, 1996, σσ. 8-77.       

 

Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, Γεώργιος Βιζυηνός, Μεταξύ Φαντασίας και Μνήμης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994.



[1]Βλ. την ψυχαναλυτική ανάγνωση του Μ. Χρυσανθόπουλου, στο Μ. Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός, Μεταξύ Φαντασίας και Μνήμης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994, τις φιλοσοφικές προε-κτάσεις που επισημαίνει ο Β. Αθανασόπουλος, στο ένθετο Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία 19.5.2005, το μεταιχμιακό ζήτημα της υβριδικότητας που εξετάζει η Μ. Μικέ στο ίδιο τεύχος και, φυσικά, τη μελέτη του Π. Μουλλά, ο οποίος τοποθετεί τον Βιζυηνό στο ιστορικό του πλαίσιο, βλ. Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, (εισαγ. και επιμ. Π. Μουλλάς), Αθήνα, Εστία, 1989. Σε σχέση με τη μελέτη του αστυνομικού αφηγήματος στην Ελλάδα, η βιβλιογραφία είναι μικρή σε έκταση, βλ. το πρόσφατο άρθρο του Henri Tonnet, «Σκέψεις για την εξέλιξη του νεοελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος» στο Ο λόγος της παρουσίας, Αθήνα, Σοκόλης, 2005 αλλά και το βιβλίο του Πέτρου Μαρτινίδη, Συνηγορία της Παραλογοτεχνίας, Αθήνα, Υποδομή, 1994. Από τις πρώτες μελέτες που ασχολήθηκαν με τα αστυνομικά αφηγήματα είναι το βιβλίο του Δημήτρη Χανού, Το Αστυνομικό Μυθιστόρημα και ο Περιοδικός Τύπος, προέλευση και πορεία της Αστυνομικής Φιλολογίας, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση], 1980. Επίσης, ενδιαφέροντα είναι τα αφιερώματα περιοδικών όπως το «Αφιέρωμα: Αστυνομικό μυθιστόρημα», Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Ιούνιος, 2002 και το αντίστοιχο στο Διαβάζω, «Αφιέρωμα στην Αστυνομική Λογοτεχνία», αρ. 84, 1984. Θα μπορούσε κανείς ενδεικτικά να απομονώσει ορισμένα κείμενα από την τεράστια βιβλιογραφία για το Βιζυηνό, τα οποία προτείνουν διαφορετικές και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις του έργου του, βλ. τα άρθρα της Μ. Κακαβούλια, της Μ. Μικέ και του Δ. Τζιόβα, στον τόμο Βιζυηνός Γεώργιος, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τη Ζωή και το έργο του, Κομοτηνή 28-30 Μαρτίου 1997, Δήμος Κομοτηνής, Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων, 1998, το κεφ. «Το φάσμα της αυτοχειρίας» της Λ. Τσιριμώκου στο Εσωτερική Ταχύτητα, Αθήνα, Άγρα, 2000, σσ. 247-263 αλλά και το κεφ. «Παίζουμε; Το παιχνίδι στη λογοτεχνία / η λογοτεχνία ως παιχνίδι», το οποίο αναφέρεται στην παιγνιώδη πλευρά της αφήγησης. Επίσης, ενδιαφέρον είναι το σχετικό κεφ. του Γ. Βελουδή, «Βιζυηνός και Auerbach» στο Μονά-Ζυγά, Αθήνα, Γνώση, 1992, σσ. 37-42. Αξιόλογο είναι και το αφιέρωμα του περιοδικού Τετράδια Ευθύνης, Ποιος ήτον ο Γεώργιος Βιζυηνός, 29, Αθήνα, 1988. Τέλος, αναφορικά με τις εκφάνσεις τις αστυνομικής πλοκής, ο D. Holton υπαινίσσεται την επίδραση του C. Doyle στο διηγηματικό έργο του Ψυχάρη και την αστυνομική ποιότητα ορισμένων διηγημάτων του π.χ. Τα Σκουλαρίκια και Ο Αρχιμανδρίτης, βλ. D. Holton, «Ο Ψυχάρης και το Διήγημα» στο Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σσ. 311-327.

