Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Josep M. Bernal

Ο Kοραής, ο Τριανταφυλλίδης, και η διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής: σημεία σύγκλισης

 

Εισαγωγή

Στη μελέτη Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον εικοστό αιώνα, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε το 1984,[1] ο Φίλιππος Ηλιού δείχνει ότι ο Κοραής και ο κοραϊσμός βρέθηκαν, τον εικοστό αιώνα, στο επίκεντρο κάποιων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Συγκεκριμένα, ο Ηλιού μελετάει το πώς αντιμετώπισαν τον Κοραή και τον κοραϊσμό ο ψυχαρικός δημοτικισμός, ο νεοελληνικός μαρξισμός και η ορθοδοξία, επισημαίνοντας ότι η αντιμετώπιση αυτή έγινε μέσα από στερεότυπα που δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές απόψεις του χιώτη σοφού για τον νεοελληνικό πολιτισμό και τη νεοελληνική γλώσσα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ηλιού, ο Κοραής ως αντίπαλος του δημοτικισμού, του μαρξισμού και της ορθοδοξίας ήταν «ένα φάντασμα», «ένα τεχνητό κατασκεύασμα στο οποίο, με όποιον τρόπο και αν το εξετάσει κανείς, δεν μπορεί να αναγνωρίσει επαληθεύσιμες αντιστοιχίες με τις πραγματικότητες της κοραϊκής θεωρίας».[2]

Στην παρούσα εργασία θα αναφερθώ στην πρώτη ιδεολογική αντιπαράθεση που μελετάει ο Φίλιππος Ηλιού, η οποία αφορά τον ψυχαρικό δημοτικισμό,[3] και θα εστιάσω την προσοχή μου στο πώς αντιμετώπισε το γλωσσικό έργο του Κοραή η δημοτικιστική γενιά που ακολούθησε εκείνη του Ψυχάρη, δηλαδή ο λεγόμενος εκπαιδευτικός δημοτικισμός, και ειδικά ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Στο πρώτο μέρος της εισήγησης θα προσπαθήσω να δείξω ότι, σε αντίθεση με τον Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης πρόβαλε μια θετική εικόνα του Κοραή, η οποία βασιζόταν κυρίως στην αντίληψή του για τον χιώτη σοφό ως προοδευτικό πνεύμα.[4] Πέρα όμως από την αντίληψη αυτή, στις ιδέες του Κοραή και του Τριανταφυλλίδη σχετικά με τη διαμόρφωση της κοινής Νεοελληνικής διακρίνονται μερικά σημεία σύγκλισης τα οποία μπορούν να εξηγήσουν γιατί ο Τριανταφυλλίδης είδε τον Κοραή ως έναν καλό σύμμαχο όχι μόνο για να καταπολεμήσει την καθαρεύουσα, αλλά και για να ξεπεράσει τις αυστηρές γραμματικές αρχές του Ψυχάρη. Στα σημεία αυτά θα αναφερθώ στο δεύτερο μέρος της εισήγησης.

 

Ο Κοραής από τη σκοπιά του Τριανταφυλλίδη

Σύμφωνα με τον Φίλιππο Ηλιού, στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Κοραής «εμφανίζεται ως το αυτονόητο στήριγμα των “γλωσσαμυντόρων” και δημιουργός ενός εθνικού έργου το οποίο “οι χυδαϊσταί” θέλουν να ανατρέψουν»,[5] μολονότι συγγραφείς και ερευνητές όπως ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Γεώργιος Χατζιδάκις επισήμαναν την απομάκρυνση της καθαρεύουσας που διαμορφώθηκε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος από τις γλωσσικές προτάσεις του Κοραή.[6]

Στην εκστρατεία του υπέρ της γλώσσας του λαού, ο δημοτικισμός μπορούσε εύκολα να επικαλεστεί τον Κοραή για να υπονομεύσει τις αρχές των καθαρολόγων. Αναμφίβολα ο Ψυχάρης συμμεριζόταν πολλές από τις γλωσσικές ιδέες του Κοραή, όπως λ.χ. την άποψη ότι «μόνο ο καιρός έχει την εξουσίαν να μεταβάλλη των εθνών τας διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει και τα έθνη».[7] Εντούτοις, ο Ψυχάρης αρνήθηκε να κατατάξει τον Κοραή στις φάλαγγες του δημοτικισμού όχι μόνο επειδή τον θεωρούσε δημιουργό της καθαρεύουσας, όπως λανθασμένα τον θεωρούσαν και οι καθαρολόγοι, αλλά επίσης για λόγους που αφορούν την ίδια τη φύση του ψυχαρικού δημοτικισμού. Κοντολογίς, ο αγώνας του Ψυχάρη για την επιβολή της δημοτικής στον γραπτό λόγο βασίστηκε σ’ ένα κλειστό σύστημα αξιών, με άξονα τη λαϊκή γλώσσα, στο οποίο δεν χωρούσε καμία μορφή γλωσσικού συμβιβασμού. «Ο ανόθευτος λαϊκός λόγος κι ένας κοινωνικά απροσδιόριστος λαός», παρατηρεί ο Ηλιού σχετικά με τον ψυχαρικό δημοτικισμό, «προβάλλονται ως μοναδικές γνήσιες πηγές, από τις οποίες ο νέος ελληνισμός μπορούσε να αντλεί όχι μόνο γλωσσικά αλλά και πολιτισμικά πρότυπα». [8] Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ψυχάρης αντιμετώπισε τον Κοραή αποκλειστικά ως τον λόγιο του Διαφωτισμού που «νόμιζε πως θέλει διόρθωμα η γλώσσα»[9] – με άλλα λόγια, ως υπέυθυνο για τον γλωσσικό συμβιβασμό που κατέστρεψε τη νεολληνική γλώσσα και τον νεοελληνικό πολιτισμό.

