Ι. Κ. Χασιώτης, Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος

Layout 1Ι. Κ. Χασιώτης, Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος (1856-1914), Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2016. ISBN: 978-960-12-2216-5

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Η διεθνής ιστοριογραφία αμέλησε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του Ανατολικού Ζητήματος: τις πρώτες φάσεις των αρμενικών κρίσεων, που άρχισαν στα μέσα του 19ου αιώνα, διεθνοποιήθηκαν στα 1877-1878, κορυφώθηκαν με τις πρώτες μεγάλες σφαγές των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα 1894-1896 και στα 1909 και έκλεισαν στο τέλος των βαλκανικών πολέμων και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την επιβολή από τις Μ. Δυνάμεις δραστικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων στην οθωμανική Αρμενία στα 1913-1914. Όπως φαίνεται και από τις καταγραφές τής βιβλιογραφίας που αναφέρεται στις σφαγές της δεκαετίας του 1890 (G. N. Shirinian, The Armenian Massacres of 1894-1897: A Bibliography, AR, 47 [2001], 113-164), τα περισσότερα από τα σχετικά δημοσιεύματα ανήκουν χρονολογικά στην εποχή των γεγονότων, δεν είναι σύγχρονες προσεγγίσεις· γι’ αυτό είτε χρησιμοποιούνται ως μαρτυρίες της εποχής είτε θεωρούνται ως ιστοριογραφικά παρωχημένα. Επιπλέον μεγάλο μέρος των άρθρων σε περιοδικά ή και των αντίστοιχων μονογραφιών, προπάντων της αιματηρής δεκαετίας του 1890, παρά το χρήσιμο πληροφοριακό υλικό του, έχει «πολεμικό» χαρακτήρα, όχι αυ­στηρά επιστημονικό. Οι μελέτες εξάλλου που αφορούν τα μετέπεια γεγονότα, ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμα και όταν πρόκειται για πρωτότυπες εργασίες, στην πλειονότητά τους αποτελούν με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις εισαγωγικά κεφάλαια στην εξιστόρηση της Γενοκτονίας του 1915. Ήταν επόμενο οι ερευνητές, Αρμένιοι και ξένοι, να στραφούν με περισσότερο ζήλο στα γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου, επειδή αυτά όχι μόνο είχαν μεγαλύτερη κλίμακα, αλλά επιπλέον –που είναι και το σημαντικότερο– επειδή σημάδεψαν βαθύτερα την τύχη και του αρμενικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη μετέπειτα ιστορική πορεία όλων των συνοίκων λαών της ίδιας επικράτειας, χριστια­νικών και μουσουλμανικών.

Και όμως: τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και, σε μικρότερο βαθμό, της σφαγής των Αδάνων του 1909 προκάλεσαν καταρχήν στην Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο μεγαλύτερη συγκίνηση και περισσότερες κινητοποιήσεις σε σύγκριση με τις αντιδράσεις της Δύσης για τη Γενοκτονία. Η αιτία είναι εύλογη: η τερατώδης εθνοκάθαρση του 1915 –πρωτοφανής ακόμα και με τα μέτρα της σκληρής εκείνης περιόδου της οθωμανικής ιστορίας– επιχειρήθηκε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, όταν η προσοχή των Δυνάμεων, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης, ήταν στραμμένη στα πολλά και αιματηρά μέτωπα (δυτικά και ανατολικά) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας μην ξεχνούμε ότι, όταν η περιβόητη νεοτουρκική τριανδρία άρχισε την εφαρμογή της «τελικής λύσης» του αρμενικού ζητήματος (24 Απριλίου 1915), εκείνη ακριβώς την εποχή (25 Απριλίου 1915 – 9 Ιανουαρίου 1916) που τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν απασχολημένα στην άγονη, παρά τις εκατόμβες, επιχείρηση της Καλλίπολης. Παρά τον σεβαστό λοιπόν αριθμό των δημοσιεύσεων για την πρώτη αρμενική κρίση και κυρίως για τις μαζικές σφαγές του 1894-1897 και, σε μικρότερο βαθμό, και του 1909 στην Κιλικία, παραμένουν ακόμα αρκετά desiderata στην έρευνα της δραματικής αυτής περιόδου του Ανατολικού Ζητήματος.