[2]Πολλοί ερευνητές έχουν προσπαθήσει να προτείνουν τυπολογίες για το αστυνομικό είδος. Ενδεικτικά μπορεί κανείς να ανατρέξει σε απόπειρες όπως αυτή του Todorov ο οποίος διακρίνει τρία είδη αστυνομικού μυθιστορήματος κρίνοντας το είδος των ιστοριών που διαπλέκονται στο έργο: το μυθιστόρημα-αίνιγμα, το μαύρο μυθιστόρημα, το οποίο μοιάζει ειδολογικά με το είδος που διαφορετικοί ερευνητές χαρακτηρίζουν σκληρό και το μυθιστόρημα αγωνίας βλ. T. Todorov, «Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος» στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορή-ματος, Αθήνα, Άγρα, 1986, σσ. 221-240. Επίσης, η συζήτηση σχετικά με την τυπολογία του είδους προσέλκυσε φιλοσόφους και κριτικούς της λογοτεχνίας, που επιχείρησαν να την ανανεώσουν, αναλύοντας τη δομή και την κατασκευασμένη πραγματικότητα αυτών των κειμένων αλλά και το ρόλο της φαντασίας στην παραγωγή και στην πρόσληψή τους βλ. τα άρθρα των Walter Benjamin, «Αστυνομικά μυθιστορήματα, ταξιδεύοντας», σσ. 303-307, Walter Benjamin, «Υπερπολυτελές επιπλωμένο διαμέρισμα δέκα δωματίων», σσ. 308-310 και Ernst Bloch, «Φιλοσοφική θεώρηση του αστυνομικού μυθιστορήματος», σσ. 342-390 αλλά και το δοκίμιο του Jorge Luis Borges, «Το αστυνομικό διήγημα», σσ. 397-414 στο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Αθήνα, Άγρα, 1986. Ο Kayman στο δικό του τυπολογικό σχήμα χρίζει την ύπαρξη μυστηρίου ως μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη μιας αστυνομικής ιστορίας, βλ. M. Kayman, From Bow Street to Baker Street, Mystery, Detection and Narrative, London, Macmillan, 1992. Ο Μαρτινίδης, ο οποίος είναι και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, διακρίνει τρία είδη αστυνομικών σύμφωνα με τη θεματολογία και την εστίαση της αφήγησης: το κλασικό μυθιστόρημα-αίνιγμα, το μαύρο (κυρίως τα έργα των Chandler και Hammett) και το θρίλερ, στο οποίο η εστίαση ανήκει στο θύμα βλ. Π. Μαρτινίδης, Συνηγορία της Παραλο-γοτεχνίας, Αθήνα, Υποδομή, 1994. Ο Cawelti προτείνει ένα σχήμα με τέσσερα στοιχεία, μια δεδομένη κατάσταση (ένα έγκλημα), ένα σχέδιο δράσης ή εξέλιξης της κατάστασης (έρευνα και λύση του μυστηρίου), ένα σύνολο χαρακτήρων και τις σχέσεις τους (το θύμα, τον εγκληματία, το ντετέκτιβ και όσους απειλούνται από το έγκλημα, αλλά δεν μπορούν να το λύσουν) και ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ενεργούν (το απομονωμένο σπίτι ή γραφείο του ντετέκτιβ, ο απομονωμένος χώρος του εγκλήματος και ο πολυπληθής-χαοτικός και θορυβώδης κόσμος της πόλης) το οποίο λειτουργεί ως σκηνικό, βλ. J. Cawelti, Adventure, Mystery and Romance, Chicago, Chicago University Press, 1976. Ο Porter αποφεύγει μια ειδική τυπολογία, αλλά αποδέχεται σιωπηρά τη διάκριση ανάμεσα στο κλασικό αστυνομικό και το σκληρό, που αναπτύχθηκε κυρίως στην Αμερική, βλ. D. Porter, The Pursuit of crime: Art and Ideology in Detective Fiction, New Haven, Yale University Press, 1981 ενώ ούτε ο Panek προτείνει συγκεκριμένη τυπολογία, αλλά θεωρεί ότι όλες οι εξελίξεις στην πλοκή και στα θέματα είναι μεταλλάξεις του κλασικού αστυνομικού που δια-μορφώθηκε με τον Ε. Α. Poe και το Κλεμμένο Γράμμα βλ. L. L. Panek, An introduction to the detective story, Bowling Green State University Popular Press, 1987. Tέλος, ο Dove, επιχειρώντας μια τυπολογία, αναφέρεται σε ορισμένα αφηγηματικά χαρακτηριστικά τονίζοντας τα όρια του κατασκοπευτικού παιχνιδιού, τη συμπεριφορά του αναγνώστη, την εξοικείωσή του με το είδος και το πλαίσιο ανάγνωσης, βλ. G. Dove, The reader and the detective story, Bowling Green, Bowling Green State University Popular Press, 1997. Αναφορικά με τις τυπολογικές προϋποθέσεις του αστυνομικού είδους ενδιαφέρουσες είναι και οι παρακάτω μελέτες: Benstock Bernard, Essays on Detective Fiction, London, Macmillan, 1983 / Delamater J.- Prigozy R., (ed.) Theory and Practice of Classic Detective Fiction, Westport, Greenwood Press, 1997 / Irwin John, The Mystery to a Solution: Poe, Borges and the Analytic Detective Story, Johns Hopkins University Press, Baltimore, 1994 / Merivale Patricia -S. E. Sweeney, (eds.) Detecting Texts, The Metaphysical Detective Story from Poe to Postmodernism, University of Pensylvania Press, 1999 / Narcelac Thomas, Une Machine a Lire: Le Roman Policier, Denoel/Gonthier, Paris, 1975 / Priestman David, Crime Fiction from Poe to Present, Northcote House Publishers, Plymouth, 1998 / Simons Julian, Bloody murder, From detective story to the crime novel, New York, Mysterious Press Books, 1992 / Winks Robin, Mystery and Suspense Writers: The Literature of Crime, Detection and Espionage, New York, Scriber’s Sons, 1998.

