Konstantinos A. Dimadis: Η Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής σε συνάρτηση με το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών σήμερα στην Ευρώπη.

Εισήγηση στο Ε΄ Συνέδριο της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής (Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, 25-26 Οκτωβρίου 2013).
V Congreso de Neohelenistas de Iberoamérica. Sociedad Hispánica de Estudios Neogriegos (Universidad de València, 25-26 de Octubre).

Κυρία Πρόεδρε, αγαπητές / αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί φοιτητές,

Η ιστορία της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής έχει εξελιχθεί έως σήμερα παράλληλα με την ιστορία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ). Μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών στις 30 Ιουλίου 1995, ακολούθησε η ίδρυση της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών έχει ομοσπονδιακό χαρακτήρα και αριθμεί 16 τακτικά μέλη―εταιρείες νεοελληνικών σπουδών χωρών της Ευρώπης. Ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής υπήρξε ταυτόχρονα ένα από τα 15 ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών.

Πρέπει να ομολογήσω ότι με ιδιαίτερη πάντα συγκίνηση ενθυμούμαι το απόγευμα εκείνο των αρχών του Φεβρουαρίου 1996, όταν οι νεοελληνιστές της Ισπανίας συνήλθαν σε Γενική Συνέλευση στον Δήμο Σάντα Φε, στη Γρανάδα, και ίδρυσαν την Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής. Η ίδρυση της Εταιρείας πραγματοποιήθηκε από χρονική άποψη στο πλαίσιο του Α΄ διευρυμένου ως προς τις συμμετοχές διεθνούς συνεδρίου που είχε οργανώσει το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών της Γρανάδας, με γενικό θέμα τις νεοελληνικές σπουδές στον ισπανόφωνο χώρο. Το σημερινό Ε΄ Συνέδριο της Εταιρείας είναι ακριβώς η συνέχεια του Α΄ εκείνου Συνεδρίου. Ακολούθησαν τα διεθνή Συνέδρια της Εταιρείας το 2001 στο Πανεπιστήμιο της La Laguna (Τενερίφη), το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Βιτόρια (Χώρα των Βάσκων) και το 2009 στο Πανεπιστήμιο της Θαραγόσα.

Δεν έχω την πρόθεση να σκιαγραφήσω με λεπτομέρειες τη συμβολή της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής σε ό,τι αφορά την προώθηση των νεοελληνικων σπουδών στην Ευρώπη και ειδικότερα στον ευρύτερο ισπανόφωνο χώρο. Είναι γνωστό ότι η Εταιρεία αριθμεί μεγάλο αριθμό μελών και έχει αναπτύξει ένα πολύπλευρο έργο. Χωρίς δυσκολία μπορεί κάποιος να υπογραμμίσει ότι με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και με την ερευνητική δραστηριότητα που έχουν αναπτύξει τα μέλη της κατά τα 17 χρόνια από την ίδρυσή της, η Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής προωθεί αποτελεσματικά σήμερα τις νεοελληνικές σπουδές στις χώρες που εκπροσωπεί ως προς τον κλάδο των σπουδών αυτών. Διότι:

Εκδίδει επιστημονικό περιοδικό, με τίτλο: Estudios Neoegriegos, Ravista cientifica de la Sociedad Hispanica de Estudios Neogriegos, σε έντυπη μορφή και με διεθνή χαρακτήρα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε  ο 14ος τόμος (2011-2012) του περιοδικού.

Οργανώνει διεθνή συνέδρια με θέματα που προάγουν την έρευνα των νεοελληνικών σπουδών.

Εκδίδει τα πρακτικά των συνεδρίων που οργανώνει ανά τετραετία, τα οποία αποτελούν εργαλείο για τις νεοελληνικές σπουδές διεθνώς.

Μέσω των συνεδρίων της και με την έκδοση των πρακτικών δίνει την ευκαιρία σε νέους στην ηλικία νεοελληνιστές να παρουσιάσουν την έρευνά τους και την εργασία τους.