Στο σύνολο της υπάρχουσας σχετικής βιβλιογραφίας είναι απούσα –ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι εντελώς περιστασιακή– η ελληνική πλευρά του ζητήματος. Με λίγα λόγια δεν είχε πραγματοποιηθεί καμιά συστηματική έρευνα για τη στάση που κράτησαν στα γεγονότα της περιόδου που μας απασχολεί οι Έλληνες, τόσο οι Οθωμανοί υπήκοοι –που βίωναν αναπόφευκτα με τρόπο άμεσο τις τραγικές περιπέτειες των Αρμενίων συμπολιτών τους– όσο και οι ομοεθνείς τους της ελεύθερης ελλαδικής επικράτειας και της Διασποράς. Έτσι η ελληνική παράμετρος στις κρίσεις του αρμενικού ζητήματος παρέμεινε επιφανειακή, όταν δεν απουσίαζε εντελώς. Σε τελευταία ανάλυση η εικόνα που αποκομίζει ο αναγνώστης από τα περισσότερα –τα ελληνικά τουλάχιστον– δημοσιεύματα για το αρμενικό ζήτημα αποτελείται από διάσπαρτες, συχνά γενικόλογες αναφορές στην εύλογη συμπάθεια των Ελλήνων για την τραγική τύχη ενός ομόθρησκου λαού, «αδελφικού» εξαιτίας της θρησκευτικής συγγένειας και της πολυχρόνιας συμβίωσης. Και όμως: τα αρμενικά εθνικά προβλήματα ήταν αρκετά στενά συνδεδεμένα με τα ελληνικά, τουλάχιστον από την εποχή της Ανατολικής Κρίσης του 1876-1878 ως και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συχνά μάλιστα σε σύνθετες μορφές αλληλεπίδρασης. Και για να κλείσω αυτή την βιβλιογραφική παρένθεση, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι και η αρμενική ιστοριογραφική πλευρά είναι το ίδιο ανεπαρκής εξαιτίας της μονομέρειάς της: Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι Αρμένιοι ιστορικοί δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τον ελληνικό παράγοντα στις εξελίξεις της αρμενικής κρίσης: στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίστηκαν κι αυτοί σε γενικές αναφορές στη σχέση του δικού τους κινήματος με το κρητικό ζήτημα, παραγνωρίζοντας (ή και αγνοώντας) τις αντίστοιχες ελληνικές περιπέτειες της ίδιας περιόδου. Η φιλο­δοξία λοιπόν της εργασίας αυτής είναι να επισημάνει τις θεμελιώδεις ιστορικές προϋποθέσεις που διασύνδεσαν διαχρονικά την ανέλιξη του αρμενικού με το ελ­ληνικό εθνικό φαινόμενο σε μιαν από τις κρισιμότερες και για τις δυο εθνότητες φάσεις τους. Η προσδοκία του συγγραφέα είναι το βιβλίο αυτό να αποτελέσει αφορμή για άλλες ανάλογες, πληρέστερες, λιγότερο εσωστρεφείς και κατά το δυνατόν συγκριτικές μελέτες, ώστε τελικά να «σπάσει» και ο ελληνοαρμενικός ιστοριογραφικός απομονωτισμός.

Η δραματικότητα των φάσεων του Αρμενικού Ζητήματος, ιδιαίτερα όταν αυτές συνδέθηκαν με τις επανειλημμένες μαζικές σφαγές αθώων ανθρώπινων υπάρξεων, αλλά και με τις μετέπειτα (ατέλειωτες ακόμα) διαμάχες της αρμενικής ή φιλοαρμενικής και της τουρκικής ή φιλοτουρκικής ιστοριογραφίας, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, την πλήρη αποστασιοποίηση του ιστορικού από τα γεγονότα. Ακόμα και σε επιμέρους θέματα (όπως π.χ. στον συχνά αμφισβητούμενο ρόλο του ενός ή του άλλου αρμενικού επαναστατικού κόμματος στα γεγονότα της περιόδου που εξετάζουμε) οι εκτιμήσεις ενός σύγχρονου παρατηρητή δεν μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως απόλυτα αντικειμενικές. Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο περίπλοκο και στις δυο πλευρές του για τον Έλληνα ερευνητή: στην αρνητική εξαιτίας των πολιτικών επαφών που κατά περιόδους είχε το αρμενικό επαναστατικό κίνημα με ανταγωνιστές των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων στην οθωμανική Ανατολή (κυρίως με τους Βουλγάρους)· και στη θετική, εξαιτίας των στενών σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δυο λαών, τόσο στην αντιπαράθεσή τους έναντι των Τούρκων (ιδιαίτερα των κεμαλιστών), όσο κυρίως στην κοινή τους προσφυγιά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο μοναδικός τρόπος –αν και όχι πάντοτε αποτελεσματικός– για να αποφύγει κανείς ένα μέρος τουλάχιστον των δυσκολιών αυτών είναι η κατά το δυνατόν ψυχρή προσκόληση στα δεδομένα των πηγών, ακόμα και όταν αυτά είναι αντιφατικά. Αυτή η λύση υιοθετήθηκε και στην εργασία αυτή· γι’ αυτό και τα επίμαχα σημεία της πλαισιώθηκαν, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, με αλλεπάλληλες παραθέσεις κειμένων (κυρίως από δημοσιεύματα εφημερίδων) και ιστοριογραφικών παραπομπών.