[3]Ο W. Iser δανείζεται την έννοια της απροσδιοριστίας από τον Gadamer και την έννοια του «Unbestimmtheitsstellen» την οποία μεταφράζει ως «places of indeterminacy» βλ. W. Iser, The Act of Reading, Baltimore, The Johns Hopkins Univ. Press, 1980, σ. 182. Η έννοια της απροσδιοριστίας σύμφωνα με την αναγνωστική θεωρία του Iser, όπως παρουσιάζεται στα έργα The Implied Reader και The Act of Reading, συστήνεται μέσα από τα κενά και τις αρνήσεις. Με άλλα λόγια, τα κενά και οι αρνήσεις οργανώνουν την απροσδιοριστία του κειμένου, η οποία είναι χαρακτηριστικό της επικοινωνιακής λειτουργίας της λογοτεχνίας και χειραγωγείται από την ερμηνευτική συνεργασία κειμένου-αναγνώστη αλλά και ελέγχουν τη διαδικασία της επικοινωνίας με το δικό τους τρόπο: τα κενά αφήνουν ανοιχτές τις συνδέσεις ανάμεσα στις προοπτικές του κειμένου και οι αρνήσεις, συστήνουν την «προσκλητική δομή» του κειμένου συνδυάζοντας τις διαφορετικές λειτουργίες των κενών, βλ. W. Iser, The Implied Reader, Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1978, η παραπομπή στις σελίδες σ. 290, σ. 58 αλλά και W. Iser, The Act of Reading, Baltimore, The Johns Hopkins University Press, 1980, η παραπομπή στη σ. 37. 

[4]Παραθέτω και αξιοποιώ τις διευκρινήσεις της Leona Toker, “If everything else fails, read the instructions: Further echoes of the reception theory debate”, Connotations, 1994-1995, σσ. 151-164.   