Στη μελέτη του, ο Φίλιππος Ηλιού αναφέρεται σύντομα στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, επισημαίνοντας ότι το κίνημα αυτό άρχισε να διαβλέπει τις αρετές του Κοραή πέρα από τις γλωσσικές του επιλογές. Σε κείμενο του 1910, ο Δημήτρης Γληνός χαρακτήρισε τον Κοραή ως «φωτισμένο φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής του», και τέσσερα χρόνια αργότερα ο Τριανταφυλλίδης ανθολόγησε κείμενα του Κοραή στην Απολογία της Δημοτικής.[10] Θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχθεί ότι, με την εμφάνιση του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στο προσκήνιο της γλωσσικής διαμάχης, συντελείται μια βαθιά αλλαγή όχι μόνο στις αρχές που διέπουν τη διαμόρφωση της κοινής δημοτικής,[11] αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο δημοτικισμός αντιμετωπίζει τη γλωσσική ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Για να εντάξει τον Κοραή στον δημοτικισμό, σημειώνει ο Ηλιού, ο Ψυχάρης χρειαζόταν «μια ιστορική θεωρία, η οποία θα του επέτρεπε να ενσωματώσει, στη νέα σύνθεση που παρουσίαζε, τη δυναμική παράδοση του νέου ελληνισμού, ανεξάρτητα από την εκάστοτε γλωσσική μορφή της».[12] Ο Ψυχάρης δεν είχε μια τέτοια θεωρία, ενώ έργα όπως η Απολογία της Δημοτικής και η Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή δείχνουν ότι ο εκπαδευτικός δημοτικισμός, και ειδικά ο Τριανταφυλλίδης, διέθετε μια «θεωρία» η οποία του επέτρεπε να κατανοήσει τον Κοραή μέσα στην ιστορική του πραγματικότητα και να τον παρουσιάσει ως σύμμαχο του δημοτικισμού.

Ο Τριανταφυλλίδης αφιέρωσε μια μονογραφία στον Κοραή, η οποία δεν συμπεριλήφθηκε στα Άπαντά του επειδή χάθηκε μαζί με άλλες μελέτες.[13] Πάντως, οι γνώμες του Τριανταφυλλίδη για τον Κοραή και το έργο του βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα κείμενα, για παράδειγμα στον λόγο που εκφώνησε το 1933 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με αφορμή τα εκατό χρόνια από το θάνατο του χιώτη σοφού. Στον λόγο αυτό ο Τριανταφυλλίδης αναφέρθηκε στη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκαν συχνά οι ιδέες του Κοραή:

Είναι όμως σημαντικό πως με τον καιρό που πέρασε και με τις κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις που ακολούθησαν ο Κοραής υψώθηκε και στη συνείδηση των κύκλων που, όσο ζούσε, του είχαν κηρύξει πόλεμο για τις γλωσσικές, εκκλησιαστικές και πολιτικές ιδέες, έτσι που σήμερα ν’ αναγνωρίζεται πια απ’ όλους για σύμβολο εθνικό.[14]