 

Αφετηρία της μελέτης αυτής ήταν η έρευνά μου για τη στάση των Ελλήνων κατά τις αρμενικές σφαγές του 1890-1896· τμήμα της έρευνας εκείνης παρουσιάστηκε πριν από μια τριακονταετία («The Greeks and the Armenian Massacres, 1890-1896», Neo-hellenica, 4 [Austin-Τέξας, 1981], 69-109). Η εισαγωγή επίσης για την ανάπτυξη του αρμενικού εθνικού φαινομένου σε σύγκριση με το νεοελληνικό στηρίχτηκε σε στοιχεία που τα έχω παρουσιάσει συνοπτικά και διάσπαρτα σε άλλες μελέτες. Η έμφαση στην ενότητα αυτή δόθηκε εύλογα στη λιγότερο γνωστή στον Έλληνα αναγνώστη αρμενική πλευρά και ιδιαίτερα στις εκδηλώσεις του αρμενικού εθνικού κινήματος που επηρέασαν, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, τις αντιδράσεις των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του ελλαδικού κράτους και της Διασποράς. Η παρούσα εργασία συνδέεται ελάχιστα με τα αρχικά εκείνα κείμενα, τα οποία χρησίμευσαν απλώς ως πρόπλασμα σε δυο μόνο ενότητες: Καταρχήν το χρονικό πλαίσιο του βιβλίου που κρατά ο αναγνώστης έχει διευρυνθεί δραστικά, τόσο προς τα πίσω, ως τα μέσα του 19ου αιώνα, ως την επαύριο του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), όσο και προς τα εμπρός, ως τις παραμονές της αρμενικής Γενοκτονίας του 1915. Επιπλέον στηρίζεται σε νέο υλικό, αντλημένο με πρόσθετες έρευνες σε ελληνικά και ξένα αρχεία, αλλά και στον ελ­ληνικό και διεθνή περιοδικό και ημερήσιο τύπο της εποχής (ο οποίος στο μεταξύ έγινε περισσότερο προσιτός μετά την ψηφιοποίηση σημαντικού τμήματός του). Σπεύδω πάντως να διευκρινίσω (α) ότι η αρχειακή έρευνα καλύπτει ουσιαστικά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ενώ για την πρώτη του 20ού η τεκμηρίωσή μου στηρίχτηκε (για πολλούς λόγους) στις δημοσιευμένες πηγές και στην επίμονη αναδίφηση των ελληνικών και ξένων εφημερίδων, και (β) ότι ο αρμενόφωνος και τουρκόφωνος τύπος της εποχής δεν έχει αξιοποιηθεί παρά μόνον περιστασιακά και έμμεσα (μέσω της διπλωματικής αλληλογραφίας και κυρίως των εκτενών αποσπασμάτων που αναδημοσίευαν τακτικά οι ελληνικές και ξένες εφημερίδες της εποχής). Οπωσδήποτε οι ελληνοαρμενικές σχέσεις κατά τη δεκαετία που ακολούθησε το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ως την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο πρόσθετων αρχειακών ερευνών και συστηματικότερης αξιοποίησης των αρμενόφωνων κυρίως πηγών, αρχειακών και έντυπων.

