Περίπατος στην αρχαία Αθήνα. Ποιήματα και εικόνες από την ελληνική πρωτεύουσα.

Περίπατος στην αρχαία Αθήνα. Ποιήματα και εικόνες από την ελληνική πρωτεύουσα.Αθήνα, Κύκλος σονέττων υπό Adolf Ellissen (1815–1872). Πρώτη έκδοση: Βασιλικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1838. Έκδοση, σχόλια, διακόσμηση με απεικονίσεις από τον 18ο και τον 19ο αιώνα: Αλέξανδρος Σιδεράς και Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα. Πρόλογος: Άγις Σιδεράς. Μετάφραση: Π. Σιδερά-Λύτρα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος Griechenland Zeitung (GZ) 2014 (ISBN: 978-618-80711-1-7)

Ο Adolf Ellissen είναι μόλις 23 ετών, όταν στιχουργεί τα Αθηναϊκά Σονέττα του. Ο νεαρός άνδρας, που επισκέπτεται το 1837/38 τους αρχαίους τόπους και διατρέχει την από την τουρκική κυριαρχία απελευθερωμένη χώρα, δεν είναι ακόμη ο λόγιος που επρόκειτο να γίνει. Το ταξίδι θέτει τον θεμέλιο λίθο για ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του. Ο κύκλος των σονέττων για την Αθήνα είναι το λυρικό τεκμήριο αυτού του ταξιδιού και συγχρόνως ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο: το πρώτο γερμανικό βιβλίο, που τυπώθηκε στην Ελλάδα (Αθήνα, Βασιλικό Τυπογραφείο, 1838), γραμμένο από τον πρωτοπόρο της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Γερμανία. Όχι ένα θεωρητικό έργο, αλλά ένας ποιητικός τόμος! Το βιβλίο σημαδεύει την αρχή της γοητείας, που άσκησε στον Έλλισσεν η Νέα Ελλάδα, και αποτελεί το κέντρισμα για την τεράστια ερευνητική και εκδοτική δραστηριότητά του τις επόμενες δεκαετίες.

Μέσ᾽ σε χαλάσματα, και στάχτη κείτονταν της Αθηνάς η πόλη,
κλαίγοντας κοίταζε η θεά τα ερείπια,
τις νύχτες αντηχούσε ο θρήνος της κουκουβάγιας,
αποξηραμένο ήταν το φύλλο της ιερής ελιᾶς. 

Κι όμως δεν έσβησε για πάντα το σεπτό της φως,
που έφεγγε μπροστά οδηγητής του κόσμου·
έν᾽ αμυδρό φως, αβέβαιο πρώτα και θολό,
θα λάμψει σύντομα σαν φωτεινή, καινούργια αναλαμπή.

Με τους πρώτους στίχους του ποιήματος, που τιτλοφορεί τη συλλογή, ο Έλλισσεν δίνει τον τόνο, που κυριαρχεί σ᾽ αυτή. Είναι ο τόνος της αναγέννησης. Περίπου το ήμισυ των ποιημάτων του κυρίου μέρους μπορούν να χαρακτηριστούν ως „Ποιήματα αναγέννησης“· περιγράφουν σχεδόν πάντα την ίδια διαδικασία: Τη γένεση νέου μεγαλείου από τα μνήματα της αρχαιότητας και από τις καταστροφές που προξένησαν οι κτακτητές – τους ονομάζει „βαρβάρους“.

Επὶ του προκειμένου ο Έλλισσεν ξεκινάει από μιαν αδιάσπαστη εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Ήδη εδώ φαίνεται η οξεία αντίθεση προς τις θέσεις του αργότερα επιστημονικού άσπονδου εχθρού του, του Γιάκομπ Φίλιππ Φαλλμεράϋερ (Jakob Philipp Fallmerayer). Η νεωτερικότητα του Έλλισσεν έγκειται στο ότι δεν επιχειρηματολογεί „ρατσιστικά“, αλλά επί τη βάσει του πνεύματος και του φρονήματος:

Ο αρχαίος κορμός της Ελλάδας ήταν κατακερματισμένος,
όχι όμως και ο μυελός του: Το πνεύμα, το ύψιστο, το άριστο,
έμενε όπως η Ακρόπολη, το αιώνιο οχυρό.
(Ακρόπολις)

Ο Έλλισσεν θα διατυπώσει αργότερα, ότι οι αποφασιστικές εθνικές αρχές δεν είναι το αίμα και η καταγωγή, αλλά το πνεύμα και το ήθος. Οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις του μαζί με την πρωτοποριακή ερευνητική δραστηριότητά του τον κατέστησαν έναν από τους πιο διακεκριμένους φιλέλληνες.