[5]Σχετικά με τη μετάφραση της ορολογίας στα ελληνικά οι μεταφραστές του τόμου R. Selden (επιμ.), Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό, στη σειρά The Cambridge History of Literary Theory – Ιστορία της Θεωρίας της Λογοτεχνίας / 8, (θεώρηση μετάφρασης: Μίλτος Πεχλιβάνος, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΝΕ / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσα-λονίκη, 2004, χρησιμοποίησαν για την απόδοση των διαφορετικών όρων των «κενών» δύο αντίστοιχους όρους: «κενό» και «διάλειψη» ακολουθώντας τη διάκριση του συγγραφέα του κεφαλαίου για τη Θεωρία της Πρόσληψης, Robert Holub. Μέσα, όμως, σε αυτό το πλαίσιο χάνεται η τριμερής διά-κριση του «κενού σημείου» όπως την περιγράφει ο Iser στη θεωρία του και όπως τη διασαφηνίζει η Toker προκαλώντας αμφιβολίες στον αναγνώστη σχετικά με τις διαφορετικές λειτουργίες του κενού κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι και ο ίδιος ο Iser χρησιμοποιεί πολλούς και διαφορετικούς όρους όχι με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Τα κενά σημεία εμφανίζονται στα έργα του ως gaps, blanks, gulfs, vacancies, empty spaces ενώ στην απάντησή του προς τον Cerny, ο Iser τα ομαδοποιεί με τον όρο lacunae, βλ. W. Iser, «Eureka: The Interpretation of Tom Jones. Some Remarks Concerning Interpretation. A Reply to Lothar Cerny», σ. 3 στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://sun3.lib.uci.edu. Η ερμηνευτική ασάφεια της ορολογίας του Iser προκάλεσε θεωρητικές συζη-τήσεις στις σελίδες του περιοδικού Connotations, βλ. τα άρθρα των Br. S. Hammond, «Mind the Gap: A Comment on Lothar Cerny», Connotations, 3.1, 1993-1994, σσ. 72-78 / L. Cerny, «Reader Participation and Rationalism in Fielding’s Tom Jones», Connotations 2.2, 1992, σσ. 137-162 / M. Loveridge, «Tom Jones and the “Clare-obscure”: A Response to Andrew Varney, Bernard Harrison and Lothar Cerny, Connotations, 4.1-2, 1994-1995, σσ. 135-150 / B. Harrison, «Gaps and Stumbling-Blocks in Fielding: A Response to Cerny, Hammond and Hudson», Connotations, 3.2, 1993-1994, σσ. 147-172 / L. Cerny, «“But the PoetNever Affirmeth”: A Reply to Bernard Harrison», Connotations, 3.3, 1993-1994, σσ. 312-317. Αναφορικά με τη συγκεκριμένη συζήτηση δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να επεκταθεί κανείς, ωστόσο αξίζει να διευκρινιστεί ότι το βασικό επιχείρημα του Cerny, ο οποίος ανοίγει τη συζήτηση, είναι ότι στην πραγματικότητα τα κείμενα που εξετάζει ο Iser και κυρίως τα έργα του Fielding δεν αποτελούν τόσο το πεδίο εφαρμογής της θεωρίας του Iser όσο ότι αυτά τα κείμενα του προσφέρουν την ίδια τη βάση για τη θεωρία του. Η συζήτηση εστιάζεται κυρίως στην ανάγνωση του Tom Jones, ωστόσο οι ενστάσεις δεν αφορούν τόσο την ίδια τη θεωρία όσο τον τρόπο ανάγνωσης και την ορθότητα της ερμηνείας που προτείνει ο Iser σχετικά με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, βλ. τις αρχικές ενστάσεις του Cerny, «“But the PoetNever Affirmeth”: A Reply to Bernard Harrison», Connotations, 3.3, σσ. 312-317, 1993-1994, «My objective is not much disproving Isers theory of reading but calling in question his interpretation of Fielding» και την απάντηση του Iser, στην ιστοσελίδα http://sun3.lib.uci.edu. Επίσης, για την αναγνωστική θεωρία του Iser, βλ. τα άρθρα των G. Schwab, «“If Only I Were Not Obliged to Manifest”: Iser's Aesthetics of Negativity», New Literary History 31.1, 2000, σσ. 73-89 / Shl. Rimmon-Kenan, «A “Figure” in Iser's “Carpet”», New Literary History 31.1, 2000, σσ. 91-104 / J. P. Riquelme, «Introduction: Wolfgang Iser's Aesthetic Politics: Reading as Fieldwork», New Literary History 31.1, 2000, σσ. 7-12 / W. Fluck, «The Search for Distance: Negation and Negativity in Wolfgang Iser's Literary Theory», New Literary History, 31.1, 2000, σσ. 175-210 / Br. Thomas, «Restaging the Reception of Iser's Early Work, or Sides Not Taken in Discussions of the Aesthetic», New Literary History, 1.1, 2000, σσ. 13-43. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η κριτική του Holub, ο οποίος διατυπώνει την ένστασή του τονίζοντας ότι η αναγνωστική εμπειρία, ειδικά στον 20ό αιώνα, δεν μπορεί να κρίνεται με τον αριθμό των κενών, γιατί θεωρητικά ο αριθμός τους σε οποιαδήποτε κείμενο είναι άπειρος. Η προσοχή πρέπει να εστιαστεί περισσότερο στη λειτουργία τους, βλ. R. Selden (επιμ.), Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό, ό.π., σσ. 445-482.