Ο αναγνώστης επίσης θα πρέπει να λάβει υπόψη και ένα ακόμα δεδομένο, καθαρά τεχνικό: Επειδή η αρχική έρευνα για τον πυρήνα της εργασίας αυτής πραγματοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ορισμένες από τις παραπομπές σε αρχειακές πηγές έχουν στο μεταξύ ξεπεραστεί από υστερότερες καταλογογραφήσεις και ευρετηριάσεις. Το ενδεχόμενο αυτό αφορά κυρίως το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα, όπου στο μεταξύ έχουν αλλάξει πολλά, ιδιαίτερα στον εκσυγχρονισμό της αρχειοθέτησης των φακέλλων. Θεωρώντας ότι μια εξαρχής αναδίφηση όλου του ερευνηθέντος υλικού, με στόχο την αντικατάσταση ορισμένων απαρχαιωμένων αρχειακών ενδείξεων με τις νέες, θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, αν όχι ουτοπική, προτίμησα να αφήσω τις παραπομπές μου στα έγγραφα αυτής της κατηγορίας όπως τις βρήκα κατά την εποχή των ερευνών μου. Είμαι βέβαιος ότι ο μελετητής, που θα θελήσει να ανατρέξει στις πηγές αυτές, θα τις εντοπίσει με τη βοήθεια των σχε­τι­κών οδηγών και των ενημερωμένων αρχειονόμων για τις παλιές με τις νέες αρχεια­κές αντιστοιχίες των φακέλλων των αρχείων τους.