Σε άλλα κείμενα, ο Τριανταφυλλίδης μιλάει για «τις σοφές υποθήκες του Κοραή»[15] και για «τη φωτεινή του αξίωση για τα δικαιώματα του λαού στη δημοτική παιδεία και στη γραπτή γλώσσα».[16] Ο Κοραής «πίστευε στα δίκαια του λαού για τη γλώσσα του»,[17] αλλά «οι πολύτιμες συμβολές του» λησμονήθηκαν «μόλις η Επανάσταση τελείωσε».[18] Ο Τριανταφυλλίδης υπενθυμίζει λ.χ. ότι ο Κοραής σωστά συνέστησε να μην γράφεται πάντα η ρηματική αύξηση, «αφού γράφοντας αποτεινόμαστε στο “μέγα μέρος του Έθνους” και δεν πρέπει “ν’ απομακρυνώμεθα τόσο πολύ αφ’ ό,τι εσυνήθισαν παιδιόθεν να ακούσωσιν τα αυτία του έθνους”».[19] Ωστόσο, ο Τριανταφυλλίδης δεν παραβλέπει το γεγονός ότι οι γλωσσικές ιδέες του Κοραή δεν ήταν πάντοτε ικανοποιητικές. Έτσι, ο έλληνας γλωσσολόγος αναφέρεται στις «ανεφάρμοστες συμβιβαστικές γραμματικές θεωρίες του Κοραή (...) που νοσταλγούσε σταμάτημα στη μέση του δρόμου»,[20] καθώς και στις «διπλές και δυσκολοεφάρμοστες αρχές του μεγάλου Κοραή»,[21] ο οποίος πίστευε εσφαλμένα πως «η αμάθεια» και «ο ξεπεσμός» του ελληνικού έθνους είχαν σχέση «με τη μεταβολή που είχε γίνει σιγά σιγά στη γλώσσα της φυλής μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια (...)».[22]

Από την άλλη πλευρά, ο Τριανταφυλλίδης σχολιάζει το ρόλο του Κοραή ως «αυτονόητου στηρίγματος των “γλωσσαμυντόρων”», οι οποίοι ψεύδονται όταν ισχυρίζονται πως «εργάζονται συμφώνως προς τας οδηγίας και προς το σύστημα του αοιδίμου Κοραή».[23] Αναφερόμενος στον Χατζιδάκι, ο Τριανταφυλλίδης παρατηρεί ότι ο κρητικός γλωσσολόγος «μοιάζει ν’ αποδέχεται και τον κακό δρόμο του καθαρισμού, που με το Δούκα και με τους άλλους καθαριστές μάς απομάκρυνε από το σύστημα του Κοραή».[24] Πάντως, η σύζευξη που επιχείρησε ο Τριανταφυλλίδης ανάμεσα στον Κοραή και τον δημοτικισμό γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν, σχετικά με τις επιθέσεις που δέχτηκε μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, επικαλείται τον Κοραή λέγοντας ότι «και ο Κοραής κατηγορήθηκε ως λαοπλάνος, που επιζητεί να κόψη την εκκλησιαστική και πολιτική παράδοση, και άθεος».[25] «(...) και ο Κοραής», σημειώνει ο Τριανταφυλλίδης, «θεωρήθηκε κύριος αντιπρόσωπος του χυδαϊσμού, κι έτσι έγινε στόχος των ολιγαρχικών στοιχείων και των αρχαϊστών».[26]

 

Η διαμόρφωση της κοινής εθνικής γλώσσας

Σε αντίθεση με τον Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης αντιλήφθηκε τη «δυναμική παράδοση» του δημοτικισμού ανεξάρτητα από τις εκάστοτε γλωσσικές επιλογές. Γι’ αυτό βρίσκουμε στην Απολογία της δημοτικής το όνομα του Κοραή δίπλα στου Βηλαρά. Προσεγγίζοντας τον κοραϊσμό έξω από το αυστηρό σχήμα του Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης κατέστησε δυνατή την ένταξη του Κοραή στο στρατόπεδο του δημοτικισμού. Σε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι ο δεσμός ανάμεσα στον Τριανταφυλλίδη και τον Κοραή δεν είναι έκδηλος μόνο στις εκτιμήσεις του πρώτου για το προοδευτικό και φιλελεύθερο πνεύμα του δεύτερου, αλλά και στο γεγονός ότι ο Ψυχάρης χαρακτήρισε τον Τριανταφυλλίδη με τα ίδια λόγια που είχε χρησιμοποιήσει για να χαρακτηρίσει τον Κοραή. Για τον Ψυχάρη, ο Κοραής ήταν άνθρωπος «που πολύ του άρεζε να μην έχη σύστημα. Ποιητής δεν είταν, και για τούτο, όσο έζησε, δεν άφησε την εθνική μας, τη δημοτική μας φιλολογία να μεγαλώση· ίσως το νόμισε χρέος του να την πνίξη στα σπάργανά της».[27] Τα λόγια αυτά μπορούμε να τα παραλληλίσουμε με τα όσα έγραψε για τον Τριανταφυλλίδη στο άρθρο του «Ακόμη λιγάκι σκολειό»:

