Γεωργία Λαδογιάννη

O εραστής, ο καλλιτέχνης και το έργο του. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα στη Γαλάτεια του Σπ. Βασιλειάδη

Περίληψη

Ο ρομαντισμός στη νεοκλασική Αθήνα του 1860 ανακαλύπτει τη νέα του Αρκαδία στο αρχαίο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν ρομαντικό νεοκλασικισμό, ένα ελάχιστα διερευνημένο ζήτημα του ελληνικού 19ου αιώνα. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα εμπνέει ποιητές, όπως τον Ιωάννη Καρασούτσα, τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη και τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο. Στον Βασιλειάδη είναι ήρωας σε δύο ποιήματά του και στο δραματικό του έργο Γαλάτεια (1872), από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες του 19ου αιώνα. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο Βασιλειάδης μας δίνει την πιο πλήρη ελληνική εκδοχή ενός ευρύτατα διαδεδομένου λογοτεχνικού μύθου στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, μετά την πρώτη του χρήση από τον Ρουσσώ. Μελετούμε κυρίως τον Πυγμαλίωνα του θεατρικού του έργου, από τα τελευταία έργα που γράφει ο πρόωρα χαμένος ποιητής (πεθαίνει 29 ετών, το 1874). Στον Βασιλειάδη ο μυθικός ήρωας συνδέεται στενά τόσο με τις θεωρητικές του απόψεις περί τέχνης και δράματος όσο και με τις φυλικές του αντιλήψεις για τη γυναίκα, που τις χαρακτηρίζει μια γυναικοφοβική επιθετικότητα. Η σχέση με την αισθητική θεωρία αναπτύσσεται στο περιβάλλον που δημιουργεί η ένταση του μεγαλοϊδεατικού αλυτρωτισμού (Κρητικός πόλεμος 1866-1869) και του ιστορικού εθνικισμού (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος). Την ίδια εποχή, το ‘φάντασμα’ της ενότητας (εδάφους και εποχών) του ελληνισμού έρχεται να το συμπληρώσει η λαογραφική έρευνα του νέου επιστήμονα Νικόλαου Πολίτη, τον οποίο και χαιρετά με την ενθαρρυντική του κριτική ο Βασιλειάδης (1868). Η Γαλάτεια γράφεται με συγκεκριμένη πρόθεση και ιδεολογικό στίγμα: να είναι το καλλιτεχνικό παράδειγμα της ενότητας του αρχαίου και του νέου ελληνισμού, όπως αυτό αναλύεται στο μακρύ και σημαντικό της πρόλογο. Στη υπόθεσή της ο Βασιλειάδης χρησιμοποιεί δύο πηγές. Την αρχαία μυθολογία για το μύθο του Πυγμαλίωνα και τη νεοελληνική για το μύθο της «’Απιστης γυναίκας», όπως τον παραδίδει η ομώνυμη παραλογή. Οι δύο εποχές των μύθων προσανατολίζουν την πραγμάτευση προς μια ηθικολογική εκδοχή που προβάλλει τους ρόλους των φύλων. Το ίδιο θέμα απασχολεί τον Βασιλειάδη και στα -κατά κανόνα μικρής έκτασης- διηγήματά. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο Πυγμαλίων αντιπροσωπεύει τον απογοητευμένο από την πεζότητα της ζωής ρομαντικό καλλιτέχνη που προτιμά τη ζωή της φαντασίας από την πραγματική και ικανοποιείται μόνο μέσα από τη δική του δημιουργία. Στο σημείο αυτό έχουμε τον κοινό μύθο του ρομαντικού καλλιτέχνη Πυγμαλίωνα-Ναρκισσου όπως τον φιλοτέχνησε η ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα (π.χ. του R. Browning). Σε δεύτερο επίπεδο, φωτίζεται ο (ρομαντικός) εραστής και η ιδεοποιημένη ερωτική σχέση που την επιζητεί και την βιώνει μόνο ο άντρας/καλλιτέχνης και που αποδεικνύεται μοιραία από την φύσει ανήθικη και άπιστη γυναίκα. Η επεξεργασία του μύθου από τον Βασιλειάδη φωτίζει αρκετά σημεία της λογοτεχνίας και των ιδεολογικών κατασκευών του 19ου αιώνα που αρχίζουν να θεματοποιούνται στη λογοτεχνία. Ο Βασιλειάδης θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας πρώιμος εισηγητής του θέματος της απελευθερωμένης γυναίκας (αφού η Γαλάτεια δεν πειθαρχεί στον ‘δημιουργό’ της), θέμα που θα κυριαρχήσει με το δράμα του Ίψεν, που γίνεται ευρύτερα γνωστό προς το τέλος του αιώνα. Επίσης, θα μπορούσαμε να δούμε τις πρώιμες διατυπώσεις μιας θεωρίας της ‘τέχνης για την τέχνη’ ή των απόψεων για τον κοινωνικό ρόλο του άντρα καλλιτέχνη που αποκρυσταλλώνονται αργότερα μέσω της νιτσεϊκής σκέψης. Κυρίως όμως η περίπτωση του Βασιλειάδη επιβεβαιώνει πόσο σύνθετο είναι το φαινόμενο του ελληνικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα και πόσο αναγκαία η μελέτη των αρχείων της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η ανακοίνωση (PDF)