Αρκετά διλήμματα δημιουργεί η απόδοση στα ελληνικά των αρμενικών κυρίων ονομάτων. Τα ονοματεπώνυμα των Αρμενίων, των εγκατεστημένων στην Ελλάδα δεν μπορούσα παρά να τα αποδώσω όπως το κάνουν και οι ίδιοι, δηλαδή στα ελληνικά· για τους Αρμενίους της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Διασποράς προτίμησα τη λατινική τους μορφή. Το ίδιο αφορά και τα αρμενικά ιστορικά ονόματα και τοπωνύμια: ακολούθησα την καθιερωμένη (αλλά όχι αυστηρά φιλολογική) στη δυτική ιστοριογραφία απόδοσή τους στα λατινικά, αποφεύγοντας έναν «εξελληνισμό» που σε αρκετές περιπτώσεις θα προκαλούσε μάλλον σύγχυση. Την ίδια τακτική ακολούθησα και στην απόδοση των τουρκικών κυρίων ονομάτων, με την εξαίρεση μερικών που έχουν πια καθιερωθεί στα ελληνικά και επιπλέον επαναλαμβάνονται διαρκώς στο βιβλίο (π.χ. των σουλτάνων Μουράτ Ε΄, Αβδούλ Αζίζ και Αβδούλ Χαμίτ B΄, αντί Murad, Abdülaziz, Abdülhamid). Ελληνικά επίσης απέδωσα και τους οικείους στον Έλληνα αναγνώστη τίτλους, π.χ. «πασάς», «μπέης» και «βαλής» (και το αντίστοιχο «βιλαέτι»), αντί των paşa (pasha) beğ (bey) και vali (και vilayet). Δυσκολίες προκαλεί η ταύτιση των προσώπων που αναμίχθηκαν ενεργά στο αρμενικό κίνημα, επειδή αυτά χρησιμοποίησαν διαφορετικά επαναστατικά ψευδώνυμα, μερικές φορές μάλιστα εναλλασσόμενα και ανόμοια μεταξύ τους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις βιβλιογραφικές παραπομπές, προσπάθησα να αποδώσω τα ονόματα των συγγραφέων και τους τίτλους των αρμενόγλωσσων μελετών στη μορφή στην οποία θα τους αναζητούσε ο ενδιαφερόμενος ερευνητής τόσο στις καρτελλοθήκες των βιβλιοθηκών όσο και στη βιβλιογραφία, παραδοσιακή ή ηλεκτρονική. Το ίδιο κριτήριο ακολούθησα και στην απόδοση των ονομασιών των κομματικών-επαναστατικών φορέων, που κι αυτοί αποδίδονται στις ευρωπαϊκές γλώσσες σε διαφορετικές μορφές (π.χ. Dashnak-Dashnag-Tashnak-tsutyun/tsutiun-Dašnakcutjun, και Hentchak-Henchak-Henchag-H’nchak-Hnčak-Hunchag και Hunchak-ian)· προτίμησα την ευπρόφερτη μορφή Dashnak-tsutiun και Henchak-ian, «εξελληνίζοντας» και τον τρόπο με τον οποίο αποδίδονται οι οπαδοί τους (χεντσακιστές, ντασνακιστές, αντί hentchagan, dashnaktsagan). Ειδικότερα στη συχνά αναφερόμενη Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (Hai Heghapokhagan Dashnaktsutiun), για να αποφύγω την επανάληψή της, κατέφυγα (όπως κάνουν όλοι σχεδόν οι μελετητές του αρμενικού ζητήματος) στη βραχυγραφική απόδοσή της: ΑΕΟ. Συντομογραφικά απέδωσα ως Κομιτάτο και το νεοτουρκικό «Κομιτάτο της Ένωσης και της Προόδου» (İttihat ve Terakki Cemiyeti), που εμφανίζεται διαρκώς στο τέταρτο μέρος του βιβλίου. Κατά κανόνα στη φωνητική απόδοση των αρμε­νικών όρων και των βιβλιογραφικών παραπομπών απέφυγα –για να μην προκαλέσω σύγχυση στον Έλληνα αναγνώστη, αλλά και επειδή δεν διέθετα τα κατάλληλα επιστημολογικά εφόδια– τη διαφορετική λατινική τους μεταγραφή στα «δυτικά» και «ανατολικά» αρμενικά (της Μικράς Ασίας και της Βαλκανικής, από το ένα μέρος, και της Υπερκαυκασίας, από το άλλο). Για τα όχι ιδιαίτερα γνωστά στο ελληνικό κοινό τοπωνύμια της σημερινής τουρκικής επικράτειας (ιδιαίτερα τα αρμε­νικά, που τα έκανε αγνώριστα η κεμαλική και η μετακεμαλική ονοματοθεσία) προτίμησα στην πρώτη αναφορά τους τη μορφή που έχει καθιερωθεί στην ελ­ληνική και τη διεθνή ιστορική βιβλιογραφία, βάζοντας (σε παρένθεση) μαζί με την τότε απόδοσή τους και την τουρκική και την αρμενική και σε ορισμένες περιπτώσεις και τη σύγχρονη μορφή τους, όπως π.χ. στα Εγκίν (Agn/Eğin, σημ. Kemaliye), Ερζε­ρούμ (Erzurum/Garin ή Karin), Μερζιφούντα (Merzifon, Marsovan), Μους (Muş), Σασούν (Sasun/Sassoun, σημ. Sason), Μαράς (Maraș, σημ. Kahramanmaraş), Σις (Sis/Kozan), Ζεϊτούν (Zeytun, σημ. Süleymanlı) κλπ. Τα γνωστά ιστορικά τοπωνύμια θεωρώ ότι θα πρέπει να αποδίδονται στην καθιερωμένη ιστορική τους εκφορά (π.χ. Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη, Νικομήδεια, Καισάρεια, Κερασούντα κλπ.) και όχι, ετεροχρονίζοντάς τα στο όνομα μιας ανιστόρητης πολιτικής ορθό­τητας ή διπλωματικής αβρότητας, στη σημερινή τουρκική (Edirne, İstanbul, İzmit, Kayserı, Giresun κλπ.). Αλλιώς οι τουριστικής μάλλον χρησιμότητας ετεροχρονισμοί αυτής της «σχολής» θα πρέπει να εφαρμόζονται και σε άλλα ιστορικά τοπωνύμια, π.χ. στα İzmir/Σμύρνη, Trabzon/Τραπεζούντα και Boğaziçi/Βόσπορος, για να μείνω σε τρία μόνο συχνά παραδείγματα της νεοελληνικής τουλάχιστον ιστοριογραφίας και να αποφύγω τα εξεζητημένα· αν το έκανα, τότε το Yeşilköy, το Karaköy, το Tekirdağ, το Heyberliada, το Hüdavendigar και η Çukurova θα έπρεπε να πάρουν τη θέση του Αγίου Στεφάνου (της ομώνυμης συνθήκης), του Γαλατά (της Κωνσταντινούπολης), της Ρεδαιστού, της Χάλκης, της Προύσας και της Κιλικίας. Στην περίπτωση ειδικά της οθωμανικής πρωτεύουσας, εκτός από την κοινή λογική, υπάρχει και η ιστορική παράδοση: στις πηγές της προκεμαλικής περιόδου (ελληνικές και ξένες) η επίσημη ονομασία της ήταν «Κωνσταντινούπολη»· το ίδιο και για τους Οθωμανούς (Konstantıniyye) και για τους Αρμενίους «Πόλις» (Bolis). Η χρήση τής «Σταμπούλ», όταν και όπως γινόταν (με εξαίρεση τα «εξωτικά» κείμενα με «οριενταλιστικό» χαρακτήρα), αναφερόταν στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις σε ένα τμήμα μόνο της ιστορικής μεγαλούπολης. Το ίδιο αφορά και αντίστροφα μερικά παλαιά ιστορικά τοπωνύμια, που μετά το πέρασμα στα νεότερα χρόνια άλλαξαν ονομασία: Το Ερζερούμ/Erzurum π.χ. δεν μπορεί να αντικατασταθεί (χωρίς να προκαλέσει ασάφειες) με τη Θεοδοσιούπολη ούτε το Μπιτλίς/Bitlis από το Baghesh. Η χρήση πάντως διπλής ονομασίας σε συγκεκριμένα τοπωνύμια (π.χ. Αμισός και Σαμψούντα/Samsun) παρέμεινε, αφού ήταν και κατά την περίοδο που εξιστορούμε, αλλά και στη νεοελληνική ιστοριογραφία, καθιερωμένη.