Ο Μανόλης ο Τριανταφυλλίδης, καλέ. Λαμπρό παιδί. Έξοχο. Φίνο. Ντιλικάτο. Με μια χάρη γυναικήσια στα μυσείδια του περεχυμένη. Και λεξικόγραφος πρώτης αράδας, ολόπρωτης. Συχνά δε μου έτυχε να διαβάσω τίποτις που να συνεπαρθώ καθώς συνεπάρθηκα με την Ξενηλασία. Και το ξέρει και το είπα και ακόμη το φωνάζω. Διδάχτορας κιόλας από το Μόναχο, και μαθητής –ένας από τους καλύτερους– του μακαρίτη του Κρουμπάχερ. Στα λεξικολογικά του, πολύ νόστιμα, συνενώνει τη βαθειά την έρεβνα με την ψιλόψιλη την ξεδιάλυση. Μα για συγραφέας, για ποιητής, για πεζογράφος, για καλλιτέχνης ή αρτίστας, ο Μανόλης μας είναι νούλλα.[28]

Στο ίδιο άρθρο ο Ψυχάρης παρατηρεί ότι «τη γλώσσα τη φιλολογική βγήκανε να την κανονίσουνε άνθρωποι παντάπασι ξένοι προς τη φιλολογία, προς την ποίηση, προς την τέχνη, προς τη φαντασία, ο Κοραής, έπειτα ο Κόντος, κάτοπι ο Χατζιδάκις, σήμερα ο Πετροκόκκινος, ο Δελμούζος κι ο Τριανταφυλλίδης». Και σχετικά με τους τρεις τελευταίους, δηλαδή τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ο Ψυχάρης τονίζει ότι «κάνουνε απαράλλαχτα ό,τι έκαμε ο Κοραής, ό,τι έκαμε ο Κόντος, ό,τι έκαμε ο Χατζηδάκις».[29]

Ο Τριανταφυλλίδης, αντίθετα με τον Κοραή, ήταν, κατά τη γνώμη του Ψυχάρη, πολύ καλός γλωσσολόγος. Όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ιδέα από τέχνη και ποίηση, και μέσα από τη διαπίστωση αυτή αναδεικνύεται το γεγονός ότι ο Ψυχάρης θεωρούσε τον εαυτό του ως το καταλληλότερο πρόσωπο για τη διαμόρφωση και την καλλιέργεια της εθνικής γλώσσας της Ελλάδας ακριβώς επειδή συνδύαζε την ιδιότητα του γλωσσολόγου με εκείνη του λογοτέχνη. Αυτός ο συνδυαμός γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ενταχθεί σε μια ρομαντική κοσμοθεωρία για τη γλώσσα του απλού λαού και τον εθνικό ρόλο των λογοτεχνών.[30] Όσον αφορά όμως τους τύπους που έπρεπε να καθιερωθούν στην κοινή δημοτική, ο Ψυχάρης καθοδηγήθηκε όχι μόνο από ρομαντικές ιδέες, αλλά και από τις αρχές των νεογραμματικών,[31] οι οποίες τον οδήγησαν σε επιλογές που συγκρούονταν με τη γλωσσική αίσθηση του Έλληνα, όπως του επισήμανε η Πηνελόπη Σ. Δέλτα σε επιστολή της σχετικά με τους τύπους άθρωπος και φτώμα:

(...) η γλώσσα για μένα δεν είναι σκοπός αλλά μέσον για να πω στα παιδιά μας μερικά πράματα που θέλω να ξυπνήσω στην ψυχή τους, και για να τους τα πω μεταχειρίζομαι τη γλώσσα που μιλούμε όλοι, που μιλούν και αυτά και που βρίσκεται σε μεταβατική κατάσταση επηρεασμένη πολύ από την καθαρεύουσα που για τόσα χρόνια βασιλεύει στα σχολεία μας.[32]

Η Πηνελόπη Σ. Δέλτα περιγράφει μια γλώσσα σε ρευστή κατάσταση η οποία είχε ανάγκη από γραμματική σταθεροποίηση και λεξιλογικό εμπλουτισμό. Όμως, στη διαδικασία αυτή, ο Ψυχάρης υποτίμησε «την τεράστια επίδραση που είχε ασκήσει η γραμματική της καθαρεύουσας στην καθημερινή γλώσσα των μορφωμένων»,[33] και σε αυτό το σημείο η τακτική του ως γλωσσικού ρυθμιστή ήταν αντίθετη προς τις σχετικές απόψεις του Κοραή και του Τριανταφυλλίδη. Όσον αφορά τον Κοραή, ο Κωσταντίνος Θ. Δημαράς έχει απομονώσει τα βασικά στοιχεία του γλωσσικού του προγράμματος, υπογραμμίζοντας τη σημασία που ο χιώτης λόγιος προσέδιδε στο έθος (δηλαδή τη συνήθεια, τη χρήση):

Επιθυμητόν ήτον βέβαια να κανωνίσωμεν την κοινήν ημών διαλέκτον απαραλλάκτως κατά τους κανόνας της ελληνικής, αλλ’ επειδή αυτό είναι αδύνατον, πρέπει λοιπόν τόσον να προσεγγίζωμεν εις αυτήν όσον συγχωρεί το έθος. [34]