[6]Ο Μ. Πεχλιβάνος χρησιμοποιεί τον όρο «διάλειψη», βλ. Πεχλιβάνος Μ., «Μετά τριάντα έτη: Ξανα-διαβάζοντας την αναγνωστική θεωρία του Wolfgang Iser», ΔΙΑ-ΚΕΙΜΕΝΑ, τ 4, Εργαστήριο Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Α.Π.Θ, Λογοτεχνία και Ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 21.

[7]L. Toker, If everything else fails, read the instructions: Further echoes of the reception theory debate”, Connotations, 1994-1995, σσ. 153-158. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, όταν χρησιμοποιώ τον όρο «κενό» στην παρούσα εργασία, είναι πάντα η έννοια του «χάσματος».

[8]G. Dove, The reader and the detective story, Bowling Green, Bowling Green State University Popular Press, 1997, σ. 33. Τέτοιου είδους συμβάσεις είναι ένα συμβόλαιο θανάτου, η αδικαιολόγητη απουσία ενός ατόμου, το οποίο στη συνέχεια βρίσκεται νεκρό, το μη αναγνωρίσιμο θύμα, ένα εμπόδιο που παρουσιάζεται στον ντετέκτιβ, ο θάνατος ενός ατόμου ακριβώς πριν από την προσφορά μιας σημαντικής πληροφορίας, η λανθασμένη εκτίμηση υπόπτων, τα κλειδωμένα δωμάτια, οι απαγωγές θυμάτων και άλλα παρόμοια τεχνάσματα, βλ. κυρίως σσ. 85-134. Επίσης, βλ. σ. 22, «the blanks themselves suggest methods of discovery».

[9]Βλ. R. Barthes, S/Z, Points, Paris, Seuil, 1970, σ. 91 για την επεξήγηση του ερμηνευτικού κώδικα μέσα από παραδείγματα του Μπαλζακικού κειμένου Sarrazine και εν προκειμένω μέσα από την πορεία λύσης του αινίγματος «ποια είναι η Ζambinella» (Qui est la Ζambinella?): voici la Zambinella (θεματοποίηση), qui est-t-elle? (διατύπωση-θέση), je vais vous le dire (υπόσχεση μιας απάντησης), une femme (παγίδευση), un être hors nature (αμφιλογία), un… (μετέωρη απάντηση), parent des Lanty (μερική απάντηση), personne ne peut le savoir (συμφόρηση) και τέλος un castrat déguisé une femme (αποκάλυψη). Αναφορικά με τους κώδικες του Barthes, βλ. Γ. Φαρίνου, «Αφήγηση/Αφηγηματολογία, μία επισκόπηση», Νέα Εστία, τχ.1735, Αθήνα, Ιούνιος, 2001, σσ.  972-1017. Για το ίδιο θέμα, η μελέτη της Shl. Rimmon-Kenan προτείνει τέσσερα επιπλέον μορφήματα σε σχέση με το σχήμα του Barthes, την δικαιολογημένη καθυστέρηση της αποκάλυψης, την άρνηση της αποκάλυψης, τη μερική συμφόρηση και τη δικαιολόγηση της μη αποκάλυψης, βλ. Shl. Rimmon-Kenan, «Ο “ερμηνευτικός κώδικας” του Barthes και ο λογοτεχνικός ντετέκτιβ του Henry James : Η σύνθεση της πλοκής στο “Η Εικόνα στο Χαλί”» στο H. James, Η Εικόνα στο Χαλί, μετ. Π. Ισμυρίδου, Αθήνα, Άγρα, 1992, σσ. 167-187.