Ανάλογα κριτήρια χρησιμοποίησα και για τους Έλληνες υπηκόους του σουλτάνου, τους οποίος μερικοί νεότεροι συμπατριώτες μου τουρκολόγοι και ιστορικοί, για να αποφύγουν ίσως και την ετικέτα του εθνικιστή, προτιμούν (επιλέγοντας όμως ανάλογα και τις πηγές τους) να τους αποκαλούν μόνον «Ρωμιούς» (ή ακόμα και «Ελληνο-οθωμανούς») και όχι με την καθιερωμένη –τουλάχιστον στην εποχή τους– γενική εθνωνυμία «Έλληνες», με την οποία κατά κανόνα συνεννοούνταν και οι ίδιοι με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, εντός και εκτός των οθωμανικών συνόρων. Ανάλογος ήταν και ο τρόπος με τον οποίο τους αποκαλούσε και ο σλαβικός και ο δυτικός κόσμος. Η χρήση από τους Οθωμανούς των λειτουργικών όρων «Rumlar» και «Yunanlar» για τους Έλληνες της Αυτοκρατορίας και για τους Ελλαδίτες αφο­ρούσε περισσότερο τη μουσουλμανική πλευρά και λιγότερο την ελληνική.

Τέλος δυο λόγια και για την εκτενή χρήση αποσπασμάτων από πηγές (ελ­ληνικές και ξένες): Εφόσον το μέγιστο τμήμα της εργασίας αυτής έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, θεώρησα ότι τόσο τα γεγονότα όσο και το κλίμα, στο οποίο εντάσ­σονται, αποτυπώνονται σαφέστερα (και ασφαλώς γλαφυρότερα) με τη γραφίδα (ακόμα και με τους σολοικισμούς) των ανθρώπων της εποχής. Στην παράθεση των κειμένων αυτών κράτησα όχι μόνο την ορθογραφία, αλλά και τον τονισμό και την ιδιότυπη με τα σημερινά μέτρα χρήση των κεφαλαίων που είχαν τα πρωτότυπα. Ιδιαίτερα για τα ελληνικά κείμενα (που είναι επίτηδες τα περισσότερα) προτίμησα τον πολυτονισμό τους τόσο για λόγους ιστορικούς, όσο κυρίως επειδή η εύκολη για όλους μας μεταφορά τους στο μονοτονικό σύστημα κάνει ορισμένες τουλάχιστον λέξεις ή και φράσεις αλλόκοτες, αν όχι αγνώριστες.

Η πληθωρικότητα των βιβλιογραφικών παραπομπών στις υποσημειώσεις (ιδιαίτερα για την αρμενική πλευρά) υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καλυφθεί ως ένα βαθμό η παντελής σχεδόν άγνοια στην Ελλάδα της σχετικής με το αρμε­νικό ζήτημα ιστοριογραφίας. Για την αποσυμφόρησή τους αναγράφονται τα αρχικά και όχι τα πλήρη ονόματα των συγγραφέων και των επιμελητών· για τον ίδιο λόγο παραλείπονται οι μακροσκελείς τουλάχιστον υπότιλοι, οι μεταφραστές, οι εκδόσεις (α΄, β΄ κλπ.) και οι εκδοτικοί οίκοι, στοιχεία που δίνονται στον τελικό βιβλιογραφικό πίνακα. Για τη διευκόλυνση επίσης του αναγνώστη παραλείπονται οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου των αναγραφόμενων προσώπων, στοιχεία που σημειώνονται στο ευρετήριο ονομάτων. Στα δημοσιεύματα του τύπου (που είναι άφθονα) προσπάθησα, όπου είχα τη δυνατότητα, να συνοδέψω την ημερομηνία της έκδοσης με τον αριθμό του φύλλου της εφημερίδας. Οι δυο τρεις εξαιρέσεις αφορούν κυρίως άρθρα εφημερίδων που είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο μόνο με τις ημερομηνίες τους (όπως π.χ. των New York Times, προσιτών σε μεγάλο βαθμό στην επιλεκτική έκδοση των V. Mekhitarian – V. Ohanian, Armenians at the Twilight of the Ottoman Era, τόμ. 1, Los Angeles 2011). Τέλος στη χρήση του ημερολογίου (παλαιού και νέου) οι ημερομηνίες δίνονται σύμφωνα με τις πηγές: στις «δυτικές» με το γρηγοριανό (ν.η.), στις «ανατολικές» με το ιουλιανό (π.η.) και σε ορισμένες περιπτώσεις και με τα δυο, σύμφωνα άλλωστε και με τη συνήθεια της εποχής.