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Κοραής και ο Ψυχάρης, στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν την εθνική γλώσσα της εποχής τους, βασίζονται σε διαφορετικά γλωσσικά πρότυπα: ο μεν Κοραής στην ελληνική (δηλαδή την αρχαία ελληνική), ο δε Ψυχάρης σε μια ιδανική ρωμαΐικη γλώσσα. Προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους, προβαίνουν και οι δυο σε διορθώσεις στη γλώσσα. Ωστόσο, για τον Κοραή κάθε διορθωτική επέμβαση προϋποθέτει τη γνώση της χρήσης της «κοινής ημών διαλέκτου», απαραίτητη «για την επιτυχή εφαρμογή της διόρθωσης».[35] Όσο για τον Τριανταφυλλίδη, σε κείμενο του 1918 (μια βιβλιοκρισία της γραμματικής του Hubert Pernot) διαβάζουμε ότι «η γραμματική της νέας γλώσσας που γράφομε θα πρέπη να λογαριάση τις ανάγκες της γλώσσας αυτής καθώς και τη σημερινή αστική γλωσσική χρήση».[36] Συνεπώς, για να αποφασίσει ποια στοιχεία της καθαρεύουσας είναι αφαιρετέα και προσθετέα στη Νέα Ελληνική, ο γραμματικός πρέπει να βασιστεί σε κάποια αντικειμενικά κριτήρια: «τη σημερινή αστική χρήση», «το σημερινό γλώσσικό αίσθημα του καθενός» και τη «δόκιμη λογοτεχνική χρήση».[37] Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Δημαράς αργότερα, αναφέρθηκε στη σημασία του έθους για τον Κοραή:

Όστις, επαγγελλόμενος να γράφη εις την κοινήν γλώσσαν, μακρύνεται τόσον από τον κοινόν τρόπον του λέγειν, εκείνος ζητεί πράγμα, το οποίον μητ’ ο σκληρότατος τύραννος δεν είναι καλός να κατορθώση.[38]

Ως γνωστόν, για τον Κοραή η έννοια του έθους συσχετίζεται με τα πρότυπα «όσα μας δίνουν οι λογιότεροι».[39] Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι με τα πρότυπα αυτά ο Κοραής άνοιξε το δρόμο στη μέση οδό. Πριν φθάσουμε όμως στο αποτέλεσμα του γλωσσικού προγράμματός του, αξίζει να τονιστεί ότι το ενδιαφέρον του Κοραή για το έθος προϋποθέτει μια περιγραφική στάση απέναντι στη γλώσσα, η οποία προηγείται της ρυθμιστικής (διορθωτικής) επέμβασης.

Η στάση αυτή πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα έκδηλη στο χειρόγραφο Σημειώσεις περί της κοινής ημών γλώσσης, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση της γραμματικής που σχεδίαζε. Στις Σημειώσεις, σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Ν. Φραγκίσκο, ο Κοραής συγκέντρωσε υλικό από κείμενα που «αντιπροσωπεύουν γλωσσικά (με κάποια βέβαια εξαίρεση τον Ερωτόκριτο), τη νεοελληνική εκφορά λόγου ενός αιώνα, του αιώνα του Κοραή»,[40] σε διάφορες γεωγραφικές ποικιλίες και σε διάφορα είδη λόγου. Τα κείμενα από τα οποία πηγάζει το υλικό των Σημειώσεων θα επέτρεπαν στον Κοραή «ν’ αποκτήσει τον καθρέφτη της σύγχρονής του γραπτής γλώσσας με όλες τις αποχρώσεις, τις πολυτυπίες και τις εκφάνσεις της, εξαιρετικά ερεθιστικό για ένα μελετητή των γλωσσικών φαινομένων με την ιδιοφυΐα ενός Κοραή».[41]

Όσον αφορά τον Τριανταφυλλίδη, πρέπει να τονιστεί ότι το γραμματικό του έργο βασίζεται στη λεπτομερή περιγραφή της γλώσσας της εποχής του. Αναφερόμενος λ.χ. στην καθιέρωση του πληθυντικού σε -είς (γεν. -έων) σε αρσενικά ουσιαστικά όπως συγγραφείς (γεν. συγγραφέων) και τομείς (γεν. τομέων), ο Τριανταφυλλίδης σημείωσε το εξής σχετικά με το πνεύμα της Νεοελληνικής Γραμματικής (της Δημοτικής):