[10] Ο Ραγκαβής δημοσιεύει αυτό το έργο, το τελευταίο του ουσιαστικά διήγημα, το 1863 στο Εθνικόν Ημερολόγιον, (σσ. 187-224), ενώ μετά τον απορροφά η διπλωματική του καριέρα και οι μεταφραστικές του ανησυχίες, βλ. Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, (φιλολογική επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1999, σ. 9 και 134. Η Λ. Χατζοπούλου μας πληροφορεί για τις στενές επαφές της οικογένειας της γυναίκας του Ραγκαβή, Καρολίνας Σκήν, με τον Walter Scott. Επίσης, η κοσμοπολίτικη ζωή του ιδίου, ο οποίος κατά τα μεγάλα διαστήματα της διαμονής του στην Ευρώπη παρακολουθεί, εκτός των άλλων, τις διαλέξεις του Schelling στο Μόναχο επιτρέπουν να εικάσουμε ότι ήταν γνώστης των ρευμάτων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και όχι άμοιρος επιρροών, συμπεριλαμβανομένης και της αστυνομικής οργάνωσης της πλοκής, βλ. Λ. Χατζοπούλου, «Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Δ’ 1830-1880, Σοκόλης, Αθήνα, 1996, σσ. 8-77.       

[11]Δ. Τζιόβας, Κοσμοπολίτες και Αποσυνάγωγοι, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2004, σ. 117, «στα διηγήματα του Ραγκαβή, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής παίζουν οι τυχαίες ή απροσδόκητες συναντήσεις». Ο ίδιος τονίζει ότι «συχνά οι αναγνώστες εξιχνιάζουν ταυτόχρονα με τον αφηγητή το μυστήριο σχετικά με την προϊστορία των προσώπων που συναντιούνται τυχαία και τούτο κρατά αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, προσδίδοντας στην αφήγηση δομική συνοχή και τελεολογική οργάνωση» ενώ παρακάτω προσθέτει «Ο αφηγητής σε αυτό το διήγημα αναλαμβάνει το ρόλο του εξιχνιαστή του μυστηρίου», βλ. Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, ό.π., σ. 15. 

[12]Α. Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, ό.π., σ. 309.  

[13]Α. Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, ό.π., σ. 352.

[14]R. Barthes, S/Z, ό.π., σ. 215, η «υπόσχεση μιας απάντησης» ως το μόρφημα που δηλώνει την επικείμενη λύση του αινίγματος.

[15]Α. Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, ό.π., σ. 328.

[16]Α. Ρ. Ραγκαβής, Διηγήματα, ό.π., σ. 336.

[17]W. Iser, Prospecting: From Reader Response to Literary Anthropology, The Johns Hopkins Uni-versity Press, Baltimore and London, 1989, σ. 10, «Text with such minimal indeterminacy tends to be tedious, for it is only when the reader is given the chance to participate actively that he will regard the text, who’s intention he himself has helped to compose, as real […] and so it can be said that indeterminacy is the fundamental precondition for reader participation».  

[18]Το συγκεκριμένο έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μαζί με άλλα διηγήματα του Βικέλα το 1887 (δεύτερη έκδοση 1897), βλ. Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας και Διηγήματα, (φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2000, σ. 117. Σχετικά με την πνευματική και λογοτεχνική παιδεία του Βικέλα, η Μ. Δήτσα τονίζει ότι ο Βικέλας έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό και διαμόρφωσε εκτός Ελλάδος την πνευματική του προσωπικότητα αναγιγνώσκοντας αρχαίους Έλληνες και σύγχρονούς του Ευρωπαίους συγγραφείς, ιστορικά συγγράμματα και Άγγλους μυθιστοριογράφους, βλ. Μαριάννα Δήτσα, «Δημήτριος Βικέλας» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Β’ 1830-1880, Σοκόλης, Αθήνα, 1996, σσ. 382-449. Η ευρωπαϊκή παιδεία του Βικέλα δεν αποκλείει «αστυνομικές» οφειλές των διηγημάτων του στην σύγχρονή του ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή.       