Η προπαρασκευή και η ολοκλήρωση της εργασίας αυτής χρωστά πολλά στη συνδρομή αρκετών προσώπων και ιδρυμάτων. Στους εργαζομένους του Ιστορικού Αρχείου του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, της Βιβλιοθήκης της Βουλής, του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, του Κέντρου Έρευνας του Νεοτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και των Εθνικών Αρχείων της Βρετανίας (Public Record Office) οφείλω την αγόγγυστη συνεργασία τους στον εντοπισμό, την καταγραφή και την αντιγραφή του αρχειακού υλικού που αναζητούσα. Ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη αισθάνομαι προς τους συναδέλφους και λογίους Αρμενίους της Ελλάδας και της Αρμενίας, οι οποίοι με βοήθησαν να αξιοποιήσω πολλές αρμενόφωνες εκδόσεις, «σιωπηλές» για μένα. Τα ονόματα είναι τόσο πολλά, που δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν εδώ. Ωστόσο οι εξαιρέσεις επιβάλλονται, καταρχήν για δυο αξιόλογα μέλη της αρμενικής παροικίας της Θεσσαλονίκης, που τα χάσαμε σχετικά πρόσφατα: τον Καραμπέτ Καλφαγιάν και τον συνονόματό του Καραμπέτ Κασπαριάν. Άλλα μέλη επίσης της ίδιας παροικίας, ιδιαίτερα ο πρόεδρός της Βαρτκές Κονταξιάν, μου πρόσφεραν κάθε δυνατή διευκόλυνση στη χρησιμοποίηση της βιβλιοθήκης και του αρχείου της κοινότητας, αλλά και στη απόδοση στα ελληνικά αποσπασμάτων από αρμενόφωνα δημοσιεύματα. Οφείλω να ευχαριστήσω επίσης in scriptis και τους γκαρδιακούς φίλους μου στην Αθήνα. Καταρχήν και πάνω από όλους τον Σέρκο (Οχανές-Σαρκίς) Αγαμπατιάν και σε μεγάλο βαθμό τον Σήφη (Ιωσήφ) Κασσεσιάν, δυο αθόρυβους, αλλά παραγωγικότατους συγγραφείς και καθιερωμένους μεταφραστές (τον πρώτο τον ταλαιπώρησα επιπλέον, «βομβαρδίζοντάς» τον με αλλεπάλληλα ερωτηματικά, ιδιαίτερα στην απόδοση δεκάδων αρμενόφωνων δημοσιευμάτων και όρων). Στην Χριψιμέ Χαρουτιουνιάν οφείλω την πρόθυμη και επιμελημένη απόδοση στα αρμενικά της περίληψης της εργασίας αυτής. Ο συνταγματάρχης του αρμενικού στρατού Samvel Ramazian, επίμονος και γόνιμος ερευνητής της ιστορίας των ελληνοαρμενικών στρατιωτικών σχέσεων, δεν έπαψε να με εφοδιάζει με ιστοριογραφικές πληροφορίες και πηγές για πρό­σωπα και πράγματα. Ο συνάδελφος τουρκολόγος Αναστάσιος Ιορδάνογλου με βοήθησε στην απόδοση στα ελληνικά μερικών τουρκικών όρων και βιβλιογραφικών τίτλων. Η ιστορικός Λύντια Τρίχα με εντυπωσίασε με τη γενναιοδωρία, την ταχύ­τητα και την αποτελεσματικότητα με την οποία μου εξασφάλισε φωτοτυπίες ελληνικών εφημερίδων που δεν ήμουν σε θέση να συμβουλευτώ, τουλάχιστον μέσω των διαθέσιμων ηλεκτρονικών πηγών της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Βιβλιοθήκης της Βουλής. Η βοήθεια που μου πρόσφερε η Ελένη Αρζόγλου στην προσέγγιση των ηλεκτρονικών δεδομένων αμερικανικών πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών ήταν ανεκτίμητη. Ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη ήταν επίσης η βοήθεια των φίλων μου Kevin Anderson και Καίτης Λογοθέτη στην αναζήτηση ορισμένων σκωτσέζικων εντύπων. Άμεση ήταν και η ανταπόκριση των δυο καλῶν κἀγαθῶν μαθητών μου, του ιστο­ρικού Αγγέλου Χο­τζίδη, στην αξιοποίηση γερμανόφωνων εφημερίδων, και του Πέτρου Παπαπολυβίου, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, στην ανεύρεση και στη φωτοτύπηση (και όχι μόνο) κειμένων από τον τύπο της μεγαλονήσου. Στην πρόθυμη επίσης συνδρομή της αγαπητής συναδέλφου Χρυσούλας Μπούτουρα, καθηγήτριας Χαρτογραφίας του ΑΠΘ, χρωστώ την τελική αποτύπωση του ένθετου χάρτη του βιβλίου.