Συνεργάζεται σε συνέδρια, των οποίων η πρωτοβουλία για τη διοργάνωσή τους προέρχεται από άλλους φορείς. Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε στη διοργάνωση του Δ΄ Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών της ΕΕΝΣ, που πραγματοποιήθηκε το 2010 στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας με κύριο συνεργάτη, ως φορέα της διοργάνωσης, το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδας.

Τα μέλη της Εταιρείας, εξάλλου, διακρίνονται με τη συμμετοχή τους σε διεθνείς επιστημονικές διοργανώσεις νεοελληνικών σπουδών εκτός Ισπανίας, Πορτογαλίας ή Λατινικής Αμερικής.

Αναφέρω τα παραπάνω στοιχεία επιγραμματικά, διότι ακριβώς δίνουν το πλαίσιο των προϋποθέσεων που απαιτούνται σήμερα για την ύπαρξη των νεοελληνικών σπουδών στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι νεοελληνικές σπουδές σήμερα, προκειμένου να ξεπεράσουν το κρίσιμο στάδιο που διανύουν όσον αφορά τις σοβαρές απώλειες που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια σε θέσεις διδακτικού/επιστημονικού προσωπικού στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Θα πρότεινα, λοιπόν, να παραθέσω εδώ ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία και να επαναλάβω τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν μέλλον και προοπτική στις νεοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη, με σκοπό να ακολουθήσει συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων πάνω το θέμα.

Όπως είναι γνωστό, από τις 2 έως και τις 5 Οκτωβρίου 2014 θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη το Ε΄ Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών της ΕΕΝΣ. Κύριο καθήκον της ΕΕΝΣ είναι η υποστήριξη που πρέπει να παρέχει στην προώθηση των νεοελληνικών σπουδών διεθνώς. Επομένως, είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, στο πλαίσιο του φετινού συνεδρίου της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής, να ακουστούν οι απόψεις των μελών τις Εταιρείας, ώστε να ληφθούν εγκαίρως υπόψη στη Γενική Συνέλευση της ΕΕΝΣ τον Οκτώβριο του 2014 στη Θεσσαλονίκη.

Από την πορεία των νεοελληνικών σπουδών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κατά την τελευταία δεκαετία (2003-2013) προκύπτουν τα ακόλουθα ενδεικτικά στοιχεία, τα οποία αφορούν απώλειες καθηγητικών θέσεων και τμημάτων νεοελληνικών σπουδών. Για ευνόητους λόγους, τα στοιχεία αυτά δεν έχουν σχέση με τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στην Κύπρο:

Στο διάστημα των 10 τελευταίων ετών, οι νεοελληνικές σπουδές απώλεσαν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια 13 καθηγητικές θέσεις. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται σημαντικότατες καθηγητικές θέσεις, όπως είναι αυτές του Bochum (2005) και της Λειψίας (2005) στη Γερμανία, της Νάπολης στην Ιταλία (2010), του Κέιμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο (2013), της Σορβόνης στη Γαλλία (2013) ― θέσεις που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην καθιέρωση των νεοελληνικών σπουδών ως πανεπιστημιακού κλάδου σπουδών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.

Επίσης, 3 άλλες καθηγητικές θέσεις νεοελληνικών σπουδών παραμένουν κενές σε πανεπιστήμια τριών ευρωπαϊκών χωρών (η πρώτη από το 2005, η δεύτερη από το 2007 και η τρίτη από το 2012) και δεν έχουν προκηρυχθεί έως σήμερα. Στην περίπτωση αυτή, το διδακτικό πρόγραμμα σπουδών εξυπηρετείται προς το παρόν από προσωπικό σε χαμηλότερη ιεραρχικά βαθμίδα. Η μακροχρόνια, ωστόσο, απουσία επικεφαλής καθηγητή καθιστά αβέβαιο το μέλλον των τμημάτων αυτών σε συνάρτηση με τον αριθμό των φοιτητών που μπορούν να προσελκύσουν.