[19]Πρβλ. το ρόλο του ερευνητή στα έργα: Το Κλεμμένο Γράμμα, Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ, Το Μυστήριο της Μαρί Ροζέ, Εσύ είσαι ο Δολοφόνος, Το Βαρέλι του Αμοντιλάδο και Ο Μαύρος Γάτος, στο Έντγαρ Άλλαν Πόε, Αλλόκοτες Ιστορίες, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, Αθήνα, Γράμματα, 1979. Επίσης, ο αφηγητής στο διήγημα «The system of Dr Tarr and Prof. Fether» βρίσκεται ενώπιον μιας καρναβα-λικής κατάστασης εντός ενός «Maison de Sante» και η αφήγηση σκηνοθετεί σταδιακά την αποκάλυψη του αινίγματος προσφέροντας συνεχώς ερεθίσματα-ενδείξεις στον αναγνώστη, βλ. Harold Beaver, (ed.) The science fiction of Edgar Allan Poe, Penguin, London, 1976, σσ. 175-193.       

[20]R. Barthes, S/Z, Points, Paris, Seuil, 1970, σ. 215.

[21]Δ. Βικέλας, Λουκής Λάρας και Διηγήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ου-ράνη, Αθήνα, 2000, σ. 412.

[22]Βλ. σχετικά με την καθοδήγηση του αναγνώστη από την κειμενική οργάνωση, W. Iser, The Implied Reader, ό.π., σσ. 53-55, «The textual structure guides the attention of the reader […] to make balanced judgements».

[23]Δ. Βικέλας, Λουκής Λάρας και Διηγήματα, ό.π., σ. 385.

[24]Την έννοα του «δείκτη» τη χρησιμοποιώ με τον τρόπο που την επεξεργάστηκε ο U. Eco στη Θεωρία Σημειωτικής δανειζόμενος τη θεωρία του Pierce: «Ο δείκτης είναι ένα είδος σημείου που συνδέεται αιτιωδώς με το αντικείμενο του όπως τα κλινικά συμπτώματα και τα ίχνη», στο U. Eco, Θεωρία Σημειωτικής, Αθήνα, Γνώση, 1994, σ. 188. Επίσης βλ. Κείμενα Σημειολογίας: Μπενβενίστ, Μπάρτ, Ντεριντά, Πίρς, Φουκώ, πρόλογος και μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Νεφέλη, 1981, σσ. 186-187, «δείκτης είναι ένα σημείο ή μία αναπαράσταση που αναφέρεται στο αντικείμενό της όχι τόσο εξαιτίας κάποιας ομοιότητας ή αναλογίας με αυτό, ούτε γιατί συνδέεται με γενικούς χαρακτήρες που αυτό το αντικείμενο συμβαίνει να κατέχει, όσο γιατί βρίσκεται σε δυναμική […] σύνδεση με το αντικείμενο από τη μια μεριά και από την άλλη με τις αισθήσεις ή με τη μνήμη του προσώπου στο οποίο χρησίμευσε ως σημείο».    

[25]Το διήγημα δημοσιεύεται σε συνέχειες στην Εστία το 1883 από τον Οκτώβριο μέχρι τον Νοέμβριο, βλ. Κώστας Στεργιόπουλος, «Γεώργιος Βιζυηνός» στο Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. ΣΤ’ 1880-1900, Σοκόλης, Αθήνα, 1997, σσ. 34-113. 

[26]Μ. Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός, Μεταξύ Φαντασίας και Μνήμης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994, «Το Κλεμμένο Γράμμα του Poe […] αποτελεί κείμενο αναφοράς» για αυτό το διήγημα. Τη σχέση του Γ. Βιζυηνού με το αίνιγμα παρατήρησε και ο Δ. Τζιόβας, βλ. Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, από την αφηγηματολογία στην διαλογικότητα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1993, σ. 50. ο ίδιος αναγνωρίζει την αστυνομική ποιότητα σε ορισμένες από τις ιστορίες του Βιζυηνού αναγιγνώσκοντάς την ποιητική του σε σύγκριση με την αντίστοιχη του Ραγκαβή, βλ. Δ. Τζιόβας, «Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: Α. Ρ. Ραγκαβής και Γ. Βιζυηνός» στο Ο Ελληνικός Κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981, Πρακτικά του Α’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Βερολίνο, 2-4 Οκτωβρίου 1998, σσ. 105-116, οι «αστυνομικές» επισημάνσεις στις σσ. 113-114. Επίσης, σαφείς υποδείξεις για τον αστυνομικό χαρακτήρα των έργων του Βιζυηνού έχει εκφράσει και ο Π. Μουλλάς, βλ. Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, ό.π., σσ. πσ’-ρα’.    