Δίπλα στα „Ποιήματα αναγέννησης“ υπάρχει στο βιβλίο του Έλλισσεν μια δεύτερη μεγάλη ομάδα κειμένων. Μπορεί να τα ονομάσει κανεὶς „Ποιήματα της αρχαιότητας“. Αφορμή είναι επίσης κι εδώ σχεδόν πάντα η παρατήρηση των μνημείων, εντούτοις όχι με το νόημα της διαδικασίας που περιγράψαμε πιο πάνω. Ο ποιητής μένει στον „παρελθόντα κόσμο“ (Παρθενών) και συναντά την αντανάκλαση του αρχαίου μεγαλείου σε διάφορες μορφές κατανυκτικής αυτοσυγκέντρωσης και ανάκλησης στη μνήμη. Αυτά τα ποιήματα, όπως και τα ποιήματα αναγέννησης, αναφέρονται σε μορφές της μυθολογίας και της αρχαίας ιστορίας. Αυτό το σύνολο συνοδεύει και τη διαδικασία της αναγέννησης – με την οποία ο Έλλισσεν κλείνει τη συλλογή: Στον Ναό του Θησέα μιλάει πανηγυρικά για τη Νέα Αθήνα και περιγράφει κατόπιν μια σκηνή στην αγορά, στην οποία το λυρικό εγώ, όπως ο Φάουστ στον Πασχαλινό περίπατο (Osterspaziergang), παρακολουθεί χαρούμενος την πολύχρωμη κίνηση του λαού:

 Από τάφους της μνήμης αφανισμένων αιώνων,
απ᾽ τον λειμώνα των ασφοδέλων μπροστά στου Πλούτωνα το σκοτειν
κατ
ώφλι,
με τραβά η χαρούμενη λάμψη της ζωής στο φρέσκο της ημέρας φως,
εκεί που λαμπυρίζοντας κυματίζει θάλασσα χρωμάτων, αγρός γεμάτος
ανεμώνες. 

Είναι το πλήθος του συνωστισμένου λαού σε ασίγαστο ζωντανό κύμα,
με πολύχρωμες στολές πολέμου και ειρήνης, παιδιόλων των τόπων,
με ελαφροΰφαντο ένδυμα του ναυτικού οι νησιώτες,
το παλληκάρι στολισμένο με τάρματά του, φέσι και φουστανέλλα.

Αυτό δεν είναι πλέον το χαμένο μεγαλείο των αρχαίων μορφών, αυτό είναι το εδώ και τώρα της Νέας Ελλάδας, η μάζα του λαού στη νεοεκπορθημένη πρωτεύουσα. Ούτε ο Θησέας, ούτε οι αρχαίοι ήρωες, αλλά το παλληκάρι προβάλλει στην εικόνα.

Διότι ο Έλλισσεν είχε συνειδητοποιήσει πλήρως, ότι το βλέμμα το εστραμμένο προς τα πίσω, που θα έκανε αργότερα το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα τόσο οδυνηρό, είναι εσφαλμένο. Ο κύκλος των σονέττων τελειώνει με τη μετάβαση στην επικαιρότητα της απελευθερωμένης Ελλάδας, από την Αγορά στον Λυκαβηττό, από τον Πειραιά στον Ελαιώνα. Στο παράρτημα κάνει τελικά υπόμνηση της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, που άρπαξε ο Λόρδος Ελγίνος, και κλείνει με έναν ύμνο στον Καραϊσκάκη και στον ηρωικό απελευθερωτικό αγώνα.

Άγις Σιδεράς



Κατηγορίες Nέες εκδόσεις