Έργο της [δηλ. της Νεοελληνικής Γραμματικής (της Δημοτικής)] άλλωστε ήταν, στηριγμένη στη λογοτεχνική εργασία και καλλιέργεια της δημοτικής, να δώση στον ελληνικό λαό και στην παιδεία του ό,τι έχει καταχτημένο η ίδια και καθιερωμένο. Οι μελλοντικές γενεές, που θα καλλιεργήσουν τη νέα εθνική κοινή, θα δώσουν και την τελειωτική απάντηση, το δ’ ευ νικάτω.[42]

Αυτή η στάση απέναντι στη ρύθμιση της νεοελληνικής εκδηλώθηκε ήδη στις πρώτες εργασίες του Τριανταφυλλίδη, ειδικά στην εκτενή μελέτη του «Η γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916», όπου, εν όψει της εισαγωγής της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο, ο έλληνας γλωσσολόγος εξετάζει τη γραπτή δημοτική της εποχής του με σκοπό να εξακριβώσει τις τάσεις της και τα σημεία όπου θα χρειαζόταν κάποια ρύθμιση, επισημαίνοντας έτσι την ανάγκη να μελετηθεί διεξοδικά η σύγχρονη δημοτική γλώσσα όπως εμφανίζεται στα διάφορα είδη του λόγου (ποίηση, λογοτεχνική πεζογραφία, δημοσιογραφία, κλπ.):

Όχι πως είναι δυνατό να λύσωμε το γλωσσικό ζήτημα τελειωτικά μέσα σε λίγα χρόνια, και να γράφωμε πάντοτε και παντού μια ομοιόμορφη γλώσσα. Ο καρπός δε θα ωριμάση πριν της ώρας του και θα ήταν μάταιο να ζητούμε να βιάσωμε ό,τι αργότερα μόνο θα κριθή. Μπορούμε όμως να παρακολουθήσωμε το άνθισμα – και αφού καρπός είναι η γλώσσα που οι ίδιοι μιλούμε και γράφομε και μελετούμε, μπορούμε να γνωρίζωμε τι γράφομε και πού πηγαίνομε.[43]

Με το να τονίζει τη σημασία της χρήσης και της περιγραφής, ο Κοραής, που δεν ήταν γλωσσολόγος, αντιμετώπισε το ζήτημα της διαμόρφωσης της κοινής Νεοελληνικής μέσα από ένα πρίσμα που ξαναβρίσκουμε στο έργο ενός γλώσσολόγου, του Τριανταφυλλίδη. Το γλωσσικό πρόγραμμα του Ψυχάρη ήταν βέβαια «απόλυτα συνεπές με το επιστημονικό του πιστεύω»,[44] και εδώ πρέπει να ενταχθεί η αρνητική του στάση απέναντι σε όσους θεωρούσαν αναγκαίο το γλωσσικό συμβιβασμό με την καθαρεύουσα.[45] Ωστόσο, η διαμόρφωση μιας εθνικής γλώσσας δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε γλωσσολογικές αρχές, αλλά και σε άλλους παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν άξονες της γλωσσικής σκέψης του Κοραή και του Τριανταφυλλίδη.

 

Συμπεράσματα

Στην έκδοση της Γραμματικής της φυσικής γλώσσας του Δημητρίου Καταρτζή ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς αναφέρεται στον «λόγιο» και «διαφωτισμένο» χαρακτήρα του δημοτικισμού του κατ’ εξοχήν αντιπροσώπου του κύκλου του Βουκουρεστίου.[46] Τα επίθετα αυτά πιστεύω πως μπορούν να χαρακτηρίσουν και τον δημοτικισμό του Τριανταφυλλίδη, ο οποίος βρήκε στον Διαφωτισμό, και συγκεκριμένα στον Κοραή, έναν καλό σύμμαχο όχι μόνο για τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές του απόψεις, αλλά και για την τακτική του ως «γλωσσικού προγραμματιστή».[47] Ασφαλώς ο Τριανταφυλλίδης δεν ήταν ικανοποιημένος με τη γλώσσα του Κοραή, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χιώτης λόγιος, σε αντίθεση με τον Ψυχάρη, δήλωνε πρόθυμος να αποδεχτεί κριτικές και αντιρρήσεις:

Άλλα εκλέγω ως καλά, άλλα αποβάλλω, ή ως κακά, ή ως ανάρμοστα εις την σημερινήν ημών γλώσσαν. Η εκλογή και η κρίσις ενδεχόμενον να ήναι σφαλμένη. Αλλ’ η κρίσις μου δεν είναι νόμος.[48]