Αντιστοίχως, 12 τμήματα νεοελληνικών σπουδών σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια καταργήθηκαν κατά τα τελευταία 10 χρόνια. Εννοείται ότι εδώ γίνεται λόγος για πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία προσέφεραν πλήρες πρόγραμμα σπουδών και χορηγούσαν πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα, και όχι για δίωρη ή τετράωρη διδασκαλία της Ελληνικής, στο περιθώριο άλλων σπουδών, με καθεστώς ωρομίσθιου διδακτικού προσωπικού.

Επιπλέον, σε μία περίπτωση μεγάλης σημασίας τμήματος νεοελληνικών σπουδών σε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο παραμένει η καθηγητική θέση, καταργήθηκε όμως το προπτυχιακό πρόγραμμα των νεοελληνικών σπουδών. Είναι περιττό να υπενθυμίσει κάποιος ποιον κίνδυνο εγκυμονεί η κατάργηση του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών. Χωρίς προπτυχιακές δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μεσοπρόθεσμα, μεταπτυχιακές σπουδές.

Όσον αφορά, εξάλλου, τις καθηγητικές θέσεις σε τμήματα νεοελληνικών σπουδών που, όπως αναφέραμε προηγουμένως, παραμένουν κενές κατά τα τελευταία χρόνια, οι θέσεις αυτές διατρέχουν τον άμεσο κίνδυνο να καταργηθούν κατά την προσεχή πενταετία, και κατά συνέπεια να υποβιβασθούν ή να καταργηθούν τα εν λόγω τμήματα νεοελληνικών σπουδών.

Συνεπώς, ο αριθμός των τμημάτων νεοελληνικών σπουδών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία εξακολουθούν σήμερα να διατηρούν την αυτοτέλεια στα προγράμματα σπουδών τους, να διευθύνονται από καθηγητές νεοελληνιστές και να παρέχουν πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα, έχει περιοριστεί επικίνδυνα. Βραχυπρόθεσμα, η πανεπιστημιακή διδασκαλία και η έρευνα των νεοελληνικών σπουδών στην Ευρώπη κινδυνεύουν να οστρακιστούν.

Ήδη πριν από 5 χρόνια, στο Διεθνές Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών που είχε οργανώσει και πραγματοποιήσει το 2008 ο Δήμος Αθηναίων στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας, στην εναρκτήρια εισήγησή μας είχαμε επισημάνει:

«Εάν η ελληνική Πολιτεία δεν φροντίσει, με όλα τα ενδεδειγμένα μέσα, να αποκτήσουμε ακαδημαϊκά στελέχη νεολληνιστές στις ευρωπαϊκές χώρες (στη Γερμανία Γερμανούς, στην Ολλανδία Ολλανδούς κ.ο.κ.), τότε ο κλάδος των Νεοελληνικών Σπουδών είναι ζήτημα αν θα επιβιώσει σε ένα-δύο δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια έως το 2040.»

Κάτω από τη δυσοίωνη αυτή προοπτική, τόσο η ελληνική Πολιτεία και οι άμεσα ή έμμεσα ενδιαφερόμενοι ιδιωτικοί φορείς όσο και τα υπεύθυνα πανεπιστημιακά στελέχη των νεοελληνικών σπουδών οφείλουν να λάβουν, σε στενή συνεργασία μεταξύ τους, τα μέτρα εκείνα, που θα εξασφαλίσουν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, την επιβίωση ορισμένων τμημάτων ή προγραμμάτων νεοελληνικών σπουδών στην Ευρώπη.

Είναι αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει με κριτήρια αξιολογικά. Κοντολογίς, πρέπει να χαρτογραφηθεί το τοπίο των νεοελληνικών σπουδών ανά χώρα στην Ευρώπη με τα πανεπιστημιακά τμήματα που εκπροσωπούν τις σπουδές αυτές. Έχουν γίνει κάποιες ανάλογες προσπάθειες παλαιότερα. Ποτέ όμως έως σήμερα το θέμα αυτό δεν αντιμετωπίστηκε συντονισμένα και με συγκεκριμένο σκοπό αξιοποίησης.