[27]O Μ. Bakhtin, στο έργο του Ζητήματα της Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την «καρναβαλική» ταυτότητα του μυθιστορήματος, τονίζει ότι τα καρναβαλικά έργα χαρακτηρίζονται από «την ανάμειξη των ειδών», (σ. 241), ότι «η παρωδία είναι ένα χαρακτηριστικό του καρναβαλιού» (σ. 212), και ότι «όλες οι εικόνες στο καρναβάλι είναι δυαδικές, περιλαμβάνουν ταυτόχρονα ένα πράγμα και το αντίθετό του», (σ. 203). Ο χαρακτήρας της τσιγγάνας στο διήγημα ενέχει αντιθετικά χαρακτηριστικά, είναι ένας «ασυνήθιστος» ερευνητής, που χρησιμοποιεί «αναξιόπιστα» μέσα έρευνας, ο οποίος όμως έχει την ικανότητα να εντοπίσει τον ένοχο και να λύσει το αίνιγμα. Ο ρόλος της στο διήγημα είναι ειρωνικός, «παρωδικός» καθώς «εκθέτει» τους εντεταλμένους αστυνομικούς και τους ερευνητές στα μάτια του αναγνώστη με την ακρίβεια των προβλέψεών της. Η ταυτότητά της (είναι τσιγγάνα) και οι ενέργειές της (η «μαντική» της τέχνη) την τοποθετούν σε ένα μεταίχμιο, καθώς, ταυτόχρονα, είναι και δεν είναι ερευνητής και με την αμφισημία των λόγων της βρίσκει και δεν βρίσκει τον ένοχο. Για την έννοια του καρναβαλικού στοιχείου στη λογοτεχνία πρβλ. Μ. Μπαχτίν, Ζη-τήματα της Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, Αθήνα, Πόλις, 2000 / The Dialogic Imagination, Four Essays by M. M. Bakhtin, ed. Michael Holquist, Austin, University of Texas Press, 1981 και Mikhail Bakhtine, L’ oeuvre de Francois Rabelais et la culture populaire au Moyen Age et sous la Renaissance, Paris, Gallimard, 1970.   

[28]Πόε, (επιμ. Στ. Μπεκατώρος), «Το Κλεμμένο Γράμμα», Αθήνα, Πλέθρον, 2002, τ. Β’, σ. 236. Το ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι ότι οι ερευνητές μένουν μόνοι τους αλλά ότι όλη η διαδικασία αναζήτησης της λύσης επιτυγχάνεται χωρίς να επιχειρήσουν έρευνα στους υπόπτους και στην πόλη όπως διενεργούν οι αστυνομικοί. Προσεγγίζουν τη λύση του μυστηρίου όντες, κατά κάποιο τρόπο, μοναχικοί και απομονωμένοι, συνδυάζοντας στοιχεία από μαρτυρίες άλλων προσώπων. Στο πλαίσιο αυτό οι μαρτυρίες των χαρακτήρων αποτελούν οδηγίες του κειμένου προς τον αφηγητή και τον αναγνώστη.

[29]Μ. Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός, Μεταξύ Φαντασίας και Μνήμης, ό.π., σ. 74.

[30]G. Dove, The reader and the detective story, ό.π., σ. 10, όπου ανάμεσα στα δομικά χαρακτηριστικά του είδους αναφέρει: «the mystery is no ordinary problem, but a complex secret», βλ. και J. Cawelti, Adventure, Mystery and Romance, ό.π., σ. 132.

[31]R. Barthes, S/Z, ό.π., σ. 215, η «θεματοποίηση» δηλώνει την υπογράμμιση του θέματος του αινίγματος.

[32]Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, ό.π., σ. 81.

[33]Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, ό.π., σ. 83.

[34]Για το ρόλο των κενών στη διαμόρφωση του νοήματος μέσω της ενεργής συμμετοχής του αναγνώστη βλ. G. Schwab, «If Only I Were Not Obliged to Manifest": Iser's Aesthetics of Negativity», New Literary History 31.1, ό.π., σ. 81, «In Iser's notion of transfer” the blank generates the reader's active participation in the constitution of meaning».

[35]Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, ό.π., σ. 94.