Ο Τριανταφυλλίδης δεν συμφωνούσε με την «κρίσιν» του Κοραή, αλλά εκτιμούσε θετικά το δρόμο που χάραξε ο χιώτης σοφός για τη διαμόρφωση της κοινής Νεοελληνικής παρά την αντίθεση του Ψυχάρη και άλλων δημοτικιστών της «ορμητικής εποχής» του κινήματος.[49] Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κοινωνία της εποχής του Τριανταφυλλίδη βρισκόταν αντιμέτωπη με προβλήματα που είχαν ήδη τεθεί στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Ίσως γι’ αυτό ο Τριανταφυλλίδης έστρεψε το βλέμμα του προς τον Κοραή στην προσπάθειά του να προσφέρει στον ελληνικό λαό μια γλώσσα που «θα συμβολίση την απόφαση του νέου ελληνισμού να δημιουργήση τη θέση του στη ζωή με περισσότερη πεποίθηση στις εθνικές του δυνάμεις, κρίνοντας πραγματιστικώτερα ό,τι μπορεί ν’ αφομοιώση από το μεγάλο παρελθόν για να προχωρήση στο δρόμο της ζωής».[50]


Josep M. Bernal, Barcelona

 

 

[1] Φ. Ηλιού, «Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον εικοστό αιώνα», στον τόμο Διήμερο Κοραή, 23 και 30 Απριλίου 1983. Προσεγγίσεις στη γλωσσική θεωρία, τη σκέψη και το έργο του Κοραή, Αθήνα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 1984, σσ. 143-207. Η εργασία αυτή κυκλοφόρησε αργότερα ως αυτοτελές βιβλίο: Φ. Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ο αιώνα, Αθήνα, Ο Πολίτης 1989. Στις υποσημειώσεις παραπέμπω σε αυτό το βιβλίο.

[2] Ό.π., σ. 21.

[3] Ό.π., σσ. 28-49.

[4] Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο Κοραής «δεν παρουσιάστηκε μόνο γλωσσικός ρυθμιστής (αν και είχε ο ίδιος επιφυλάξεις για την προσπάθειά του) και αντιμέτωπος της παντοδύναμης θεωρίας του αρχαϊσμού, που επιζητούσε να καθιερώση την αρχαία γλώσσα. Πολέμησε έντονα και το πατροπαράδοτο ξερό και ολέθριο εκπαιδευτικό σύστημα, τα “κακά γραμματικά”, και, φιλελεύθερος και δημοκρατικός, παρουσιάστηκε και γενικώτερα σαν κριτικός της κοινωνικής, πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής». Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, στα Άπαντα, τόμος 3, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 2002, σ. 455.

[5] Ηλιού, ό.π., σ. 32.

[6] Ό.π., σσ. 30-31. Βλ. επίσης Τριανταφυλλίδης, ό.π., σσ. 105 και 454.

[7] Ό.π., σ. 450.

[8] Ηλιού, ό.π., σ. 36.

[9] Ψυχάρης, Ρόδα και Μήλα, τόμος Β΄, Αθήνα, Εστία 1903, σ. 159.

[10] Βλ. Ηλιού, ό.π., σσ. 47-49.

[11] Βλ. Τριανταφυλλίδης, ό.π., σσ. 122-123· Ν. Π. Ανδριώτης, «Από τον Ψυχάρη στον Τριανταφυλλίδη», Νέα Εστία, 66 (1959), σσ. 1402-1412.

[12] Ηλιού, ό.π., σ. 36.

[13] Η μονογραφία αυτή είχε ως τίτλο «Ο Κοραής και οι γλωσσικές ιδέες της εποχής του» και χρονολογείται το 1933. Βλ. Ι. Θ. Κακριδής, «Πρόλογος», στο Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμος 1, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 1986, σ. ιζ΄.

[14] Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμος 8, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 1965, σσ. 212-213.

[15] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Πάλλης», στα Άπαντα, τόμος 5, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2002, σ. 414.

[16]Μ. Τριανταφυλλίδης, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», στα Άπαντα, τόμος 4, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 2002, σ. 429.

[17]Μ. Τριανταφυλλίδης, «Δημοτικισμός. Ένα γράμμα στους δασκάλους μας», στα Άπαντα, τόμος 5, ό.π., σ. 193.

[18] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», ό.π., σ. 429.

[19] Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, ό.π., σ. 454.

[20] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Δημοτικισμός. Ένα γράμμα στους δασκάλους μας», ό.π., σ. 201.

[21] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Ψυχάρης», στα Άπαντα, τόμος 5, ό.π., σ. 370.

[22] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», ό.π., σ. 431.

[23] Μ. Τριανταφυλλίδης, Δημοτικισμός και Αντίδραση, στα Άπαντα, τόμος 6, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 1988, σ. 250. Στη Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή (ό.π., σσ. 454-455), ο Τριανταφυλλίδης επισημαίνει ότι «(...) δεν έλειψαν στα χρόνια μας όσοι, χωρίς να έχουν μελετήσει τον Κοραή, φαντάστηκαν και διακήρυξαν πως και η αρχαϊκή τους καθαρεύουσα ήταν καρπός της διδασκαλίας εκείνου».