Ωστόσο, οι ανά χώρα εταιρείες νεοελληνικών σπουδών, σε συνεργασία με την ΕΕΝΣ, όσο δύσκολο και περίπλοκο αν και είναι το θέμα, πρέπει να συμβάλουν σε μια τέτοια προσπάθεια χαρτογράφησης των νεοελληνικών σπουδών στην Ευρώπη. Ποια, δηλαδή, τμήματα νεοελληνικών σπουδών έχουμε σήμερα στις ευρωπαϊκές χώρες, τα οποία, βάσει του καταστατικού τους, παρέχουν πτυχίο νεοελληνικών σπουδών και διδακτορικό δίπλωμα; Ποια είναι τα προγράμματα σπουδών που προσφέρουν; Ποιο είναι το διδακτικό/ερευνητικό προσωπικό που στελεχώνει τα τμήματα αυτά;

Κατόπιν, πρέπει το ταχύτερο να ακολουθήσει και με μεγάλη σύνεση να προγραμματιστεί το ακανθώδες θέμα ποια από τα τμήματα αυτά πρέπει στο εξής, παρά τις σημερινές δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα, να υποστηρίζονται μεθοδικά, με τρόπους που θα επιλεγούν ως οι προσφορότεροι (και όχι μόνο οικονομικά), ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν το επίπεδο διδασκαλίας και έρευνας που απαιτείται, ώστε να μπορούν, κατά συνέπεια, να προσελκύουν νέους φοιτητές. (Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει κάποιος ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών σε ένα πανεπιστημιακό τμήμα αυτοτελών σπουδών αποτελεί σήμερα πρωταρχικό κριτήριο για τη διατήρηση ή όχι του τμήματος.) Έτσι μόνο τα τμήματα αυτά θα είναι σε θέση να προετοιμάσουν εγκαίρως τα κατάλληλα εκείνα στελέχη, τα οποία θα διαδεχθούν, όταν έρθει η στιγμή, το σημερινό εν ενεργεία διδακτικό/επιστημονικό προσωπικό. Διαφορετικά, θα συνεχιστεί η σημερινή τακτική των πανεπιστημίων, να καταργούν δηλαδή ένα τμήμα ή ένα πρόγραμμα σπουδών, όταν ο υπεύθυνος καθηγητής αποχωρήσει από την υπηρεσία.

Στην Ευρώπη έχουμε σήμερα τμήματα νεοελληνικών σπουδών, τα οποία επειγόντως, χωρίς καμιά πλέον ολιγωρία, πρέπει να περιληφθούν σε έναν κατάλογο άμεσης υποστήριξης και προστασίας. Επαναλαμβάνουμε, με κάθε πρόσφορο μέσο: με προσφορά υποτροφιών στους φοιτητές τους, με διευκολύνσεις ως προς τη διοργάνωση επιστημονικών τοπικών ή διεθνών συνεδρίων, με αποστολή νέων εκδόσεων προς εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης τους.

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πλέον τακτική στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, η διατήρηση εν γένει τμημάτων σπουδών προϋποθέτει ότι πληροί δύο κύρια κριτήρια:

1)    Ικανό αριθμό φοιτητών και

2)    Αξιόλογη επιστημονική παραγωγή.

Ως προς την υποδομή: λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ύπαρξη βιβλιοθήκης.

Ως προς το διδακτικό/επιστημονικό προσωπικό: επιβάλλεται η συμμετοχή του σε διεθνή συνέδρια.