Στη γυναίκα μου, τους γιους μου και τα εγγόνια μου οφείλω τα περισσότερα: την κατανόηση και την ανεξάντλητη υπομονή τους κατά την προετοιμασία τής εργασίας αυτής: Η μακροχρόνια ενασχόλησή μου με την έρευνα και ιδιαίτερα με την τελική της σύνθεση τους στέρησε από την προσοχή μου και από τον χρόνο που δικαιούνταν και που συχνά τον χρειάζονταν. Τέλος στον φίλο εκδότη Λεωνίδα Μιχάλη του University Studio Press χρωστώ την επιμέλεια και αυτού του βιβλίου, που για άλλη μια φορά ετοιμάστηκε με τη φαντασία και τον επαγγελματισμό που χαρακτηρίζει τους έμπειρους συνεργάτες του σοβαρού αυτού εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης.

 

Το έργο αυτό αφιερώνεται ως όψιμο αντίδωρο στη μνήμη δυο αξέχαστων φίλων, του Χρατς Μπαρτικιάν/Hrach Bartikian (Αθήνα, 1927 – Εριβάν, 2011), λαμπρού επιστήμονα, κορυφαίου μελετητή των αρμενοβυζαντινών σχέσεων και γενικά ενός ανθρώπου που σύνδεσε τη ζωή και το επιστημονικό του έργο με την ιστορία των δυο λαών, και του Καραμπέτ Καλφαγιάν (Θεσσαλονίκη, 1933-2013), δραστήριου συμπολίτη μου και ένθερμου ζηλωτή της ελληνικής και αρμενικής ιστορίας. Για πολλά χρόνια ο Μπαρτικιάν με ενημέρωνε για τις εκδόσεις που κυκλοφορούσαν στη σοβιετική και μετασοβιετική Αρμενία και αναφέρονταν στις ελληνοαρμενικές σχέσεις στη νεότερη και σύγχρονη περίοδο. Ήταν επίσης εκείνος που φρόντιζε ως και την ύστατη ημέρα της ζωής του να προβάλλει με ποικίλους τρόπους (μεταφράσεις, βιβλιοκρισίες κλπ.) τις μελέτες μου στο αρμενόφωνο κοινό, τόσο της πατρίδας του όσο και της αρμενικής Διασποράς. Ο Καλφαγιάν, ενθαρρυνόμενος από την αλησμόνητη σύντροφο της ζωής του Αναΐτ, αλλά και από όλα τα μέλη της φιλόμουσης και φιλότεχνης οικογένειάς του, στήριξε εξαρχής με ανεξάντλητο ενθουσιασμό τις μακροχρόνιες έρευνές μου στην αρμενική ιστορία, παρακολουθώντας με ιδιαίτερο πάθος και ανυπομονησία την ολοκλήρωση της εργασίας αυτής ως την τελευταία του πνοή.

Θεσσαλονίκη, Πάσχα 2015                                                                                                            I. K. Χ.

Περιεχόμενα



Κατηγορίες Nέες εκδόσεις