[24] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Από τη γλωσσική μας ιστορία. Βερναρδάκης, Κόντος, Χατζιδάκις», στα Άπαντα, τόμος 5, ό.π., σ. 289.

[25] Μ. Τριανταφυλλίδης, Δημοτικισμός και Αντίδραση, ό.π., σ. 151.

[26] Ό.π., σ. 290.

[27] Ψυχάρης, Ρόδα και Μήλα, τόμος Α΄, Αθήνα, Εστία, 1902, σ. 101.

[28] Ψυχάρης, «Ακόμη λιγάκι σκολειό», Νουμάς 424 (20.2.1911), σ. 118.

[29] Ό . π. σ. 119.

[30] Βλ. J. Psichari, «Pétrarque et Dante», στο Quelques travaux de linguistique, de philologie et de littérature helléniques 1884-1928, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1930, σσ. 391-399.

[31] Βλ. Ειρ. Φιλιππάκη-Warburton, «Ο Ψυχάρης ως γλωσσολόγος», Μαντατοφόρος 28 (Δεκ. 1988), σσ. 35-36.

[32] Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα 1906-1940, επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδης, Αθήνα, Εστία 1956, σ. 352.

[33] P. Mackridge, «Ο πρακτικός δημοτικισμός του Ψυχάρη», Μαντατοφόρος 28 (Δεκ. 1988), σ. 44.

[34] Παράθεμα από το Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η γλώσσα. Η θεωρία», στον τόμο Διήμερο Κοραη, ό.π., σ. 22.

[35] V. Rotolo, «Η γλωσσική θεωρία του Κοραή. Ιδεολογικές ρίζες και ψυχολογικά κίνητρα», στον τόμο Διήμερο Κοραή, ό.π., σ. 52.

[36] Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμος 8, ό.π., σ. 290. Στη γραμματική του, Grammaire de grec moderne (langue parlée), ο Pernot αναφέρεται σ’ ένα «usage athénien»: «Dans cette ville [δηλ. στην Αθήνα], le parler populaire n’est pas, il est vrai, identique à celui des gens cultivés, mais tel est le cas dans tous les pays et, à Athènes, comme ailleurs, c’est le langage du peuple qui tend à se modeler sur celui de la classe plus élevée. Or, dans ce dernier se sont introduits, pour des raisons multiples, non seulement des mots, mais encore des formes, provenant de la langue ancienne. C’est là un fait linguistique.» Η. Pernot, Grammaire de grec moderne (langue parlée), Garnier frères, Παρίσι 31917, σ. 1.

[37] Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμος 8, ό.π., σ. 291.

[38] Παράθεμα από το Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, ό.π., σ. 450.

[39] Δημαράς, ό.π., σ. 23. «Οι λόγιοι άνδρες του έθνους», παρατήρησε ο Κοραής, «είναι φυσικά οι νομοθέται της γλώσσης, την οποίαν λαλεί το έθνος· αλλ’ είναι (πάλιν το λέγω) νομοθέται δημοκρατικού πράγματος». Στο Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, ό.π., σ. 451.

[40] Εμμ. Ν. Φραγκίσκος, «Πρώιμα σχεδιάσματα του Κοραή για μια “Γραμματική της γραικικής”», στον τόμο Διήμερο Κοραή, ό.π., σ. 75.

[41] Ό.π., σ. 76.

[42] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Η δυναμικότητα των ασυμμόρφωτων λογίων τύπων», στα Άπαντα, τόμος 2, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 1986, σ. 223.

[43] Μ. Τριανταφυλλίδης, «Η γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916», στα Άπαντα, τόμος 4, ό.π., σ. 314.

[44] Φιλιππάκη-Warburton, ό.π., σ. 34.

[45] Αναλύοντας όμως τη γλώσσα του Ταξιδιού, ο Peter Mackridge (ό.π., σ. 45) επισημαίνει ότι η πρακτική του Ψυχάρη «δεν ευθυγραμμιζόταν παντα με τη θεωρία του», και ο ίδιος ο Ψυχάρης «έδειχνε κατά καιρούς την αίσθηση ότι κάποιος συμβιβασμός με την καθαρεύουσα ήταν αναπόφευκτος».

[46] Δ. Καταρτζής, Γραμματική της Φυσικής Γλώσσας, έκδοση και σχόλια του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1957 (παράρτημα του περιοδικού Νέα Εστία), σ. 58.

[47] Ο Einar Haugen χαρακτήρισε τον Κοραή ως τον πρώτο «language planner» της Ευρώπης. Βλ. E. Haugen, «Construction and reconstruction in language planning: Ivar Aasen’s grammar», Word, 21 (1965), σ. 189.

[48] Παράθεμα από το Δημαράς, ό.π., σ. 27.

[49] Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, ό.π., σ. 119.

[50] Ό.π., σ. 168.