Τι σημαίνει όμως στην πράξη αυτό που προτείνουμε, να καταχωριστούν δηλαδή με αξιολογικά κριτήρια ορισμένα τμήματα νεοελληνικών σπουδών από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια σε έναν κατάλογο, ώστε τα τμήματα αυτά να τεθούν κάτω από καθεστώς διαρκούς (και όχι ευκαιριακής) υποστήριξης εκ μέρους αρμόδιων ελληνικών και κυπριακών φορέων;

Διότι ο άμεσος και δικαιολογημένος αντίλογος σε μια τέτοια πρόταση είναι το γεγονός ότι οποιασδήποτε μορφής υποστήριξη (υποτροφίες σε φοιτητές, συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα και δημοσιεύσεις, βιβλιοθήκη) απαιτούν την εξασφάλιση των ανάλογων οικονομικών πόρων.

Και εδώ ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο της τακτικής που πρέπει να εφαρμόσουμε στο εξής, προκειμένου να εξασφαλίσουμε τους όρους για τη διατήρηση των νεοελληνικών σπουδών σε ορισμένα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Ούτε η ελληνική ούτε η κυπριακή Πολιτεία είναι σε θέση να συνεχίσουν να υποστηρίζουν σε ευρύτερη κλίμακα οικονομικά τις νεοελληνικές σπουδές διεθνώς.

Ωστόσο, η ελληνική Πολιτεία, με τους αρμόδιους φορείς της, είναι σε θέση και οφείλει να αναλάβει τον ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στα τμήματα νεοελληνικών σπουδών και στον ιδιωτικό οικονομικό παράγοντα. Υπό την προϋπόθεση βέβαια (και αυτό είναι το καίριο σημείο) ότι οι ιδιωτικοί φορείς που θα συνδράμουν οικονομικά το έργο των νεοελληνικών σπουδών έξω από την Ελλάδα, δεν θα παρεμβαίνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στο επιστημονικό και διδακτικό έργο των τμημάτων νεοελληνικών σπουδών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως επιβάλλει η ακαδημαϊκή τάξη. Η επιστημονική και διδακτική απόδοση κάθε τμήματος σπουδών κρίνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης στην οποία υπόκειται κάθε τμήμα. Πρόκειται για τη διαδικασία, η οποία διενεργείται εσωτερικά ή/και εξωτερικά, ανάλογα με το πανεπιστήμιο, από τα θεσμοθετημένα, αρμόδια για τον σκοπό αυτό ακαδημαϊκά όργανα.

Παράλληλα, τα τμήματα νεοελληνικών σπουδών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, βάσει των ερευνητικών προγραμμάτων που αναπτύσσουν και εκπονούν, και με κριτήριο τον αριθμό των προπτυχιακών, μεταπτυχιακών σπουδαστών και υποψήφιων διδακτόρων που προσελκύουν, πρέπει να είναι σε θέση, ώστε να επιδιώκουν και να εξασφαλίζουν οικονομική στήριξη αρμόδιων (επιστημονικών) φορέων στη χώρα όπου υφίστανται. Ασφαλώς, το τελευταίο αυτό ούτε κάτι το νέο ούτε το άγνωστο είναι. Αν σήμερα, σε όλη, επί παραδείγματι, τη γεωγραφική περιοχή των σκανδιναβικών χωρών απέμεινε ένα, ουσιαστικά, πανεπιστημιακό πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών, αυτό οφείλεται στην εν λόγω τακτική που ακολούθησε.

Εν κατακλείδι, όσα προτείνουμε εδώ δεν αποτελούν μια θεωρητική άποψη. Αν η συγκεκριμένη πρότασή μας είχε εφαρμοστεί ως γενικότερη αρχή από το 2008 στην πράξη, όπως τότε ακριβώς είχαμε για συγκεκριμένες περιπτώσεις υποστηρίξει, είναι βέβαιο ότι θα είχαμε περιορίσει τις τελευταίες απώλειες σημαντικών καθηγητικών θέσεων νεοελληνικών σπουδών στην Ευρώπη.

Καθηγητής Κωνσταντίνος Α. Δημάδης
Πρόεδρος της ΕΕΝΣ



Κατηγορίες Νεοελληνικές σπουδές